Τρομοκρατίας το ανάγνωσμα
Δημήτρης Μαμαλούκας. «Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών». Αθήνα, Κέδρος.
Μια τρομοκρατία, ποια τρομοκρατία;
Το εξώφυλλο του νέου μυθιστορήματος του Δημήτρη Μαμαλούκα, με τον μεγάλο κόκκινο στόχο, την παλιά φωτογραφία φοιτητικής διαδήλωσης που παραπέμπει στη δεκαετία του 1970 και σε μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πόλη, τις Ερυθρές Ταξιαρχίες στον τίτλο, συν τον αυτοπροσδιορισμό «αστυνομικό μυθιστόρημα», σίγουρα δημιουργεί περιέργεια στον αναγνώστη. Τι δουλειά έχει αυτή η παλιά τρομοκρατία, η κόκκινη ως επί το πλείστον, που τελείωσε μαζί με τον προηγούμενο αιώνα, όταν τα τελευταία μέλη των οργανώσεών της σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) κατέληξαν στη φυλακή; Ποιος και γιατί θυμάται τα ιταλικά «μολυβένια χρόνια»; Ποιος σκέφτεται σήμερα την πολιτική τρομοκρατία, όταν οι ισλαμιστές τινάζουν στον αέρα ανά τακτά χρονικά διαστήματα την Ευρώπη -και την Ασία, βέβαια, και την Αφρική, αλλά εκεί μετράει, όσο να πεις λιγότερο, όπως κι όταν χώρες ολόκληρες διαλύονται εν μία νυκτί και οι αυτουργοί της καταστροφής τους θρηνούν πάνω από τα ερείπια, αποστρέφοντας το βλέμμα από τους πρόσφυγες που ο ίδιοι δημιούργησαν;
Πυρήνες και σχέσεις
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά βρίσκονται, βέβαια, μέσα στο βιβλίο, που ανοίγει με τον κατάλογο μελών ενός κρυφού πυρήνα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, ο οποίος είχε επιχειρήσει το 1979μια απαγωγή που κατέληξε σε μακελειό. Στο παιχνίδι μπαίνει ένας συγγραφέας που αγωνιά για το τελευταίο του βιβλίο. Ένας χαφιές, ή μάλλον ένας από τους χαφιέδες του βιβλίου – θανατηφόρα βιβλία και μπόλικοι χαφιέδες έχουμε πάντα στα βιβλία του Μαμαλούκα· ένας ακροδεξιός πολιτικός με την κουστωδία του· και μια απελπισμένη μάνα, που έχει χάσει τον γιο της, φοιτητή πολιτικών επιστημών στη Μπολόνια (η σχέση με το περίφημο χτύπημα στο σταθμό τυχαία;), ο οποίος έκανε την πτυχιακή του εργασία πάνω στις Ερυθρές ταξιαρχίες. Ο νεαρός φοιτητής ονομάζεται Αλεσάντρο Φοντάνα και είναι ο πατέρας του ανήκε στις ΕΤ, στις οποίες επίσης έκανε θραύση κάποτε η σαγηνευτική του μητέρα.
Η Κιάρα, η μητέρα του, τον αναζητά εναγωνίως, απευθυνόμενη σε παλιούς συντρόφους του πατέρα του και παλιούς γνώριμους δικούς μας, από τα άλλα δύο ιταλικά αστυνομικά μυθιστορήματά του, την «Απαγωγή του εκδότη» και τη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα». Ο ένας είναι τρόπον τινά και ντετέκτιβ, ο Γκαμπριέλε Αμπιάτι, και ο Νικόλα Μιλάνο, ο γνωστός μας ελληνοϊταλός με τη μεγάλη βιβλιοθήκη σπανίων βιβλίων, που τα πουλά κι εξασφαλίζει τα προς το ζην, είναι τρόπον τινά βοηθός του. Όλα στο περίπου δηλαδή.
Η σύντροφος του Αλεσάντρο φέρνει στο φως σημαντικά στοιχεία για την υπόθεση και βρίσκει κακό μπελά. Ο Αλεσάντρο είχε επίσης, προφανώς, μιλήσει για πράγματα που δεν έπρεπε με λάθος ανθρώπους. Μετά την εξαφάνισή του, εν πάση περιπτώσει, μεγάλη αναταραχή επικρατεί ξαφνικά σε έναν ολόκληρο κόσμο ανακατεμένο ποικιλοτρόπως στις οργανώσεις του 1970 – την πραγματικότητα των οποίων αποτύπωνε εξαιρετικά το 1979 επίσης ο μεγάλος Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, στην κλασική ταινία του «Η τρίτη γενιά» - όπου πέρα από την κριτική στις θέσεις, ή καλύτερα στην έλλειψη θέσεων της γενιάς αυτής των τρομοκρατών απεικονίζει τη χειραγώγησή τους από το κράτος και την αστυνομία.
Ο Γκαμπριέλε με τον Νικόλα παίρνουν χωριστούς δρόμους στην υπόθεση, καθώς ο Γκάμπι δεν δείχνει και πολύ πρόθυμος να ασχοληθεί. Ο Νικόλα περνάει από σαράντα κύματα άλλα τόσα κρεβάτια και γλιτώνει παρά τρίχα τον θάνατο – επιδεικνύοντας μοναδική εφευρετικότητα και αδάμαστη αποφασιστικότητα. Σκοτεινά μυστικά έρχονται λοιπόν συνεχώς στην επιφάνεια και πυροδοτούν μια ακραία βία, την οποία και ο ίδιος Μαμαλούκας αποδομεί μέσα από ένα γκροτέσκο δίδυμο που συνοδεύει τον ακροδεξιό πολιτικό με το βρόμικο παρελθόν.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τον κατάλογο των μελών του κρυφού πυρήνα να συμπληρώνεται με κομμένη την ανάσα, καθώς οι ανατροπές, από ένα σημείο και μετά ειδικά, είναι συνεχείς και εμποδίζουν τις λογικές συνεπαγωγές. Οι κλασικές στον Μαμαλούκα βόλτες στην πόλη, το αλκοόλ που δίνει ελπίδα, τα ωραία αυτοκίνητα, μερικά από τα οποία ωραία καίγονται, πάνε παρέα με σκηνές κλειστοφοβίας, γνώριμές μας από την «Απαγωγή του εκδότη», σπλάτερ επεισόδια, έμμεσο σχολιασμό της πολιτικής κατάστασης τότε και τώρα (με τον οποίο κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί, άλλωστε τα έργα λειτουργούν ερήμην των προθέσεων των συγγραφέων τους πάντα), και με την αιώνια επιστροφή της Ιστορίας, ως τραγωδίας και φάρσας.
Ο δολοφόνος γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος;
Όσοι γνωρίζουν τον συγγραφέα και το έργο του, από το εξώφυλλο ήδη σκέφτονται: α, μάλιστα, ο δολοφόνος γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος. Μεθερμηνευόμενον, ο Μαμαλούκας ξαναγυρίζει στο αστυνομικό μυθιστόρημα από τη μια και στην Ιταλία από την άλλη. Το Μιλάνο ήταν ο τόπος του πρώτου του βιβλίου, «Όσο υπάρχει αλκοόλ, υπάρχει ελπίδα» (1999), που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Δημήτρη Μακρή (2002). Αστυνομικό και ελληνικό ήταν το δεύτερό του μυθιστόρημα, «Ο μεγάλος θάνατος του Βοτανικού», στο οποίο εκδιπλώνεται η δεξιοτεχνία του στο στήσιμο του θρίλερ. «Η απαγωγή του εκδότη», που ακολούθησε (2005) και «Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» (2007), δύο αστυνομικά κείμενα μεγάλης έντασης που διαδραματίζονται στην Ιταλία, περίμεναν το τρίτο της ιταλικής αστυνομικής τριλογίας, το οποίο σήμερα κρατάμε στα χέρια μας.
Στο μεταξύ, αυτά τα οχτώ χρόνια, ο Μαμαλούκας συνέχιζε στην ελληνική γραμμή του Βοτανικού, με τη «Μοναξιά της ασφάλτου», αλλά και εξερευνούσε τη δυστοπία, την επιστημονική φαντασία, αλλά και το παραμύθι - με τη δυστοπία να συνιστά, πάντως, το σταθερό σημείο αναφοράς όλων των έργων του, είτε διαδραματίζονται σε ελληνικές ή ιταλικές πόλεις, είτε σε εργοστάσια χαμένα στο πουθενά, ή σε ανώνυμες πόλεις με ανώνυμους κατοίκους. Η γκριζάδα, ως καταθλιπτική καθημερινότητα, ανία, ενοχή, τύψη, απληστία, αποπροσανατολισμός, φόβος, επιθυμία εκδίκησης έχει διαβαθμίσεις και, στο υψηλότερο σημείο της κλίμακάς της, τα μολυβένια χρόνια στον «Κρυφό πυρήνα των ερυθρών ταξιαρχιών» και η σύγχρονη κρίση με τις αντιδράσεις που γεννά συναντούν την αλληγορία της ανελευθερίας στο «Κοπέλα που σε λένε Φίνι».
Η γενιά του 2000
Ο Μαμαλούκας ανήκει στην πεζογραφική γενιά του 2000, η οποία εμφανίστηκε προσωρινά ομαδοποιημένη, υπό την πατρωνία των ΜΜΕ, συγκεντρώνοντας ποικίλες αισθητικές τοποθετήσεις και ιδιοπροσωπίες. Τόσο οι πεζογράφοι όσο και ποιητές της ίδιας περιόδου, αρνήθηκαν, ωστόσο, τον προσδιορισμό της «γενιάς», με την κλασική, γραμματολογική της έννοια, επιμένοντας στην πολυμορφία και τη διασπορά τους. Αυτό που θυμάμαι έντονα από μια συζήτηση με συγγραφείς αυτής της γενιάς-φουρνιάς, πριν από έξι-εφτά χρόνια, ήταν η ρητή δήλωση κάποιων από αυτούς ότι τους ενδιαφέρει η πλοκή αλλά όχι η γλώσσα. Ως κριτικός, είχα ερμηνεύσει ως ύφος την απουσία ύφους στα κείμενά τους, αλλά το ζήτημα ήταν είναι, όπως φαίνεται, πολύ πιο σύνθετο. Ας σημειώσουμε, πάντως, ότι η ίδια αυτή γενιά χαρακτηρίζεται από έναν κοσμοπολιτισμό και συχνά τα έργα της διαδραματίζονται σε τόπους εκτός Ελλάδας, αλλά και εκτός πραγματικότητας.
Ορέστης Καρλής
Ένα βιβλίο πολύ επίκαιρο
Επιστρέφοντας στον Μαμαλούκα, θα λέγαμε ότι το μυθιστόρημά του είναι θεματικά πολύ επίκαιρο: για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, η τρομοκρατία της περιόδου 1970-2000 έχει έρθει και πάλι στο προσκήνιο – και ήταν πολύ πιο σύνθετη από ό,τι νομίζει κανείς έως ότου τη μελετήσει· στη Γαλλία και μόνο, έχουμε επιθέσεις ακροαριστερές, σχετιζόμενες με το παλαιστινιακό ζήτημα, τον Κάρλος και τον Αμπού Νιντάλ, άλλες σχετιζόμενες με τον πόλεμο της Αλγερίας, πολλές από τις οποίες προερχόμενες από την ακροδεξιά και την Οργάνωση Μυστικός Στρατός (OAS), αντισημιτικές επιθέσεις, χτυπήματα συνδεόμενα με αυτονομιστικά κινήματα και άλλα πολλά· στην Ιταλία, το μεγάλο χτύπημα στον σταθμό της Μπολόνια έγινε επίσης από ακροδεξιούς στο πλαίσιο της «στρατηγικής της έντασης»· τα γεγονότα στο πολυτελές κέντρο Σκάλα στη Βαρκελώνη μοιάζουν πιο επίκαιρα παρά ποτέ, καθώς θυμίζουν εξαιρετικά τη Μαρφίν. Λίγο ο χρόνος που έχει περάσει και ανοίγει τα στόματα αλλά και προτρέπει σε αναστοχασμό, λίγο η μυθολογία γύρω από κάποιους τρομοκράτες που διαφεύγουν, όπως ο συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών πλέον Τσέζαρε Μπατίστι, λίγο ο προβληματισμός για τα αίτια μιας κρίσης που ανάγονται πίσω στη δεκαετία του 1970, και η τρομοκρατία αυτή βρίσκεται στην επικαιρότητα, πλάι στην άλλη, την ισλαμιστική, την οποία πραγματεύεται επίσης η αστυνομική λογοτεχνία - από τον Γιασμίνα Χάντρα στον Ζιλ Βενσάν, μεταξύ άλλων πολλών.
Η ταινία της Ούλι Έντελ γα την Ομάδα Μπάαντερ Μάινχοφ-Φράξια Κόκκινος Στρατός, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Στέφαν Άουστ (2008)
Αφηγηματική δεξιοσύνη
Ο Μαμαλούκας έχει μελετήσει, όπως πάντα, το θέμα του σε βάθος, γνωρίζει τον χώρο, την ανθρωπογεωγραφία της Ιταλίας πολύ καλά και, κυρίως, είναι μεγάλος τεχνίτης στο στήσιμο της πλοκής, στη διάρθρωση της οποίας αποθέτει τα σχόλια που αρνείται ο ίδιος να κάνει, αφήνοντας τον αναγνώστη ελεύθερο στις ερμηνείες του. Ο ίδιος ο τίτλος είναι αμφίσημος, όπως ανακαλύπτουμε στη συνέχεια και, όπως πάντα, η γκριζάδα χαρακτηρίζει και τα πρόσωπα και τις σχέσεις. Απόλυτο καλό και κακό δεν υπάρχει, ούτε ομορφιά χωρίς ασχήμια. Μπορεί ο Μαμαλούκας να κάνει μεν λαϊκό μυθιστόρημα, αλλά επιμένει να έχει απαιτήσεις πρώτα από τον εαυτό του και στη συνέχεια από το κοινό του. Και μας χαρίζει ένα εξαιρετικό αστυνομικό μυθιστόρημα, καταιγιστικής δράσης, που καθηλώνει τον αναγνώστη και του δείχνει, χωρίς να κουνάει το δάχτυλο, τα αδιέξοδα ενός ολόκληρου κόσμου.
* Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΠΘ και κριτικός λογοτεχνίας