Αμερικανικές Προεδρικές Εκλογές 2016: Μια αναμέτρηση από τα παλιά
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι προεδρικές εκλογές στην Αμερική ενθουσίαζαν το κοινό τόσο εντός όσο και εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Πόσο μάλλον σήμερα, που οι ειδήσεις είναι κατά πολλούς ένα κυλιόμενο σόου, με κάθε 24ωρο να φέρνει τα δικά του «sound bytes» και «top stories».
Με την νίκη της Δύσης στον Ψυχρό Πόλεμο και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο πρόεδρος των Η.Π.Α. έλαβε από το παγκόσμιο κοινό και τον τίτλο του παγκοσμίου ηγέτη ή «πλανητάρχη», αναδεικνύοντας ακόμα πιο ισχυρή την δύναμή του σε παγκόσμια θέματα. Σε ότι αφορά το κλίμα που επικρατεί στην σημερινή παγκόσμια οικονομική και πολιτική σκηνή, ίσως να μην διαφέρουν οι συγκυρίες τόσο συγκριτικά με τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Μήπως ισχύει το ίδιο και για τις προεδρικές εκλογές στις Η.Π.Α.;
Η ιστορία μας είναι γνώριμη: ένας δισεκατομμυριούχος αναλαμβάνει πρωτοβουλίες να οδηγήσει την Αμερική από την κατάρρευση στο όνειρο, υποστηρίζοντας ότι θα αλλάξει τις λανθάνουσες, χρονοβόρες, και γραφειοκρατικές διαδικασίες του Αμερικανικού δημοσίου τομέα. Υπόσχεται ότι θα κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο υπάρχον σύστημα ούτως ώστε να λειτουργεί με κανόνες και ρυθμούς επιχείρησης και να υπηρετεί καλύτερα (και πιο οικονομικά) τους πολίτες. Υπόσχεται να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του λαού, όχι των συμφερόντων και των lobby. Το στρατόπεδο Clinton ανησυχεί, διότι τα ποσοστά που συγκεντρώνει ο αντίπαλος είναι πολύ υψηλά. Το έτος, φυσικά, είναι 1992 και το στρατόπεδο George H.W. Bush ανησυχεί ακόμη περισσότερο.
Οι ανεξάρτητοι στο προσκήνιο
Σε μια χώρα στην οποία τα ΜΜΕ αφοσιώνονται πλήρως στα δύο μεγάλα κόμματα της Αμερικανικής πολιτικής σκηνής, πολλοί μπορεί να ξεχνούν ότι υπάρχουν κόμματα και ανεξάρτητοι υποψήφιοι που ενίοτε διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε σχέση με το τελικό ποσοστό που θα λάβει ο εκάστοτε εκλεκτός των Δημοκρατικών ή Ρεπουμπλικανών. Οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι και οι λεγόμενοι «outsider» μπορούν ανά πάσα στιγμή να αλλάξουν την πορεία των εκλογικών εξελίξεων και αναμετρήσεων, όπως και συμβαίνει ανά τακτά (εκλογικά) διαστήματα.
Στην πρόσφατη πολιτική ιστορία, o Τεξανός δισεκατομμυριούχος Ross Perot, ως ανεξάρτητος υποψήφιος για την προεδρία των Η.Π.Α. το 1992, συγκέντρωσε 18.9% (συμβάλλοντας εμμέσως στην εκλογή του Bill Clinton). Στις επόμενες προεδρικές εκλογές, αυτές του 1996, ο Ross Perot ήταν υποψήφιος με το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα (Reform Party) αποσπώντας το 8.4% των ψήφων χωρίς όμως να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι τα ποσοστά αυτά μπορεί να απέχουν αρκετά από αυτά που χρειάζονται για την εκλογή προέδρου, όμως βάσει του Αμερικανικού συστήματος των εκλεκτόρων, ο νικητής της κάθε πολιτείας με οποιοδήποτε ποσοστό, παίρνει όλους τους εκλέκτορες της εν λόγω πολιτείας («winner takes all,»), συνεπώς, αναμφισβήτητα, ένας τρίτος ή τέταρτος υποψηφίος έχει την δυνατότητα να στερήσει την πρώτη θέση από τα φαβορί.
Κάτι παρόμοιο συναντάμε και αργότερα, το 2000, όταν ο Ralph Nader, υποψήφιος με το κόμμα των Πρασίνων (Green Party), λαμβάνει στις προεδρικές εκλογές ποσοστό 2,74% και θεωρείται πλέον ένας από τους κυρίως λόγους που ο Al Gore έχασε τις διαφιλονικούμενες εκείνες εκλογές. Το σημείο αναφοράς εκείνων των εκλογών είχε να κάνει με την Florida, όπου η εν λόγω πολιτεία αδυνατεί να βγάλει νικητή την επομένη των εκλογών. Συγκεκριμένα, ο George W. Bush είχε λάβει μόλις 537 περισσότερες ψήφους από τον αντίπαλο του Al Gore, και κέρδιζε την πολιτεία με τους Δημοκρατικούς να ζητούν επιτακτικά επανάληψη της καταμέτρησης των ψήφων. Τελικώς και κατόπιν αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. (!) στις 12 Δεκεμβρίου 2000 (πάνω από ένα μήνα μετά τις εκλογές) η Florida δίνεται στους Ρεπουμπλικανούς και ο George W. Bush ανακηρύσσεται 43ος πρόεδρος των Η.Π.Α. Η Florida, μία από τις καθοριστικής σημασίας πολιτείες, δίνοντας τους 25 εκλέκτορες που της αναλογούσαν στον George W. Bush, έχρισε πρόεδρο με μια και μόνο ψήφο (εκλέκτορα). Ο ρόλος του Nader σε αυτό; Έχει αποσπάσει (μόλις) 100.000 ψήφους στη Florida, που ήταν όμως αρκετές για να διαμορφώσουν το αποτέλεσμα.
Η επανεκλογή του George W. Bush δεν επεφύλασσε εκπλήξεις. Η πορεία της οικονομίας, η τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, καθώς επίσης και ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003 ώθησαν το Αμερικανικό εκλογικό σώμα να μην αποζητήσει μία αλλαγή ηγεσίας εν μέσω κρίσεων.
Ο καθοριστικός ρόλος των «outsider»
Το τέλος της δεύτερης θητείας του George W. Bush δεν φέρνει στο προσκήνιο «τρίτους» υποψηφίους και εναλλακτικά κόμματα, αλλά μια πραγματική ιστορία νίκης των «outsider». Ίσως μετά από τα οκτώ χρόνια της προεδρίας Obama να είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς πόσο απίθανο φάνταζε για έναν (σχετικά) νέο Αφρο-Αμερικανό να διεκδικήσει σοβαρά το χρίσμα ενός εκ των δύο μεγάλων κομμάτων. Παρόλα αυτά, ο γερουσιαστής από το Illinois, Barack Obama, στηριζόμενος στο νεαρό της ηλικίας του, στην ομολογουμένως εκπληκτική χαρισματικότητά του, στο μήνυμα αισιοδοξίας που απέπεμπε, και στις συγκυρίες που ήθελαν τους Ρεπουμπλικανούς να έχουν χάσει την αξιοπιστία τους (λόγω της εμπλοκής στο Ιράκ κυρίως) και βοηθούμενος από έναν κορεσμό όσον αφορά την οικογένεια Κλίντον, κατάφερε το ακατόρθωτο: καταρχάς να κινητοποιήσει την βάση του Δημοκρατικού κόμματος εναντίον των λεγόμενων Clintonistas που ήλεγχαν (και συνεχίζουν να ελέγχουν) τον κομματικό μηχανισμό των Δημοκρατικών και έπειτα να «κερδίσει» τον μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο. Ο Obama λοιπόν, ενώ θεωρείτο ένας εκ των πολλών «κομπάρσων» στις ενδοκομματικές εκλογές των Δημοκρατικών, πήρε το χρίσμα του Κόμματος και έπειτα την προεδρία της χώρας ως «outsider». Αυτό το κατάφερε στηριζόμενος στις ψήφους διαμαρτυρίας – αλλά και ελπίδας – των Αμερικανών ψηφοφόρων το 2008, καθώς η χώρα βρισκόταν αντιμέτωπη με μια παγκόσμια οικονομική κρίση που πολλοί αναλυτές πίστευαν ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί παρόμοια σε κλίμακα με αυτή του 1929.
Ερχόμενοι στο παρόν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πολιτικό τοπίο που θα πρέπει να μας προβληματίσει για το εάν μας θυμίζει περισσότερο το 1992 ή το 2008.
Μαθαίνοντας από το παρελθόν (;)
Το Δημοκρατικό κόμμα φάνηκε να πήρε το μάθημά του, όπως και η ίδια η Hillary Clinton, της οποίας η πολυαναμενόμενη «φιέστα» χάλασε, αναγκάζοντάς την να περιμένει οκτώ χρόνια έως την επόμενη φορά που θα μπορούσε να διεκδικήσει με αξιώσεις την προεδρεία. Συνεπώς, το 2016 το Δημοκρατικό κόμμα πήρε τα μέτρα του προωθώντας χαμηλόβαθμα στελέχη του Κόμματος στις ενδοκομματικές εκλογές, τα οποία εύκολα θα παραμερίζονταν, αφήνοντας την ηγεσία στην εκλεκτή υποψήφια του κομματικού μηχανισμού. Όμως και πάλι το Κόμμα αιφνιδιάστηκε με την δυναμική του γερουσιαστή από το Vermont, Bernie Sanders, ο όποιος όμως, εν αντιθέσει με τον Obama οκτώ χρόνια πριν, στήριξε την δυναμική του με μηνύματα θυμού, αγανάκτησης, και κοινωνικής δικαιοσύνης, και τα οποία είχαν για άλλη μια φορά πολύ μεγάλη απήχηση στην κομματική βάση. Μια βάση που πλέον θεωρεί ότι το κυρίως πρόβλημα είναι το κατεστημένο και πως κάποιος ακόμη πιο αντισυστημικός από τον Obama χρειάζεται για να επιφέρει την πολυπόθητη αλλαγή. Ως φυσικό επακόλουθο αποτέλεσε και η επιλογή του Sanders να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών και να μην κατέβει ως ανεξάρτητος υποψήφιος. Οι φωνές διαμαρτυρίας από τον Sanders και τους υποστηρικτές του για αλλοιώσεις αποτελεσμάτων σε ενδοκομματικές εκλογικές αναμετρήσεις και για ανήθικες τακτικές άλλων υποψηφίων και υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματος, με επίκεντρο τα γεγονότα στην Καλιφόρνια, επιβεβαίωσαν ότι όλα δεν είναι ανθηρά και ρόδινα στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Ο Sanders τελικά υπέκυψε, και ο κομματικός μηχανισμός – όπως αναμενόταν από το 2008 – ανέδειξε την Hillary Clinton ως υποψήφια για την προεδρεία των Η.Π.Α .
Αυτό όμως που δεν κατάφερε η βάση των Δημοκρατικών το κατάφερε η βάση των Ρεπουμπλικανών: η ενδοκομματική εκλογή του Donald Trump έναντι πολλών «αστέρων» του κόμματος όπως οι Ted Cruz, Marco Rubio, και ενός ακόμη γόνου της οικογενείας Bush (ο Jeb), ήρθε να ταρακουνήσει το Κόμμα και την Αμερικανική κοινή γνώμη. Μετά από σφοδρή αντίσταση, όπως ακριβώς και με την περίπτωση του Bernie Sanders από τον μηχανισμό του Δημοκρατικού κόμματος, ο Donald Trump βγήκε νικητής έχοντας κερδίσει το πολυπόθητο χρίσμα και με πρωτοκλασάτους Ρεπουμπλικανούς να αρνούνται να τον στηρίξουν ακόμη και σήμερα (π.χ. John MacCain, Lindsey Graham, Mitt Romney, και πολλοί άλλοι). Η επιτυχία του Donald Trump εστιάζεται στο σκεπτικό ότι ένας δισεκατομμυριούχος δεν θα έχει ανάγκη από «Super PACs» και χορηγίες από συμφέροντα («lobby»), και συνεπώς θα μπορεί πιο εύκολα να φέρει εις πέρας τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Εν τω μεταξύ το στρατόπεδο της Hillary Clinton λογικά ανησυχεί με τις εξελίξεις, και όχι μόνο επειδή ζει ένα έντονο déjà vu του 1992, αλλά επειδή στο πρόσωπο του Donald Trump διασταυρώνονται δύο προβληματικά για τους Δημοκρατικούς χαρακτηριστικά: η δύναμη του «outsider» που καθορίζει τις εξελίξεις, όπως συνέβη με τον Perot το 1992 ή τον Nader το 2000, και η ανθρώπινη τάση να ψάχνει ελπίδα στο αδοκίμαστο. Ο Trump, όπως και ο Perot, δεν είχε ποτέ πολιτικό αξίωμα, άρα δεν εκπροσωπεί το κατεστημένο στα μάτια του Αμερικανού ψηφοφόρου. Επίσης, όπως και ο Νader, ο Trump υποστηρίζει περικοπές στην Αμερικανική χρηματοδότηση για στρατιωτικές επιχειρήσεις ανά την υφήλιο και επιστροφή θέσεων εργασίας εντός Αμερικανικών συνόρων. Συν τοις άλλοις, δεσμεύεται ότι θα προωθήσει αλλαγές προκειμένου να υπάρχει περισσότερη δικαιοσύνη για τον μέσο πολίτη, ακριβώς όπως υποστήριζε και ο Sanders. Έχει όμως και την υποστήριξη της βάσης – και ας έχει απολέσει την υποστήριξη πολλών ιστορικών προσωπικοτήτων, καθώς και μελών επιρροής – του κόμματος των Ρεπουμπλικανών. Με αυτά υπέρ του, η υποψηφιότητα Trump φυσικά και δημιουργεί ανησυχία στο στρατόπεδο των Κλίντον, καθώς από τη μία πλευρά έχει τα κύρια χαρακτηριστικά ενός «outsider» και από την άλλη το χρίσμα ενός εκ των δύο μεγάλων κομμάτων.
Εν κατακλείδι
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι οι εκλογές, βάσει της βούλησης της βάσης των δύο κομμάτων έπρεπε να ήταν μεταξύ των Trump και Sanders με όποιο αποτέλεσμα επέφερε αυτό. Από την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις υποψηφιότητες των υπολοίπων κομμάτων με κυριότερες τις υποψηφιότητες των Gary Johnson (Libertarian Party) και Jill Stein (Green Party), οι οποίοι μπορεί να κάνουν την διαφορά όπως έκαναν κάποτε ο Perot ή ο Nader. Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα είναι πολύ πιθανό ότι όποιος και να εκλεγεί θα βρεθεί αντιμέτωπος με διαδικασίες αποπομπής (impeachment process) από το Αμερικανικό Κογκρέσο και με μεγάλες πιθανότητες απομάκρυνσής τους από το προεδρικό αξίωμα. Ο μεν Trump, λόγω του απρόβλεπτου χαρακτήρα του και της τάσης του για σύγκρουση, η δε Clinton λόγω των σκανδάλων που την πλήττουν εδώ και καιρό και που πιθανώς θα πληθύνουν με το πέρασμα του καιρού, ειδικά τώρα που το FBI πάλι άνοιξε και έκλεισε (κάπως απότομα) τον φάκελο σχετικά με την υπόθεσή της. Συνεπώς δεν θα αποτελούσε έκπληξη εάν τελικώς ο αντιπρόεδρος, όποιος και αν είναι αυτός, αργά ή γρήγορα βρεθεί στον Λευκό Οίκο ως ο επόμενος πρόεδρος των Η.Π.Α. Ούτε ο Trump, ούτε και η Clinton θα θέλουν να συζητήσουν δημόσια ένα τέτοιο σενάριο – πιθανόν επειδή οι αντίστοιχοι υποψήφιοι αντιπρόεδροι είναι αρκετά πιο ελκυστικοί στους ψηφοφόρους και από τους δύο προεδρικούς υποψηφίους.
Άραγε το πρωί της 9ης Νοεμβρίου του 2016 θα μοιάζει περισσότερο με το 1992, το 2008, ή κάτι διαφορετικό; Ένα είναι σίγουρο: είναι πάρα πολλοί, και στις Η.Π.Α. αλλά και ανά την υφήλιο, αυτοί οι οποίοι έχουν απογοητευτεί από τους πολιτικούς και ψάχνουν απεγνωσμένα λύση και ελπίδα σε «outsider».
*O Λεωνίδας Γοντζές είναι Επικεφαλής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων New York College Educational Group
*O Αλέξανδρος-Κωνσταντίνος Χοτς είναι Πολιτικός Αναλυτής και Εκπαιδευτικός