Πώς διαβάζουν λογοτεχνία οι σκηνοθέτες; Η Μαζώχτρα του Αργύρη Εφταλιώτη
Υπάρχει πάντα ένα διφυές συναίσθημα όταν καλείσαι να παρακολουθήσεις μια παράσταση που έχει ως αφετηρία της ένα λογοτεχνικό (ποιητικό ή αφηγηματικό) κείμενο.
Στη μια πλευρά είναι το παράπονο του θεατρολόγου (και βεβαίως του δραματουργού), παράπονο καθόλα δικαιολογημένο καθότι ούτε στέρευσαν τα σημαντικά θεατρικά έργα, ούτε έπαυσαν να γράφονται νέα, ενδιαφέροντα και σημαντικά. Προς τι αυτή η εμμονική στροφή προς τα λογοτεχνικά κείμενα; (Ερώτημα που θα μπορούσε να διαβαστεί και αλλιώς: Προς τι αυτή η συχνή απομάκρυνση των σκηνοθετών από τα θεατρικά κείμενα;)
Στην άλλη πλευρά όμως υπάρχει η κρυφή χαρά μιας σκέψης που δεν πιστεύει στα ερμητικά όρια των λογοτεχνικών ειδών, ούτε βεβαίως στα σύστοιχα απαραβίαστα σύνορα των επιστημονικών κλάδων· μιας σκέψης που διαισθάνεται την ελεύθερη θάλασσα κάτω από τους όγκους των πάγων, που αφουγκράζεται δραματικούς βηματισμούς στις αφηγηματικές αναπτύξεις ή στις στιχουργικές ακολουθίες και γι’ αυτόν τον λόγο είναι πρόθυμη να αναγνωρίσει αφηγηματικές δεξιότητες και ποιητικές αρετές σε ένα δραματικό κείμενο.
Παράπονο και χαρά λοιπόν. Μολονότι ρέπω προς την πλευρά της χαράς, παραδέχομαι ότι εμφιλοχωρούν κίνδυνοι στη γενίκευση του φαινομένου των διασκευών, των δραματοποιήσεων, των σκηνικών «αποδόσεων», κίνδυνοι που δεν σχετίζονται μόνο με την πορεία της δραματουργίας αυτής καθ’ εαυτήν, αλλά και με τις αφετηρίες, τα κίνητρα, τις στρατηγικές, ενίοτε και με τις «ευκολίες» των σκηνοθετικών προγραμμάτων.
Το ζήτημα ασφαλώς είναι πολύ σύνθετο για να μπορεί να εκτεθεί εδώ έστω και η σύνοψή του. Στην επίταση του φαινομένου πάντως τα τελευταία χρόνια αποτυπώνεται ανάγλυφα μια ακόμα αντίφαση που διέπει το σύγχρονο θέατρο: ενώ ανακρούεται δυνατά η επίθεση στους συγγραφείς και στα κείμενα, είμαστε μάρτυρες μιας μεθοδικής επιστροφής στο ίδιο το βασίλειο των κειμένων και της γλώσσας που είναι η λογοτεχνία. Μπορεί στο ένα χέρι οι σκηνοθέτες να κρατούν το λάβαρο του αντι-λογοκεντρισμού, στο άλλο όμως κρατούν συχνά ένα βιβλίο της μεγάλης λογοτεχνίας.
Ο Αργύρης Εφταλιώτης βεβαίως δεν είναι ακριβώς ο εκπρόσωπος της μεγάλης λογοτεχνίας, ούτε ο Κώστας Παπακωνσταντίνου ανήκει στους ορκισμένους πολέμιους της λογο-τεχνίας ή του θεατρικού κειμενοκεντρισμού. Ούτε οι στίχοι (παρά τις θετικές επισημάνσεις του Παλαμά και του Πολυλά), ούτε η πεζογραφία του επεφύλλαξαν στον Εφταλιώτη μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τον άφησαν όμως να υπάρχει δίπλα τους ως μια έντιμη και ειλικρινή φωνή. Κάποτε το μικρό, το έλασσον, το ειδικό, το τοπικό, γίνονται συχνά το σημείο εκκίνησης για να εποπτευθεί το μεγάλο, το μείζον, το γενικό και το παγκόσμιο.
Αυτό το σημείο διέγνωσε ο Παπακωνσταντίνου στη Μαζώχτρα (1900) του Εφταλιώτη και στηρίχτηκε στη γνησιότητα και την περιγραφική δύναμη της γλώσσας, όχι στην ψυχογραφική διεισδυτικότητα που ουσιαστικά απουσιάζει από τη νουβέλα. Οφείλω να πω ότι ο σκηνοθέτης δεν βλέπει τη λογοτεχνία ως ευκαιρία, αλλά μάλλον ως πρόκληση και πρόσκληση. Με την παλιά και ωραία κριτική γλώσσα θα έλεγα ότι προσπαθεί να «αναστήσει» το κείμενο ως τέτοιο, όχι να το αποδιαρθρώσει· να του δώσει πνοή, όχι να του την πάρει. Ανήκει σε εκείνη την προνομιούχο ομάδα σκηνοθετών που ξέρει και αγαπά να διαβάζει λογοτεχνία. Το απέδειξε πριν από λίγα χρόνια σκηνοθετώντας τους Χαλασοχώρηδες (1892) του Παπαδιαμάντη, θα το αποδείξει και εφέτος με τον Αυτόχειρα (1895) του Μιχαήλ Μητσάκη και βεβαίως με τη Μαζώχτρα (Θέατρο 104).
Διαπιστώνει κανείς ότι οι στόχοι του συγκεντρώνονται εκεί στο γύρισμα του 19ου αιώνα, αρκετά μακριά από εμάς πλέον, αλλά και αρκετά κοντά για να διαγνωσθεί η χρονική εμβέλεια κάποιων πολιτικών και φιλοσοφικών πυρήνων, εκεί που δεν το περιμένεις. Ας δούμε τις σκηνές της Μαζώχτρας. Περιμένεις απάνεμες ηθογραφικές νότες και ακούς έναν υποβλητικό κοινωνικό βόμβο· περιμένεις το couleur locale και βλέπεις λιτούς χρωματισμούς του κακού, όταν αυτό ξεσπάει λίαν ακαίρως, αλλά και πάλι όχι αναπάντεχα στους κόλπους μιας ταξικά ιεραρχημένης κοινότητας· περιμένεις, τέλος, έναν ελαφρύ νυγμό από την ατυχή ερωτική ιστορία και νιώθεις ότι αυτή έχει βαρύ διεθνικό επίχειρο. Η Ασήμω δεν είναι παρά μια μαζώχτρα, δεν μπορεί παρά να μαζεύει τις ελιές που ανήκουν στους άλλους, πολύ λιγότερο να διεκδικήσει τον έρωτα του ιδιοκτήτη τους. Και αφού δεν μπορεί να γίνει σύζυγος, θα καταλήξει στα χέρια των Τούρκων και θα γίνει το λάδι στη φωτιά που σιγοκαίνει ανάμεσα στις δύο κοινότητες.
Σίγουρα το πρόσωπο αυτό έχει πολλή ψίχα θεατρική, αλλά τόσο ο συγγραφέας, όσο και ο σκηνοθέτης μένουν μακριά από τις ψυχογραφικές επιδιώξεις. Η νηφάλια αφήγηση, η εύστοχη περιγραφή, οι καταστάσεις και οι διαπροσωπικές σχέσεις μετρούν εδώ, όχι τα ψυχολογικά ελατήρια. Πρέπει να τηρηθεί, και τηρείται με επιτυχία από την Αγγελική Μαρίνου, μια μετρημένη αδρότητα στο σκηνικό εγχείρημα, η οποία εν τέλει είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση προς τον θεατή. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να αναδειχθεί και το τρυφερό βλέμμα που το κείμενο στρέφει προς όλα τα ανθρώπινα όντα.
Η σκηνή της Μαζώχτρας στήνεται σε έναν απέριττο χώρο, με τα προσίδια και αναγκαία αντικείμενα, με απλές ενδυματολογικές (Ζωή Αρβανίτη) και διακριτικές φωτιστικές (Γιώργος Αγιαννίτης) και αναγνωρίσιμες ως προς την ιστορική αναφορά μουσικές επιλογές (Βασίλης Κουτσιλιέρης). Παραταύτα δεν επιφυλάσσει κανέναν ιδιαίτερο χώρο στην αφήγηση: η αφήγηση είναι η δράση, σωματική (Μαργαρίτα Τρίκκα) ή ομιλιακή. Οι ηθοποιοί, κυρίως ο Θοδωρής Θεοδωρίδης και ο Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, φροντίζουν τα αφηγηματικά τμήματα της νουβέλας να παρενείρονται στον ρόλο, να γίνονται οικείος λόγος των προσώπων και να σκεδάζεται έτσι η απόσταση που δημιουργεί μια διασκευή. Αυτή η τεχνική αφήνει την αίσθηση του παιχνιδίσματος, μιας προσθοπίσθιας χορευτικής κίνησης που δένει, χωρίς να ταυτίζει, το δραματικό πρόσωπο με τον ηθοποιό ─ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της παράστασης.
Παράσταση απλή, αλλά επιμελώς σχεδιασμένη· μπορεί και δείχνει το οφίδιο του ερωτικού μίσους χωρίς να χάνει το χιούμορ και την τρυφερότητα προς τα ανθρώπινα· αναδεικνύει τη λογοτεχνική αρετή και την έξυπνη υποκριτική. Αφήνει δε έναν αξιοπρόσεκτο κωδίκελλο στην κληρονομιά του συγγραφικού ονόματος και του μη ψυχογραφικού ρεαλισμού. Νομίζω ότι ο Παπακωνσταντίνου κάνει χαρούμενους τους ηθοποιούς του.
* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου