ΑΠΟΨΕΙΣ

Δρ. Γιώργος Ατσαλάκης: Το δίλημμα της ΕΕ απέναντι στις πλανητικές δασμομαχίες των ΗΠΑ

Δρ. Γιώργος Ατσαλάκης: Το δίλημμα της ΕΕ απέναντι στις πλανητικές δασμομαχίες των ΗΠΑ

Ο Ντόναλντ Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο

AP Photo/Ben Curtis

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) διατηρεί εκτεταμένες εμπορικές σχέσεις με πολλές χώρες παγκοσμίως, αλλά το εμπορικό της ισοζύγιο αντανακλά τη γεωπολιτική δυναμική που διαμορφώνει την παγκόσμια οικονομία συμμετέχοντας περίπου κατά 18% στο παγκόσμιο ΑΕΠ.

Κίνα ο κυρίαρχος προμηθευτής: Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ όσον αφορά τις εισαγωγές. Η Ευρώπη βασίζεται στην Κίνα για μεγάλο όγκο βιομηχανικών και ηλεκτρονικών προϊόντων, από κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές έως εξαρτήματα αυτοκινήτων και βιομηχανικό εξοπλισμό. Το εμπορικό της έλλειμα με την Κίνα ανέρχεται περίπου στα 290 δισ. ευρώ.

ΗΠΑ ο μεγαλύτερος προορισμός εξαγωγών: Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν την κορυφαία αγορά εξαγωγών για την ΕΕ. Τα ευρωπαϊκά προϊόντα υψηλής αξίας, όπως φάρμακα, αυτοκίνητα και αεροδιαστημικός εξοπλισμός, βρίσκουν μεγάλη ζήτηση στις ΗΠΑ. Η ΕΕ έχει πλεόνασμα 150 δισ. ευρώ, αλλά όταν αφαιρεθεί το πλεόνασμα των ΗΠΑ από το ισοζύγιο υπηρεσιών, το πραγματικό πλεόνασμα της ΕΕ με τις ΗΠΑ είναι περίπου 50 δισ. ευρώ. Το πλεόνασμα αυτό δεν οφείλεται σε αθέμιτες πρακτικές του διεθνούς εμπορίου.

Το εμπορικό ισοζύγιο δημιουργεί μια διπλή εξάρτηση για την ΕΕ, καθώς βρίσκεται μεταξύ των δύο μεγάλων οικονομικών υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της Κίνας, οι οποίες βρίσκονται σε συνεχή εμπορικό ανταγωνισμό.

Οι πιθανές στρατηγικές για το μέλλον του ευρωπαϊκού εμπορίου μπορεί να είναι:

Α) Οικονομική Αναπροσαρμογή: Καθώς οι εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αυξάνονται, η Ευρώπη μπορεί να μειώσει την εξάρτησή της από τις κινεζικές εισαγωγές, διαφοροποιώντας τις εφοδιαστικές αλυσίδες της. Οι ΗΠΑ πιθανώς θα πιέσουν την ΕΕ προς αυτή την κατεύθυνση, μέσω δασμών οικονομικών κινήτρων και γεωπολιτικής επιρροής.

Β) Διαφοροποίηση Εμπορίου: Η ΕΕ θα μπορούσε να ενισχύσει το εμπόριό της με ανερχόμενες οικονομίες όπως η Ινδία κυρίως με τον διάδρομο IMEC (Ινδικός Δρόμος του Μεταξιού) και τη Βραζιλία, όπως την συμφωνία με τις χώρες της Mercosur, ώστε να μειώσει την εξάρτηση της από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η επέκταση των εμπορικών συμφωνιών με άλλες αγορές μπορεί να προσφέρει περισσότερη στρατηγική ευελιξία.

Γ) Στρατηγική Ισορροπία: Η ΕΕ μπορεί να συνεχίσει να ισορροπεί μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, διατηρώντας ισχυρές σχέσεις και με τις δύο πλευρές, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύεται τη θέση της για να διαπραγματευτεί συμφωνίες που θα εξυπηρετούν τα συμφέροντά της.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αντιμετωπίζει μια κρίσιμη στρατηγική απόφαση όσον αφορά την οικονομική της ευθυγράμμιση:

Θα πρέπει να ενισχύσει τη συνεργασία της με τις ΗΠΑ, ακολουθώντας μια πιο «Δυτική» προσέγγιση ή να διατηρήσει μια ανεξάρτητη πορεία, μειώνοντας σταδιακά την εξάρτησή της από την Κίνα, χωρίς να διαταράξει εντελώς τις εμπορικές σχέσεις.

Οι λόγοι που η ΕΕ θα πρέπει να αναλύσει για να ενισχύσει τη συμμαχία της με τις ΗΠΑ είναι αρκετοί:

Κοινές αξίες και στρατηγική συμμαχία: Η ΕΕ και οι ΗΠΑ μοιράζονται κοινές δημοκρατικές αρχές, ισχυρούς θεσμούς και πολιτική σταθερότητα. Ειδικά σε θέματα ασφάλειας (ΝΑΤΟ), ψηφιακής συνεργασίας και βιομηχανικής πολιτικής, μια στενότερη συνεργασία μπορεί να εξασφαλίσει ασφάλεια, τεχνολογική πρόοδο και σταθερότητα.

Μείωση γεωπολιτικών κινδύνων: Η αυξανόμενη εξάρτηση της Ευρώπης από την Κίνα σε στρατηγικούς τομείς (όπως τα ηλεκτρονικά, οι σπάνιες γαίες και τα βιομηχανικά προϊόντα) δημιουργεί αδυναμίες σε περίπτωση γεωπολιτικής κρίσης. Η Ουάσιγκτον πιέζει για «decoupling» (αποσύνδεση) από την Κίνα, και η ΕΕ θα μπορούσε να επωφεληθεί από αμερικανικά κίνητρα για επενδύσεις και βιομηχανική επαναφορά (reshoring).

Πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες και επενδύσεις: Οι ΗΠΑ είναι παγκόσμιος ηγέτης στην τεχνολογία και την καινοτομία (AI, ημιαγωγοί, καθαρή ενέργεια). Η ΕΕ θα μπορούσε να επωφεληθεί από κοινά επενδυτικά προγράμματα και περισσότερη τεχνολογική αυτονομία.

Προστασία από αθέμιτες πρακτικές της Κίνας: Η κινεζική κυβέρνηση επιδοτεί κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις, επιβάλλει αθέμιτες εμπορικές πολιτικές και επεκτείνει την επιρροή της μέσω "οικονομικής διπλωματίας" (π.χ. Πρωτοβουλία Belt & Road), κρατά τεχνικά υποτιμημένο το νόμισμα της και παρέχει χαμηλότοκα δάνεια στις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Η ΕΕ μπορεί να προστατευτεί καλύτερα εντός μιας ισχυρότερης διατλαντικής συμμαχίας.

Οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να μειώσει η ΕΕ την εξάρτησή της από την Κίνα είναι:

Διαφοροποίηση εφοδιαστικών αλυσίδων: Η Κίνα είναι ο κορυφαίος προμηθευτής πολλών κρίσιμων προϊόντων (ηλεκτρονικά, πρώτες ύλες, φαρμακευτικά προϊόντα), κάτι που την καθιστά απαραίτητο εμπορικό εταίρο. Ωστόσο, οι διαταραχές από την πανδημία COVID-19 και οι γεωπολιτικές εντάσεις έδειξαν ότι η πολύ μεγάλη εξάρτηση από έναν προμηθευτή είναι επικίνδυνη.

Αντίσταση στον «οικονομικό εκβιασμό»: Η Κίνα έχει επιβάλει εμπορικές κυρώσεις σε χώρες που αμφισβητούν την πολιτική της (π.χ. Αυστραλία, απαγορεύει πωλήσεις κρίσιμων πρώτων υλών προς Δυτικές χώρες κλπ.). Αν η ΕΕ μειώσει την εξάρτησή της, θα έχει μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική αυτονομία.

Επενδύσεις σε εναλλακτικές αγορές: Αντί να στηρίζεται αποκλειστικά στην Κίνα, η ΕΕ μπορεί να ενισχύσει το εμπόριό της με άλλες ανερχόμενες αγορές, όπως η Ινδία, η Βραζιλία, τις χώρες της ASEAN, και το Μεξικό. Αυτό μπορεί να συμβάλει σε μια πιο ισορροπημένη παγκόσμια στρατηγική.

Αποφυγή εμπορικών περιορισμών από τις ΗΠΑ: Οι ΗΠΑ επιβάλλουν δασμούς και εμπορικούς περιορισμούς σε όσες χώρες συνεργάζονται υπερβολικά με την Κίνα. Αν η ΕΕ δεν μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα, μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με δασμολογικά εμπόδια από τις ΗΠΑ.

Η απάντηση μεταξύ ισορροπίας ή πλήρης στροφή προς τις ΗΠΑ, οδηγεί στο ότι η καλύτερη στρατηγική για την ΕΕ δεν είναι απαραίτητα η πλήρης αποκοπή από την Κίνα, αλλά μια ισορροπημένη προσέγγιση, με στόχο:

α) Διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων με μείωση εξάρτησης από την Κίνα, αλλά χωρίς απότομη αποκοπή,

β) Ενίσχυση της στρατηγικής συμμαχίας με τις ΗΠΑ με περισσότερη συνεργασία στην τεχνολογία, την ασφάλεια και τις επενδύσεις,

γ) Ανάπτυξη νέων εμπορικών εταίρων όπως Ινδία, Λατινική Αμερική, Αφρική, χώρες της ASEAN που μπορούν να προσφέρουν βιώσιμες εναλλακτικές.

Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σημαντικά δημοσιονομικά προβλήματα.

Η συσσώρευση ελλειμμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό, έχει οδηγήσει το δημόσιο χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών σε πρωτοφανή επίπεδα. Από 23,2 τρισ. δολάρια το 2020 έχει φθάσει στο 36,1 τρισ. δολάρια που αντιστοιχεί στο 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ και σε 123% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, πιο πάνω από το επίπεδο του 119% που είχε φθάσει το 1946 εξ αιτίας των πολεμικών δαπανών.

Η τεράστια αυτή αύξηση του χρέους των ΗΠΑ από το 2020 κατά 55%, σε καιρό ειρήνης δαπανήθηκε σε μη παραγωγικές δαπάνες, δεν δημιούργησε ανάπτυξη και οδήγησε σε χαοτικά οικονομικά προβλήματα. Το χρέος, είναι πολύ μικρό όταν συγκριθεί με την αξία των περιουσιακών στοιχείων που οι ΗΠΑ κατέχουν. Ωστόσο, το χρέος απαιτεί την πληρωμή μονίμως, τόκων 13% των κρατικών δαπανών, μεγαλύτερων από το ποσό των δαπανών για την άμυνα. Η ΕΕ έχει δημόσιο χρέος περίπου 85% του ΑΕΠ.

Το χρέος αυξάνεται καθώς το 2024 προστέθηκε το τεράστιο έλλειμα του 1,8 τρισ. δολάρια του κρατικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ. Για το οικονομικό έτος 2024, η κυβέρνηση των ΗΠΑ εισέπραξε 4,92 τρισ. δολάρια έσοδα και δαπάνησε 6,75 τρισ. δολάρια. Δηλαδή δαπάνησε 37% περισσότερα χρήματα από ότι εισέπραξε.

Αυτή η αναγκαιότητας της διευθέτησης των δημοσιοοικονομικών των ΗΠΑ δεν θα πρέπει να την οδηγήσει σε λανθασμένες αποφάσεις που θα υποσκάψουν την συνοχή των συμμαχιών τους. Η πίεση που οι ΗΠΑ ασκούν μέσω των δασμών φαίνεται σαν αντιμετωπίζονται οι σύμμαχοι ως αντίπαλοι!

Η παγκόσμια οικονομία μετά από 70 χρόνια σχετικής ειρήνης, επηρεάζεται σε πολύ υψηλό βαθμό από την γεωπολιτική της αναβίωσης των χαμένων αυτοκρατοριών από τις χώρες: Τουρκία, Ρωσία, Ιράν και Κίνα. Η υπονόμευση της συνοχής των δυτικών συμμαχιών με πλανητικούς δασμοπολέμους θα είναι η αρχή μιας μη αναστρέψιμης παρακμής της Δύσης. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει μέσα από την διπλωματική οδό να συνεργαστούν να αναζητήσουν μακροχρόνιες λύσεις στην ανισορροπία που υπάρχει στο παγκόσμιο εμπόριο εξ αίτιας των αθέμιτων πρακτικών της Κίνας που συσσωρεύει ετήσια εμπορικά πλεονάσματα περίπου 1 τρις δολάρια ετησίως. Παρόμοια εμπορικά πλεονάσματα της Ιαπωνίας αντιμετωπίστηκαν με την συμφωνία της Πλάζας το 1985 και αποφεύχθηκε ο πόλεμος των δασμών. Η Ιαπωνία υποχρεώθηκε να μην κρατά τεχνικά υποτιμημένο το νόμισμα της και χωρίς κεφαλαιακούς ελέγχους, οι Ιάπωνες με το ανατιμημένο γιεν απέκτησαν μεγάλη αγοραστική δύναμη και εισήγαγαν μεγάλες ποσότητες αγαθών. Έτσι το εμπορικό πλεόνασμα της Ιαπωνίας μειώθηκε σημαντικά τα επόμενα χρόνια.

Για να αντιμετωπιστεί το υπερ-πλεόνασμα που διαθέτει η Κίνα θα πρέπει να συνεργαστούν οι μεγάλες χώρες που έχουν και τα μεγαλύτερα εμπορικά ελλείματα και να μειώσουν σταδιακά τις εισαγωγές τους από την Κίνα ώστε να την υποχρεώσουν να εγκαταλείψει τις αθέμιτες πρακτικές όπως έγινε και με την Ιαπωνία.

Εξ άλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι χώρες που βασίζουν την οικονομική τους ανάπτυξη στα υπερβολικά εμπορικά πλεονάσματα υπόκειται σε μεγάλη καταστροφή των κεφαλαίων τους που έχουν επενδυθεί στην υπερπαραγωγή, όταν για κάποιο λόγο μειωθεί η διεθνής ζήτηση από το εξωτερικό.

* Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής -Οικονομολόγος, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης, Πολυτεχνείο Κρήτης Σχολή Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης