ΑΠΟΨΕΙΣ

Φωτισμός και μεγέθυνση στιγμών της καθημερινότητας

Φωτισμός και μεγέθυνση στιγμών της καθημερινότητας

ΔΑΝΑΗ ΣΟΥΛΗ

57 Σταγόνες

Εκδόσεις Γκοβόστης, Αθήνα 2016

57 σταγόνες που πέφτουν πού, αναρωτιέται κανείς: στο αχανές πέλαγος μιας αδιάφορης για όλα όσα τη συνθέτουν καθημερινότητας; στην ισοπεδωτική επιφάνεια ενός αδρανοποιημένου από τη συνήθεια χρόνου, όπου τα πρόσωπα, τα πράγματα και οι καταστάσεις συμφύρονται, έχοντας χάσει τις απαραίτητες για την επισήμανση της μοναδικότητάς τους ιδιότητες; Έχω την αίσθηση ότι στην προκειμένη περίπτωση οι σταγόνες της Δανάης Σούλη δεν πέφτουν πουθενά. Ότι έχουν εναποτεθεί προσεχτικά στις απροσμέτρητες διαστάσεις της λευκής σελίδας ή έχουν αφεθεί, ακόμα προσεχτικότερα να μετεωρίζονται επάνω στις αντικατοπτριστικές εκτάσεις της δημιουργώντας ή εν πάση περιπτώσει αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της δημιουργίας σκηνών και εικόνων αιφνίδια αποσπασμένων από την ακατάπαυστα περιστρεφόμενη γύρω από το εαυτό της κι όμως διαρκώς εναλλασσόμενη στα μάτια ενός άγρυπνου παρατηρητή πραγματικότητα.

Η Δανάη Σούλη παρακολουθεί νηφάλια και διακριτικά και καταγράφει, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, στιγμές, εικόνες και καταστάσεις με έναν τρόπο ιδιαζόντως προσωπικό, σαν ένας αποστασιοποιημένος καταγραφέας εκδοχών της καθημερινότητας αλλά και της δικής της ζωής. Με τη τεχνική ενός περιφερόμενου ή και κρυφά καραδοκούντος φωτογράφου ακινητοποιεί οτιδήποτε κρίνει ή διαισθάνεται ως ενδιαφέρον και πρόσφορο να επεξεργαστεί εν συνεχεία αφηγηματικά. Θα έλεγε κανείς ότι δρα και συμπεριφέρεται σαν μία αφηγηματική ανταποκρίτρια, ιδιαιτέρως ευαισθητοποιημένη και αμέσως ανταποκρινόμενη σε ό,τι διασπά τη συνοχή του χωρίς εξάρσεις ρέοντος χρόνου. Ελλοχεύει και συλλαμβάνει αυτό που θεωρεί η ίδια -και όχι αυτό που κατά γενική ομολογία θεωρείται- ιδιαίτερο και σημαντικό, προκειμένου να ενεργοποιήσει στη συνέχεια την ικανότητά της να προσδίδει ξεχωριστές διαστάσεις στο καθημερινό και στο κοινότοπο. Συνηθισμένα, καθημερινά συμβάντα και συνακόλουθες καταστάσεις -οι περισσότερες ενδεικτικές της επελθούσας ή της μονίμως υφέρπουσας φθοράς-, ατυχήματα, αρρώστιες, θάνατοι, λόγια, συμπεριφορές και χειρονομίες σημαντικών και ασήμαντων, γνωστών και αγνώστων προσώπων που παρελαύνουν στα μικρά αφηγήματά της, αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα και έχουν ένα ιδιάζον εκτόπισμα, χάρη στην ιδιότυπη υφολογική αποτύπωσή τους.

Έχει κανείς την αίσθηση ότι κάθε ιστορία του βιβλίου, κάθε σταγόνα, είναι το απόσταγμα μιας ψυχικής επεξεργασίας παρατηρήσεων που πραγματοποιεί ένα μονίμως περιστρεφόμενο, μέσα και έξω, άγρυπνο βλέμμα, συνοδευόμενο και υποβοηθούμενο από μιαν επίσης άγρυπνη και αεικίνητη ακοή που ακατάπαυστα καταγράφει ήχους και θορύβους ενισχυτικούς των όσων το βλέμμα φωτίζει και μεγεθύνει. Συχνά με τη βοήθεια των ήχων, σαν ωτακούστρια της τρέχουσας αλλά και της λιμνάζουσας στα βάθη της μνήμης της καθημερινότητας, η αφηγήτρια καλύπτει τα πιθανά κενά των όσων υποπίπτουν στην αντίληψή της, συρράπτει συμβάντα και καταστάσεις, δημιουργώντας παράλληλα την κατάλληλη κάθε φορά ατμόσφαιρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εν προκειμένω η αποστασιοποιημένη και σχετικά σύντομη σκιαγράφηση ανθρώπινων χαρακτήρων, ανθρώπων που διαδραμάτισαν άλλος σημαντικό και άλλος ασήμαντο ρόλο στη ζωή της, καταγράφοντας εκφράσεις, κινήσεις και χειρονομίες τους. Ανθρώπων που τους βλέπει ο αναγνώστης να αναδύονται και να επιπλέουν στην επιφάνεια της αφήγησης, στο φως ενός αφηγηματικά επανιδρυθέντος παρόντος, σαν αποσπασμένοι για λίγο από άλλα, ευρύτερα και συνθετότερα αφηγηματικά σύνολα.

danai

Θέλω να πω μ' αυτό ότι σε πολλά, αν όχι στα περισσότερα αφηγήματα της Δανάης Σούλη έχει κανείς την εντύπωση ότι πρόκειται για αποσπάσματα από άλλα, μεγαλύτερα κείμενα, σαν ένα είδος εισαγωγής, σαν ένας αιφνίδιος και μεγεθυντικός φωτισμός ιδιαίτερων χαρακτηριστικών προσώπων ή χώρων, ανοιχτών ή κλειστών, σαν η αφηγήτρια να θέλει να προετοιμάσει τον αναγνώστη για κάτι που θα ακολουθήσει, μόνο που αυτό το κάτι δεν συμβαίνει ποτέ ή, εν πάση περιπτώσει, συμβαίνει σπανίως και μάλιστα με τρόπο διαφορετικό από τον αναμενόμενο. Πράγμα που υποψιάζομαι ότι μπορεί να οφείλεται στην έμμονη, σχεδόν ερωτική σχέση που έχει αναπτύξει η Δανάη Σούλη με τη νύχτα, στους κόλπους της οποίας συστηματικά αναπλάθει τα συμβάντα, τις καταστάσεις της μέρας, υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να την κινητοποιήσουν στο πεδίο της αφήγησης. Μοιάζει να αισθάνεται και να πιστεύει ότι τα αισθήματα και οι σκέψεις γίνονται καθαρότερες, διαυγέστερες όταν κατακάθονται στο συμπαγές μπαμπάκι του σκότους, οι ήχοι γίνονται ευδιάκριτοι και ο φόβος, στο φυσικό του περιβάλλον, γίνεται κατά κάποιο τρόπο οικείος και ενίοτε παραμυθητικός. Τη νύχτα τής είναι πιο εύκολο να διακρίνει, μέσα στον ορυμαγδό των κυμάτων, τον ήχο του κύματος που σπάει στα πόδια της, του κύματος δηλαδή που προορίζεται αποκλειστικά για το άγγιγμα της δικής της ευαισθησίας, ανταποκρινόμενο απολύτως στη δική της πείρα ζωής.

danaisouli

Όπως επισημάνθηκε ήδη, η Δανάη Σούλη προσεγγίζει και μεγεθύνει λεπτομέρειες της προσωπικής της και της τρέχουσας καθημερινής πραγματικότητας, εκμεταλλευόμενη την ικανότητά της να συλλαμβάνει και τις πλέον ανεπαίσθητες κινήσεις και αλλαγές που συντελούνται στο περιβάλλον, πραγματοποιώντας μικροχειρουργικές ψυχολογικής-ψυχαναλυτικής υφής επεμβάσεις σε στάσεις και συμπεριφορές, δικές της και των άλλων. Θα μπορούσα να πω ότι τα μικρά κείμενά της συγκροτούν ένα άτυπο ημερολόγιο καταγραφής σκέψεων, αισθημάτων και μιας αδιάπτωτης παρατήρησης εσωτερικών και εξωτερικών συμβάντων, πολλά από τα οποία είναι ενδεικτικά της ενδιάθετης τάσης της συχνά να στρέφει το ενδιαφέρον της σε συμπτώματα και σε εκδοχές της φθοράς και της λύπης, χωρίς ωστόσο να δείχνει ότι εξαρτάται συναισθηματικά από αυτές, ακόμη και όταν ο λόγος της διαπερνάται από κάποια ψήγματα νοσταλγίας, πράγμα που συμβαίνει όταν τείνει να γίνει κατά κάποιο τρόπο προσωπικότερη, όταν, πάντα με άκρα διακριτικότητα, επικαλούμενη τη βοήθεια της τριτοπρόσωπης αφήγησης, καταφεύγει στην μνήμη. Αυτή την τεράστια κοιλιά, όπως λέει η ίδια, μέσα στην οποία τίποτα δεν στέγνωνε. Μέσα στην οποία “έλειπε το όριο του καθαρού και του ακάθαρτου, του ανήλικου και του ενήλικου, του αρσενικού και του θηλυκού. Το διάβρωνε η υγρασία”.

*O Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής