Νίκος Καββαδίας: Μπαρκάροντας
«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθηκαι το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.»
Αδημοσίευτοι στίχοι που βρέθηκαν στην ατζέντα του Νίκου Καββαδία, πιθανά για να μπουν στον πρόλογο της συλλογής «Τραβέρσο».
μπαρκάρω: <από το ιταλικό imbarcare> επιβιβάζομαι σε πλοίο, ή φεύγω με πλοίο ως ναυτικός
Ήταν Κυριακή, 17 Μάϊου 1974, όταν ο Νίκος Καββαδίας, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές και συγγραφείς, 64 ετών τότε, γεννημένος το 1910, συνάντησε φίλους του στο Τουρκολίμανο (έτσι το λέγαμε τότε το Μικρολίμανο) για μεσημεριανό φαγητό. Στις 4 το ίδιο απόγευμα μπαρκάριζε στο κρουαζιερόπλοιο «Υδροχόος», όπου ήταν Ασυρματιστής Α’. (Σημειώνω εδώ και τριάντα χρόνια δεν υπάρχει πια θέση ασυρματιστή στα καράβια.) Ο «Υδροχόος» έμελλε να είναι το στερνό καράβι του Καββαδία. Γύρισε από το μπάρκο στον «Υδροχόο» το Νοέμβριο του 1974 και πέθανε ξαφνικά στην Αθήνα εννιά μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1975 από εγκεφαλικό, περιμένοντας το επόμενο μπάρκο που δεν ήρθε ποτέ (το πλοίο ήτανε φορτηγό και άργησε να έρθει).
Στην αποβάθρα του τελευταίου μπάρκου πήγε τον Καββαδία ο φίλος του Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος. Εκεί ποζάρισαν οι δύο φίλοι για μια φωτογραφία.
Γιατί να πήρε άραγε την απόφαση να μπαρκάρει και πάλι ο Καββαδίας; Το ερώτημα αυτό γεννήθηκε καθώς κοίταζα εκείνη τη φωτογραφία, που αγκαλιάζει δύο διαφορετικούς κόσμους. Τον στεριανό Παπαδημητρακόπουλο, και τον ναυτικό Καββαδία, λίγο πριν τον αποχωρισμό.
Δεν υπάρχει απάντηση του ίδιου του Καββαδία στο ερώτημα αυτό. Ο «φυσιολογικός άνθρωπος» θα κοίταζε να μείνει στην Αθήνα, κοντά στους φίλους και γνωστούς, κοντά στην ανερχόμενη ποιητική του διαδρομή, με την επικείμενη έκδοση της συλλογής «Τραβέρσο». Όμως ο Καββαδίας δεν είναι ο «φυσιολογικός» άνθρωπος. Είναι ο περιθωριακός, είναι ο ναυτικός. Αυτή του η ιδιότητα θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την απόφαση του, αναλύοντας την σε δύο διαστάσεις: τον Θάνατο και τον Έρωτα.
Ο Θάνατος (και η Σωτηρία)
Το 1932 ο Καββαδίας έγραψε το ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ», επιχειρώντας να δώσει απάντηση στο ερώτημα που είχε θέσει τότε ο Εμμανουήλ: «Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει...»
Γράφει ο Καββαδίας:
«Γνωρίζω κάτι που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δεν σας γνώρισα ποτέ... σκεφτείτε εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ»
(Νίκος Καββαδίας, «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ», Μαραμπού, 1933)
Θα υποθέσω ότι ένας από τους λόγους του μπάρκου του Καββαδία είναι η Σωτηρία. Καθώς πλησιάζει ο Θάνατος, ο Άνθρωπος αποζητά την Σωτηρία. Κι αυτή τη Σωτηρία ο Ναυτικός Νίκος Καββαδίας τη βρίσκει στη θάλασσα. Τη θάλασσα του ναυτικού. Η σωτηρία στη θάλασσα είναι ταυτόχρονα και απόδραση στη θάλασσα, είναι ταυτόχρονα και επιστροφή στην μεγάλη Ερωμένη. Ο Καββαδίας γυρνάει στη θάλασσα για να πεθάνει εκεί, και τρέμει και μόνο με την ιδέα ότι μπορεί να τον βρει ο θάνατος στην στεριά. Το άγχος του κοινού και θλιβερού θανάτου το εκφράζει ολοκάθαρα:
«Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.»
(Νίκος Καββαδίας, «Mal du départ», Μαραμπού, 1933)
Για τον Καββαδία το να είναι ναυτικός ήτανε συστατικό στοιχείο του ΥΠΑΡΧΕΙΝ, και δεν γινότανε να το αποχωριστεί. Η πραγματική ζωή του ήτανε η ζωή του ναυτικού. Η ζωή στη στεριά ήτανε το διάλειμμα, η παρένθεση. Δεν θα «λευτερωθεί» ποτέ από την θάλασσα.
«Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια...» (Νίκος Καββαδίας, «Βάρδια», 1954).
«Ξανάπιασα πάλι βάρδια. Θα λευτερωθώ κάποτε από την Μεσόγειο;» (Genova 21.4.1954, επιστολή του Καββαδία από το «Ιωνία» προς τον φίλο του λογοτέχνη Μ. Καραγάτση).
Ο Έρωτας
Το 1973, σε ηλικία 63 ετών, ο Καββαδίας συνάντησε σε μια παρουσίαση του έργου του από τον Καθηγητή Μ. Μητσάκη στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ την φιλόλογο Θεανώ Σουνά, την οποία ερωτεύτηκε. Από την αρχή όμως αυτός ο έρωτας ήτανε προβληματικός, αφού η νεαρή φιλόλογος ήτανε μόλις 25 χρονών, και από ότι φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα, ο έρωτας του Καββαδία παρέμεινε ανεκπλήρωτος.
«Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.»
(Γράμμα του Νίκου Καββαδία προς την Θεανώ Σουνά, χωρίς ημερομηνία)
Η Θεανώ Σουνά ήτανε παρούσα στο μεσημεριανό γεύμα που προηγήθηκε του τελευταίου μπάρκου. Και σίγουρα ήτανε και ένας από τους λόγους που μπάρκαρε ο Καββαδίας. Πώς αλλιώς θα μπορούσε ο ναυτικός Καββαδίας να διαχειριστεί το τεράστιο αδιέξοδο του έρωτα του; Μόνο φεύγοντας μακριά, μόνο δραπετεύοντας στη θάλασσα.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...Θεανώ
Μόνο που το καράβι πήρε μόνο του τον Καββαδία, που κατάφερε να πείσει την Θεανώ ότι οι δύο τους δεν έχουν μέλλον.
«Της έλεγα, της επέμενα να φύγει, εγώ εξήντα πέντε, εσύ είκοσι πέντε, δεν ταιριάζει, φύγε. Και έφυγε. Και τώρα την παρακαλώ να γυρίσει και δεν γυρίζει. Ἑσύ᾽, μου λέει, ῾δεν επέμενες να σ᾽ αφήσω; Ε, σ᾽ άκουσα, τώρα τι θέλεις;᾽ Προχθές έπιασα ένα τσιγάρο και τώρα σκέφτομαι να το ξαναρχίσω. Να τ᾽ αρχίσω;» (Μήτσος Κασόλας «Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα – Θάλασσα – Ζωή: Αφηγήσεις στο μικρόφωνο» (Αθήνα 2004)
«Ο έρωτάς σου μία πληγή και τρείς κραυγές.»
(Νίκος Καββαδίας, «Αντινομία», Τραβέρσο, 1974)
Αναπόφευκτη κατάληξη η απελπισία. Ο κόσμος ερήμωσε, η αγάπη χάθηκε, ο άντρας γέρασε, μοναδική του προσμονή πια ο θάνατος.
«Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερό τιμόνι.
Mια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.»
(Νίκος Καββαδίας, «Πικρία», Τραβέρσο, 1975)
Δεν είναι τυχαίο ότι η «Πικρία» είναι το τελευταίο ποίημα του Καββαδία. Το έγραψε στις 7 Φεβρουαρίου 1975, λίγες μέρες πριν πεθάνει ξέμπαρκος, μόνος, χωρίς τη Θεανώ, στη στεριά.
*Ο Νίκος Μορόπουλος είναι Σύμβουλος Εταιρικών Μετασχηματισμών (MSc)