Η λύση του ελληνικού προβλήματος περνάει μέσα από ιδιωτικές επενδύσεις
Αυτές τις ημέρες οι περισσότερες δυνάμεις του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα μιλάνε για ανάπτυξη (growth, development), για δημιουργία αξίας (value creation) από την οικονομική δραστηριότητα, σαν βασικές προϋποθέσεις για την έξοδο της Ελλάδας από την οικονομική κρίση. Ανάπτυξη όμως είχαμε και πριν από την κρίση, αλλά όπως προκύπτει δεν ήτανε διατηρήσιμη ανάπτυξη, αλλά μια βραχύβια και περαστική ανάπτυξη, βασισμένη στην κατανάλωση πόρων που προέρχονταν από δανεισμό ή/και επιδοτήσεις, που εξανεμίστηκε ταχύτατα και η χώρα βυθίστηκε στην κρίση.
Εκείνο επομένως στο οποίο πρέπει να στοχεύουμε κατ’ ελάχιστο είναι μια διατηρήσιμη ανάπτυξη, δηλαδή ανάπτυξη που οι θετικές της επιπτώσεις θα διαρκέσουν και θα αντέξουν στη ροή του χρόνου.
Με την διατηρήσιμη ανάπτυξη αντιμετωπίζεται το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας, αφού δημιουργούνται θέσεις εργασίας που διατηρούνται μέσα στο χρόνο. Επίσης αντιμετωπίζεται και το πρόβλημα του εμπορικού ισοζυγίου. Οι εξαγωγές ενισχύονται, ενώ μειώνονται οι εισαγωγές. Η διατηρήσιμη ανάπτυξη αποτελεί και την απάντηση στις ανάγκες κρατικών εσόδων. Με πρόχειρους υπολογισμούς, μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 10% θα μπορούσε να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα κατά 11.3%. Επίσης, με την διατηρήσιμη ανάπτυξη παύει η Ελλάς να είναι η αναξιοπαθής πτωχεύσασα που παρακαλεί να γίνει αναδιαπραγμάτευση των δανείων, τα οποία βέβαια δεν θα μπορέσει να πληρώσει ποτέ, και γίνεται μια χώρα σε πορεία ανάκαμψης, που μπορεί να εμπιστευθούν οι πιστωτές της και επομένως έχουν και την διασφάλιση ότι μπορούν να επαναδιαπραγματευθούν μαζί της, με βάση και εγγύηση την θετική αναπτυξιακή της πορεία.
Πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε για τα δάνεια, και να συζητάμε το πως θα πετύχουμε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Ποιες είναι οι κύριες προϋποθέσεις και οι παράγοντες μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης;
Η πρώτη προϋπόθεση είναι αυτή της ανοικτής οικονομίας και η εξωστρέφεια. Ένας από τους βασικούς λόγους που η Ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σήμερα τόσα προβλήματα είναι ότι σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκε με κυρίαρχο τον κρατικό τομέα και με προστατευτισμό. Σήμερα οι αγορές είναι διεθνείς, και η επιβίωση οποιουδήποτε μοντέλου απαιτεί την ανταγωνιστικότητα ενός προϊόντος/υπηρεσίας στην διεθνή αγορά. Κάπου εκεί στοχεύουν -εν μέρει- και οι περίφημες μεταρρυθμίσεις των πιστωτών της Ελλάδας, και οι εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία μέχρι σήμερα.
Η δεύτερη προϋπόθεση της διατηρήσιμης ανάπτυξης είναι ο σημαντικός περιορισμός του Κράτους, τόσο σε μέγεθος όσο και αρμοδιότητες και λειτουργίες. Και η απλοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος. Το Κράτος στην Ελλάδα είναι ο μεγάλος περιοριστικός παράγοντας ορθής οικονομικής λειτουργίας. Το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα στην Ελλάδα είναι προσανατολισμένο στις λειτουργίες και τις ανάγκες του Κράτους, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Το υπερτροφικό και προβληματικό Κράτος παράγει ελάχιστη αξία, ενώ έχει υπερβολικές ανάγκες χρηματοδότησης, που με τη σειρά τους οδηγούν σε υπερφορολόγηση. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το ίδιο ισχύει και με το ασφαλιστικό σύστημα. Ο Στέφανος Μάνος αναφέρει ότι στη δεκαετία 2000-2014 τα ασφαλιστικά ταμεία επιδοτήθηκαν με 200 δις από το Κράτος.
Η τρίτη προϋπόθεση της διατηρήσιμης ανάπτυξης είναι οι επενδύσεις, και δη οι ιδιωτικές, που αποτελούν και το κρίσιμο κομμάτι των επενδύσεων, και μάλιστα σε επενδύσεις επιπλέον των άμεσων ξένων επενδύσεων και των αποκρατικοποιήσεων που συνήθως προσελκύουν τα φώτα της δημοσιότητας.
Οι επενδύσεις διακρίνονται σε δημόσιες και ιδιωτικές. Εκτιμάται ότι για να πετύχουμε διατηρήσιμη ανάπτυξη, στην επόμενη πενταετία θα πρέπει να γίνουν συνολικά στην Ελλάδα νέες επενδύσεις ύψους 100 δις ΕΥΡΩ, ή 20 δις ΕΥΡΩ τον χρόνο κατά μέσο όρο.
Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν θετικά χαρακτηριστικά μεν, αλλά κατά κανόνα συμβάλουν βοηθητικά στην διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αν πάρουμε για παράδειγμα ένα δημόσιο έργο, π.χ. ένα αυτοκινητόδρομο, μόλις το έργο τελειώσει εξανεμίζονται οι θετικές του επιπτώσεις στην εργασία, αφού οι περισσότεροι εργάτες στο έργο είναι προσωρινοί. Υπάρχει βέβαια η θετική του επίπτωση στις μεταφορές και τις συγκοινωνίες, αλλά αυτή είναι σχετικά μικρή και έμμεση σε όρους αναπτυξιακούς. Διατηρήσιμη ανάπτυξη σημαίνει νέες θέσεις εργασίες που δεν εξαφανίζονται μετά από κάποιο διάστημα, σημαίνει εργαζόμενους που πληρώνουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές όλο το χρόνο για πολλά χρόνια, σημαίνει αύξηση της φορολογητέας ύλης. Παρόλο λοιπόν που τα δημόσια έργα είναι καλά για τους πολιτικούς, ειδικά όταν έρχεται η ώρα των εγκαινίων, όσον αφορά την διατηρήσιμη ανάπτυξη οι επιπτώσεις τους είναι περιορισμένες. Σε ποσοτικούς όρους, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του 2016 ανέρχεται σε 6.75 δις ΕΥΡΩ.
Από την άλλη μεριά, οι ιδιωτικές επενδύσεις μπορεί -αν ισχύουν και οι λοιπές προϋποθέσεις- να οδηγήσουν την Ελληνική Οικονομία σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Κατά καιρούς έχουν γίνει πολλές μελέτες που αφορούν τους τομείς και κλάδους της οικονομίας στους οποίους θα πρέπει να γίνουν οι ιδιωτικές επενδύσεις προκειμένου να έχουν ικανοποιητική απόδοση και για τους επενδυτές και για την Ελληνική Οικονομία. Οι κλάδοι και τομείς που συνήθως προτείνονται είναι ο τουρισμός, η ενέργεια, οι μεταφορές, τα τρόφιμα, και οι τεχνολογίες πληροφορίας και γνώσεως, όπως η παραγωγή λογισμικού. Αξιοσημείωτο είναι στους κλάδους αυτούς δεν περιλαμβάνεται η οικοδομή και οι κατασκευές, που έχουν καταρρεύσει. Κάθε κλάδος έχει τα υπέρ και τα κατά, το βέβαιο όμως είναι ότι έδαφος υπάρχει για να γίνουν επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα, εκεί δηλαδή που έχει την μέγιστη επίπτωση για την διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Συχνά η συζήτηση για τις επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα εστιάζεται στις άμεσες ξένες επενδύσεις, δηλαδή τις επενδύσεις που κάνουν ξένα φυσικά και νομικά πρόσωπα αγοράζοντας εταιρείες, ακίνητα, χτίζοντας ξενοδοχεία, κατασκευάζοντας εργοστάσια. Η σχετική συζήτηση προσδίδει ένα μεταφυσικό χαρακτήρα στις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ). Οι ΑΞΕ συνήθως αφορούν μεγάλες παραγωγικές μονάδες ή επιχειρήσεις, και είναι λίγες σε αριθμό. Ακόμη και στις καλύτερες μέρες του παρελθόντος, οι ΑΞΕ δεν ήταν ικανές από μόνες τους να κινήσουν την ανάπτυξη. Ενώ λοιπόν είναι δημοφιλείς σαν ειδησεογραφικό θέμα, οι ΑΞΕ δεν αποτελούν την μοναδική λύση. Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι οι σχετικές συζητήσεις πραγματοποιούνται «εν κενώ» ποσοτικών στοιχείων. Λίγο ως πολύ, το συμπέρασμα είναι ότι οι ΑΞΕ θα μας σώσουν. Αυτές οι συζητήσεις στερούνται εμπειρικού υποβάθρου. Ποτέ μέχρι σήμερα στην Ελλάδα οι ΑΞΕ δεν έπαιξαν καθοριστικό και κυρίαρχο ρόλο στην Ελληνική Οικονομία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να παίξουν τέτοιο ρόλο στο μέλλον.
Ακολουθώντας μια μετριοπαθή οδό, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να υποδεχθεί ΑΞΕ τουλάχιστον στο επίπεδο του 2% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, τον μέσο όρο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή περίπου 3,7 δις ΕΥΡΩ (το 2015 το ΑΕΠ ήταν 185 δις ΕΥΡΩ). Επομένως, αν οι ΑΞΕ ανέλθουν σε 3.7 δις ΕΥΡΩ, πρέπει να γίνουν ακόμη νέες επενδύσεις ύψους 14.3 δις ΕΥΡΩ.
Οι πολυδιαφημισμένες ιδιωτικοποιήσεις μπορεί να είναι ένα μίγμα από ΑΞΕ και επενδύσεις ιδιωτικού τομέα άλλης προέλευσης. Για παράδειγμα, η επένδυση στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού θα ανέλθει σε 8 δις ΕΥΡΩ σε βάθος δεκαετίας. Την επένδυση έχουν αναλάβει η Lamda Development S.A. και το Global Investment Group που απαρτίζεται από την εταιρεία Eagle Hills από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τον κινεζικό όμιλο Fosun Group και τον όμιλο Λάτση. Αν δεχθούμε ότι η επένδυση αυτή είναι γραμμική, τότε κάθε χρόνο επενδύεται 0.8 δις ΕΥΡΩ στην Ελληνική οικονομία. Συνοψίζοντας, για να πετύχουμε τον στόχο των 20 δις ΕΥΡΩ νέων επενδύσεων ανά έτος για τα επόμενα πέντε χρόνια, θα πρέπει να γίνουν 13,5 δις ΕΥΡΩ νέες επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα κάθε χρόνο, επιπλέον των ΑΞΕ και της ιδιωτικοποιήσεως στο Ελληνικό. Είναι κάτι τέτοιο εφικτό; Οι δημόσιες επενδύσεις είναι ήδη προγραμματισμένες, και δεν προβλέπεται να γίνουν νέες επιπρόσθετες δημόσιες επενδύσεις. Άρα το υπολειπόμενο ποσό θα πρέπει να καλυφθεί από ιδιωτικές επενδύσεις των Ελλήνων στην Ελλάδα. Υπάρχουν όμως οι σχετικές αποταμιεύσεις που θα χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις ύψους 13,5 δις ΕΥΡΩ;
Ακολουθώντας μια απλουστευμένη προσέγγιση, τουλάχιστον 50 δις ΕΥΡΩ βρίσκονται στα στρώματα και τα μαξιλάρια, ή σε τράπεζες εκτός Ελλάδος. Αυτές είναι οι καταθέσεις που «φύγανε» από το Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα στη διάρκεια της κρίσης και δεν έχουνε ξοδευτεί ακόμα σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, ή σε συμπλήρωμα εσόδων των νοικοκυριών, και παραμένουν ακόμη εκτός τραπεζικού συστήματος. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει ότι δυνητικά υπάρχουν χρηματικά αποθέματα που θα μπορούσαν να επενδυθούν, έστω και εάν είναι σήμερα εκτός Ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Είναι όμως ρεαλιστικό να αναμένει κανείς τέτοιες επενδύσεις; Αρκεί η ύπαρξη και διαθεσιμότητα των χρηματικών πόρων; Θα προχωρήσουν δηλαδή οι εν δυνάμει Έλληνες επιχειρηματίες στη σύσταση και τη λειτουργία νέων επιχειρήσεων στην Ελλάδα;
Αν υπολογίσει κανείς τους φόρους εισοδήματος που πληρώνει μια ιδιωτική επιχείρηση στην Ελλάδα -τα ποσοστά αγγίζουν το 50% - αλλά και το ότι μια επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να προκαταβάλει το 100% του φόρου επι των κερδών της προηγουμένης χρήσεως, βλέπει ότι το φορολογικό καθεστώς αποθαρρύνει όχι μόνο νέες επενδύσεις, αλλά συνολικά το επιχειρείν. Αν προσθέσουμε και τις ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, η εικόνα είναι ιδιαίτερα αρνητική. Η ταφόπετρα μπαίνει με την αφόρητη γραφειοκρατία που επιβάλλει το υπερτροφικό Κράτος, και υπολογίζεται ότι αυξάνει το λειτουργικό κόστος μιας επιχείρησης κατά 16%.
Για να γίνουν επενδύσεις από τους Έλληνες στην Ελλάδα, θα πρέπει να μειωθούν δραστικά οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές, οπότε οι όποιες αποταμιεύσεις έχουν απομείνει, θα μπορέσουν να διοχετευθούν σε επενδύσεις.
Εδώ έγκειται και ένα από τα θεμελιώδη παράδοξα του προγράμματος μεταρρυθμίσεων των πιστωτών της Ελλάδας. Υποτίθεται ότι το πρόγραμμα αυτό στοχεύει στην αποδυνάμωση του κράτους και την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά με την φορολογική καταιγίδα και την υπερβολική επιβάρυνση που προκύπτει από τις αδυναμίες του ασφαλιστικού συστήματος, αυτή η ιδιωτική πρωτοβουλία οδηγείται σε εξόντωση. Μέσα στην πενταετία 2008-2013, το σύνολο των απασχολουμένων στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας μειώθηκε από 3,74 εκατ. κατά 25,5% σε 2,78 εκατ. Την ίδια περίοδο, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων παρέμεινε σταθερός.
Δεν είναι τυχαίο το ότι οι περισσότερες από τις νέες επιχειρήσεις σήμερα στην Ελλάδα είναι στον χώρο της διασκέδασης και πρόχειρης εστίασης (καφενεία, σουβλατζίδικα, πρόχειρο φαγητό) και έχουν πελατεία κατά τεκμήριο τους άνεργους νέους, που έτσι όπως πάει η οικονομία δεν θα βρουν ποτέ δουλειά.
Πρέπει εδώ να σημειώσω ότι ένας άλλος μεγάλος επιβαρυντικός παράγοντας που θα πρέπει να ξεπεράσει η ελληνική οικονομία είναι η αναπλήρωση του κενού που έχει δημιουργήσει στις επενδύσεις ιδιωτικού τομέα η κατάρρευση του κλάδου των οικοδομών και κατασκευών. Που επισημαίνει ότι το πόνημα δεν είναι μόνο ποσοτικό, αλλά και ποιοτικό. Πρέπει δηλαδή να αλλάξει και το αναπτυξιακό μοντέλο. Δεν αρκεί να κάνουμε ό,τι κάναμε πριν την κρίση. Πρέπει να κάνουμε κάτι καινούργιο.
Τα παραπάνω δημιουργούν μια πρόκληση προς τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας που φιλοδοξούν να αναλάβουν σύντομα την διακυβέρνηση της χώρας. Θα πρέπει:
- να συρρικνώσουν το Κράτος με ταχείες και αποφασιστικές κινήσεις, και να μειώσουν δραστικά την άμεση και έμμεση φορολόγηση
- να απλοποιήσουν το ασφαλιστικό σύστημα και να μειώσουν δραστικά τις εισφορές, και
- να διαπραγματευθούν με τους πιστωτές της χώρας ένα πρόγραμμα μέτρων που θα διαμορφώσουν θετικό φορολογικό και θεσμικό πλαίσιο για ιδιωτικές επενδύσεις και το επιχειρείν.
Οι στόχοι αυτοί δεν είναι κάτι καινούργιο, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς και είναι εφικτοί. Με την συρρίκνωση του Κράτους και την απλοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος, θα μειωθούν τα έξοδα, οπότε θα μειωθούν αντίστοιχα και τα απαιτούμενα φορολογικά έσοδα και οι κρατήσεις του ασφαλιστικού. Αντί να αυξάνονται οι φόροι, πρέπει να μειώνονται τα έξοδα ενός Κράτους που εν πολλοίς είναι άχρηστο και τοξικό. Αντί να πληρώνουμε όλο και περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές θα πρέπει να απλοποιήσουμε το ασφαλιστικό σύστημα μειώνοντας δραστικά το κόστος του.
Οι πιστωτές της χώρας, θα πρέπει να αποφασίσουν κατά πόσον επιθυμούν να έχουν μια Ελλάδα ανάπηρη αναπτυξιακά και μεσοπρόθεσμα ανίκανη να ξεπληρώσει τα χρέη της, ή μια Ελλάδα που μπαίνει σε διατηρήσιμη αναπτυξιακή πορεία και θα μπορέσει να ξεπληρώσει ένα μέρος των χρεών της. Δεν μπορεί να τα έχουν όλα, όσο και αν το επιθυμούν. Το σημαντικό είναι να συνειδητοποιήσουν τον μεγάλο κίνδυνο τον οποίο διατρέχει η Ελλάδα, αλλά και οι ίδιοι. Να καταστραφεί εντελώς ο επιχειρηματικός ιδιωτικός ιστός της Ελλάδας και να χάσουν τα χρήματα τους, αφού μια χώρα χωρίς επιχειρήσεις δεν μπορεί να παράξει πλούτο για να αποπληρώσει έστω και μερικά τα δάνεια της.
Την κύρια πολιτική ευθύνη όμως για όσα συμβαίνουν -και δεν συμβαίνουν- στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα σήμερα την έχουν τα κόμματα που έχουν κυβερνήσει μέχρι και την περίοδο της κρίσης. Όλα ανεξαιρέτως «προστατεύουν» τον δημόσιο τομέα και τους πελάτες τους που κατοικοεδρεύουν εκεί, απλά και μόνο επειδή σήμερα -όπως και τα τελευταία δέκα χρόνια- είναι περισσότεροι από εκείνους στον ιδιωτικό τομέα.
Η συνέχιση της πολιτικής αυτής από μια νέα κυβέρνηση θα σημάνει την οριστική καταστροφή και απαξίωση του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα. Ο κ. Μητσοτάκης έχει δύο επιλογές. Ή θα πορευτεί στον ίδιο δρόμο με τους προκατόχους του, οπότε μπορεί και να αναδειχθεί ως ο πολιτικός ηγέτης που σφράγισε την χρεωκοπία της Ελλάδας και -πιθανότατα- και την έξοδο της από την ευρωζώνη, ή θα τολμήσει να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες ριζικές αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα για να επιβιώσει.
*Ο Νίκος Μορόπουλος είναι Σύμβουλος Εταιρικών Μετασχηματισμών (MSc)