Ευρωπαϊκή Άμυνα: H Επόμενη Ημέρα
Βρισκόμαστε στη φάση που το ισχυρότερο, στρατιωτικά, μέλος της Ε.Ε., βρίσκεται σε τροχιά εξόδου από αυτή, ενώ τα υπόλοιπα μέλη, αναζητώντας ένα νέο βηματισμό, έχουν αρχίσει να προτείνουν μέτρα για αύξηση της μεταξύ τους στρατιωτικής συνεργασίας.
Το σίγουρο είναι πως η απουσία της Βρετανίας , από τη μία πλευρά αφήνει την Ευρωπαϊκή Ένωση με σαφώς μειωμένες τις αμυντικές της ικανότητες, όμως από την άλλη αποτελεί την αιτία και αφορμή για να ξεκινήσουν οι συζητήσεις που αφορούν στην ολοκλήρωση στον αμυντικό τομέα. Αυτό συνέβη κατά τα φαινόμενα στην τελευταία Σύνοδο που έλαβε χώρα στη Μπρατισλάβα.
Μέχρι στιγμής, η Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, έχει «πλαισιωθεί» από διαφωνίες των κρατών μελών σχετικά με το μέγεθος της εμπλοκής των Ενόπλων Δυνάμεών τους σε πολιτικές και στρατιωτικές αποστολές διαχείρισης συγκρούσεων.
Πολλά από τα μέλη εξακολουθούν να προβληματίζονται με την ιδέα της ανάπτυξης κοινής άμυνας. Παράδειγμα αποτελεί η Ιρλανδία, στο εσωτερικό της οποίας εκδηλώνονται ισχυρές αντιδράσεις κατά της εμβάθυνσης των αμυντικών σχέσεων με την Ε.Ε. Άλλα κράτη μέλη πάλι εκφράζουν τον προβληματισμό τους σχετικά με το ρόλο του ΝΑΤΟ στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Πρόκειται κυρίως για τα κράτη της Βαλτικής που εξακολουθούν να «ανησυχούν», παρά την τελευταία συμφωνία ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε για στρατιωτική συνεργασία.
Γαλλία και Γερμανία είναι οι δύο δυνάμεις που πρωτοστατούν στις πρωτοβουλίες που βρίσκονται στα σπάργανα. Βέβαια, οι πρωτοβουλίες αυτές φαίνεται πως έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν, ιδίως όταν κάνουμε λόγο για τη δημιουργία μόνιμου Αρχηγείου των Ευρωπαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων. Σημειώνεται ότι, μέχρι στιγμής, η Ε.Ε στερείται ενός κεντρικού Αρχηγείου, ενώ όλα τα υπάρχοντα επιχειρησιακά αρχηγεία αποτελούν κέντρα που έχουν παραχωρηθεί από τα κράτη μέλη (συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας) ή από το ΝΑΤΟ. Από την άλλη, έχουμε την πρόταση για πρόβλεψη κοινού προϋπολογισμού – υπό την εποπτεία του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Οργανισμού - για την έρευνα και την απόκτηση κοινού εξοπλισμού, όπως είναι τα drones και οι δορυφόροι. Την ίδια στιγμή προωθείται και η σκέψη της αύξησης του αριθμού των δυνάμεων που θα διαθέτουν τα κράτη μέλη για τις αποστολές της Ε.Ε.
Προκειμένου να ξεπεραστούν οι διαφωνίες μεταξύ των 27 κρατών μελών στοχεύεται η χρήση της μόνιμης συνεργασίας, μικρότερης κλίμακας, που προβλέπεται από ευρωπαϊκές συνθήκες του παρελθόντος. Το παραπάνω θα επιτρέψει σε μικρότερες «ομάδες» κρατών μελών να προχωρήσουν σε βαθύτερη αμυντική συνεργασία, ακόμη και αν υπάρχουν μέλη της Ε.Ε που δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν.
Αναφερόμενος σε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες – προτάσεις προς υλοποίηση, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, στην ομιλία του στις 14 Σεπτεμβρίου, έκανε λόγο για συμφωνία των Βρυξελλών επί του σχεδίου Γαλλίας και Γερμανίας. Ο ίδιος εξέφρασε την υποστήριξή του στις ιδέες της δημιουργίας ενός μόνιμου Αρχηγείου και της πρόβλεψης κοινού προϋπολογισμού για έρευνα επί των αμυντικών θεμάτων.
Η ιταλική κυβέρνηση από την άλλη, προέβη σε πιο φιλόδοξες προτάσεις, κάνοντας λόγο για «Αμυντική Σένγκεν» η οποία θα λειτουργήσει στις βάσεις της γνωστής συνθήκης του Σένγκεν, φέρνοντας σταδιακά όλα τα κράτη μέλη κάτω από την «ομπρέλα» της.
Η κεντρική ιδέα αφορά στη δημιουργία μίας πολυεθνικής δύναμης, μεγέθους 10.000 έως 20.000 ατόμων, η οποία θα μπορεί να επιχειρήσει υπό τις διαταγές μίας Διοίκησης, με κοινό προϋπολογισμό για τη χρηματοδότηση των αποστολών. Αν και εφόσον η ιταλική ιδέα για ευρωπαϊκή αμυντική ολοκλήρωση, βρει εφαρμογή, θα αποτελέσει ένα από τα πλέον φιλόδοξα εγχειρήματα, μετά από την ίδρυση του ΝΑΤΟ το 1949.
Η σύνοδος των Ευρωπαίων ηγετών στη Μπρατισλάβα, όπου για πρώτη φορά από το 1973 δεν παρευρίσκονταν Βρετανός ηγέτης, αποτελεί το πρώτο βήμα για τη συζήτηση όλων των παραπάνω. Προς το παρόν, δεν υφίσταται κανένα χρονοδιάγραμμα υλοποίησης. Τα πάντα βρίσκονται σε θεωρητικό επίπεδο.
Ο ευρωπαϊκός στρατός, η δημιουργία του οποίου βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό υπό συζήτηση, εξακολουθεί να παραμένει ένα σχέδιο. Και στο σημείο αυτό αναδύονται τα εξής ερωτήματα. Είναι το Brexit ικανό να οδηγήσει σε τόσο σημαντικές αλλαγές που αφορούν στην «αμυντική» ολοκλήρωση; Είναι εφικτή η ανταπόκριση όλων των κρατών μελών – ιδίως κρατών που όπως η Ελλάδα, βρίσκονται υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης; Είναι η περιοχή της Βαλτικής το μοναδικό σημείο εστίασης της προσοχής όλου αυτού του εγχειρήματος που προτείνεται με τόση θέρμη; Ποιος θα είναι ο ρόλος ενός ευρωπαϊκού στρατού στο Αιγαίο και ποια θα είναι η στάση του απέναντι στις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις που λαμβάνουν χώρα σε ελληνικά – ευρωπαϊκά σύνορα; Αυτά αποτελούν μόνο μερικούς από τους προβληματισμούς – ερωτήματα που μπορούν να τεθούν επί του θέματος. Μένει να δούμε τι μέλλει γενέσθαι στη «μετά Συνόδου Μπρατισλάβας» περίοδο.
*Ο Χρήστος Διαμαντόπουλος είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου