ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της Δικαιοσύνης είναι κοινωνική ανάγκη

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της Δικαιοσύνης είναι κοινωνική ανάγκη

Ο Όμιλος Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης (ΟΠΕΔ) εκφράζει μια πραγματικά νέα προσέγγιση, η οποία ενθαρρύνει την ενίσχυση των συνεργασιών ανάμεσα στους βασικούς παράγοντες της Δικαιοσύνης: Δικαστικούς Λειτουργούς, Δικηγόρους και Δικαστικούς Υπαλλήλους.

Ο ΟΠΕΔ εξετάζει και τις σύγχρονες προκλήσεις που ανακύπτουν μέσα από τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό και την Τεχνητή Νοημοσύνη.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της Δικαιοσύνης είναι εκτός των άλλων και κοινωνική ανάγκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα της εταιρείας Good Affairs καταδεικνύεται πως η χρήση ψηφιακών μέσων από τους φορείς της Δικαιοσύνης στη χώρα μας αποτελεί τη μοναδική ελπίδα των πολιτών για να επισπευθούν οι διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης.

Πιο συγκεκριμένα, το 29% του γενικού πληθυσμού απαντά ότι η χρήση των ψηφιακών μέσων μπορεί να εξασφαλίσει στον πολίτη καλύτερη ενημέρωση για την υπόθεσή του, ενώ το 36% απαντά μάλλον ναι, πράγμα που μας οδηγεί στο συγκεντρωτικό ποσοστό του 65%.

Οι πολίτες -όχι τυχαία- ιεραρχούν την καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης ως το πιο βασικό πρόβλημα της Δικαιοσύνης της χώρας μας. Στην ίδια έρευνα που ανέφερα παραπάνω η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων δηλώνει ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένη από την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, σε ποσοστό μάλιστα που αγγίζει το 82%. Όλοι οι δείκτες ευρωπαϊκοί και εθνικοί, αποδεικνύουν ότι η καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων αποτελεί σήμερα το βασικό πρόβλημα της Δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τον πίνακα αποτελεσμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της Δικαιοσύνης για το 2024, το 2022 ο μέσος χρόνος για να εκδοθεί δικαστική απόφαση στον πρώτο βαθμό σε μια υπόθεση αστικής ή εμπορικής φύσης είναι 746 ημέρες! Το 2012 ο μέσος χρόνος ήταν 469 ημέρες. Η κατάσταση δηλαδή έχει χειροτερέψει τα τελευταία 10 χρόνια. Δεν υπάρχει χώρα στην ΕΕ στην οποία να εκδίδεται απόφαση σε περισσότερες μέρες από ό,τι στην Ελλάδα (για 4 χώρες δεν υπάρχουν στοιχεία με βάση τον πίνακα). Η εικόνα είναι πολύ καλύτερη φυσικά στα διοικητικά δικαστήρια όπου ο εκτιμώμενος χρόνος που απαιτείται για την επίλυση διοικητικών υποθέσεων σε πρώτο βαθμό είναι 464 ημέρες.

Γιατί όμως αποτελεί την ελπίδα μας για την πιο γρήγορη έκδοση δικαστικών αποφάσεων ο ψηφιακός μετασχηματισμός; Ενδεικτικά αναφέρω πως η εμπειρία άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνει ότι η επίλυση αστικών και εμπορικών υποθέσεων μπορεί να ολοκληρώνεται πιο γρήγορα, ακόμα και μέσα σε έξι μήνες, καθώς η δυνατότητα ψηφιακής επικοινωνίας μεταξύ των εμπλεκομένων συντομεύει τους χρόνους τόσο των προπαρασκευαστικών σταδίων όσο και της δικαστικής διαδικασίας.

Η μείωση των έγχαρτων διαδικασιών και της γραφειοκρατίας αποδεσμεύει πόρους, ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν σε άλλες κρίσιμες ανάγκες του συστήματος Δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τον ίδιο πίνακα, μόνο έξι κράτη μέλη διαθέτουν δικονομικούς κανόνες που επιτρέπουν το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων σε ψηφιακή μορφή στις αστικές, εμπορικές, διοικητικές και ποινικές υποθέσεις. Σε 26 κράτη μέλη η δυνατότητα αυτή προβλέπεται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις ή σε ορισμένους τομείς του δικαίου.

Επιπλέον, από τα πορίσματα της φετινής έκδοσης προκύπτει ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια βελτίωσης όσον αφορά στη δυνατότητα ηλεκτρονικής κίνησης διαδικασίας ή ηλεκτρονικής υποβολής αγωγής σε όλα τα κράτη μέλη. Εννέα κράτη μέλη είτε επιτρέπουν τη δυνατότητα αυτή μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, είτε δεν την επιτρέπουν καθόλου. Τα παραπάνω στοιχεία πρέπει να αξιοποιήσουμε για τον ψηφιακό μετασχηματισμό λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους βασικούς κανόνες της πολιτικής δικονομίας.

Η Κυβέρνηση έχει εκδώσει μια Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού 2020-2025 εντάσσοντας και ως υποκατηγορία τη Δικαιοσύνη. Σε αυτή τη Βίβλο εντάσσονται διάφοροι στόχοι, μερικοί εκ των οποίων είναι σωστοί. Βέβαια η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει ότι όσες αλλαγές έγιναν στον ψηφιακό μετασχηματισμό της Δικαιοσύνης, πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το 2020-2021. Η ανάγκη μας έκανε να τρέξουμε γρηγορότερα. Αυτή την ανάγκη την εκφράζουν και οι πολίτες σε κάθε ευκαιρία. Στην ίδια έρευνα που ανέφερα παραπάνω το 46% των ερωτηθέντων απαντάει πως θα προτιμούσε το δικαστήριο να επικοινωνεί μαζί τους μέσω e-mail, αφήνοντας αρκετά πίσω, με 33% τον έγγραφο τρόπο. Το 10% επιλέγει την επικοινωνία μέσω GOV, ενώ το 5% με sms. Συνολικά τα ψηφιακά μέσα αθροίζουν ποσοστό της τάξης του 61%.

Για την ταχύτερη έκδοση των αποφάσεων δεν αρκούν αλλαγές όπως αυτές του Δικαστικού Χάρτη. Δεν θέλω να επαναλάβω την κριτική που ασκήσαμε στο νέο δικαστικό χάρτη, θέλω μόνο να επισημάνω ότι χωρίς την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της Δικαιοσύνης, χωρίς την περαιτέρω κατάρτιση των Δικαστικών Λειτουργών δεν θα αντιμετωπιστεί η χρόνια καθυστέρηση στην έκδοση των αποφάσεων.

Οφείλω να αναφέρω ότι παράλληλα με τις προτάσεις που κατατίθενται για τον Ψηφιακό μετασχηματισμό και την Τεχνητή Νοημοσύνη, πρέπει να αξιολογήσουμε και τις υποδομές των δικαστηρίων. Αυτή τη στιγμή η κατάσταση στην Πρώην Σχολή Ευελπίδων (το μεγαλύτερο δικαστήριο της χώρας) όπου στεγάζονται μεγάλος μέρος των Πολιτικών και Ποινικών διαδικασιών είναι απογοητευτική. Οι θεσμικές αλλαγές στις οποίες πρέπει να προχωρήσει η Πολιτεία για το ψηφιακό μετασχηματισμό πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις υποδομές από τα κτίρια έως τους υπολογιστές με ριζική αναβάθμισή τους.

Τι νόημα έχει να υπάρχει η δυνατότητα της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφου -και μάλιστα να επεκταθεί- αν δεν εξαλειφθούν οι εικόνες με τις στοίβες από χαρτιά στα δικαστήρια; Τι νόημα έχει αν προχωρήσει η δυνατότητα ηλεκτρονικής παράστασης στα δικαστήρια όπως προβλέπεται στους στόχους που έχει ανακοινώσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην Βίβλο για τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό της Δικαιοσύνης στους στόχους για τη Δικαιοσύνη, όταν υπάρχουν δεκάδες εικόνες με δικογραφίες και σχετικά έγγραφα παρατημένα σε διάφορες αίθουσες των δικαστηρίων;

Για να προχωρήσει ο ψηφιακός μετασχηματισμός, χρειάζεται να πειστούν όλοι οι παράγοντες της Δίκης, Δικαστές, Δικηγόροι, Δικαστικοί υπάλληλοι. Έχει μεγάλη σημασία η επιμόρφωση, η ενθάρρυνση και η αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού.

Το 2024 δεν νοούνται δικαστές, δικηγόροι, δικαστικοί υπάλληλοι εν ενέργεια που να αγνοούν ή να αρνούνται να ενταχθούν στη νέα πραγματικότητα. Είναι λοιπόν η πολιτική βούληση η οποία θα κινήσει όλους τους παραπάνω αναφερόμενους παράγοντες.


Σήμερα ένα δομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο χώρος της Δικαιοσύνης είναι ότι διαδικασίες ψηφιοποίησης συνυπάρχουν με τις παραδοσιακές διαδικασίες με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται ο ψηφιακός μετασχηματισμός της συνολικής λειτουργίας της δικαιοσύνης. Ακόμα και η διαδικασία επίδοσης αποφάσεων περνάει από στάδια ψηφιακής και παραδοσιακής μορφής από διάφορους φορείς, ενώ δικαστήρια αρνούνται να παραλάβουν φακέλους υποθέσεων σε ψηφιακή μορφή, με τις υπηρεσίες να αναγκάζονται να εκτυπώσουν ακόμα και 70.000 σελίδες.

Μάλιστα, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις όσον αφορά την ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης όπως παρουσιάζεται στα διαγράμματα του Πίνακα αποτελεσμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2023.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στις ψηφιακές λύσεις για τη διεξαγωγή και της παρακολούθησης της δικαστικής διαδικασίας σε ποινικές υποθέσεις, η Ελλάδα δεν λαμβάνει ούτε έναν βαθμό για κανένα από τα κριτήρια που προβλέπονται στην έκθεση. Με βάση τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι επείγει ο ψηφιακός μετασχηματισμός στην Δικαιοσύνης.

Τεχνητή Νοημοσύνη

Προχωράω τώρα στο ζήτημα της τεχνητής νοημοσύνης, στη «Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού 2020-2025» στο κεφάλαιο για τη Δικαιοσύνη, υπάρχει, μεταξύ άλλων, η πρόβλεψη για «υλοποίηση εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης για επεξεργασία αρχείων και προετοιμασία αποφάσεων». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ορισμένους τομείς όπου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η τεχνητή νοημοσύνη στα δικαστικά συστήματα, ωστόσο, σημειώνει ότι «η τελική λήψη αποφάσεων πρέπει να παραμένει μια ανθρωπογενής δραστηριότητα».

Πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η τεχνητή νοημοσύνη στη Δικαιοσύνη; Το ερώτημα αυτό είναι ιδιαιτέρως σύνθετο. Απαιτεί, οπωσδήποτε, να απαντήσουμε ηθικά ή υπαρξιακά ερωτήματα. Τι θα σημάνει για τη δικαιοσύνη για παράδειγμα το να μετατραπεί σε καθαρά τεχνική, μαθηματικοποιημένη διαδικασία; Πρέπει να απαντήσουμε όμως και σε ερωτήματα δικαιωμάτων (πώς θα επηρεάσει το δικαίωμα στην προσωπικότητα, στη δίκαιη δίκη ή στα προσωπικά δεδομένα μια εκτεταμένη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στη δικαιοσύνη;).

Αυτό που συνήθως προκρίνεται, όμως, είναι ένα ερώτημα αποτελεσματικότητας: ποια είναι τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα της τεχνητής νοημοσύνης και με βάση αυτά ποιο είναι το προσδοκώμενο όφελος για ένα δικαστικό σύστημα σε σύγκριση με το κόστος που απαιτείται για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό προϋποθέτει την απάντηση σε ένα τεχνολογικό ερώτημα: ποια είναι τα όρια της τεχνητής νοημοσύνης σήμερα; Μπορεί τεχνολογικά να υπάρξει ένας ψηφιακός δικαστής; Για παράδειγμα, όλοι γνωρίζουμε το ChatGPT και τη χρήση του. Πόσοι, όμως, γνωρίζουμε το Law ChatGPT και τη δυνατότητα που παρέχει να συγγραφεί δικόγραφο μέσω αυτού ή ακόμα και να εκδίδει αποφάσεις; Για αυτό είχα βρει ενδιαφέρουσα και τη δανείζομαι τη φράση του κοσμήτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Suffolk στη Βοστώνη που αναφέρει ότι «για τον νομικό κλάδο, το ChatGPT μπορεί να προμηνύει μια ακόμη πιο σημαντική αλλαγή από την έλευση του διαδικτύου».

Βέβαια, όσοι έχουν χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη εφαρμογή αναφέρουν ότι οι απαντήσεις που παρήγαγε ήταν ατελείς, ενίοτε δε και προβληματικές. Για παράδειγμα, τα νομικά έγγραφα ήταν ελλιπή. Επιπλέον, η χρήση ενός εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης για υπηρεσίες που σχετίζονται με το δίκαιο εγείρει πλήθος ρυθμιστικών και δεοντολογικών ζητημάτων, όπως αυτά που σχετίζονται με τη μη εξουσιοδοτημένη άσκηση της δικηγορίας.

Επομένως, από τη χρήση αυτών την εργαλείων δεν υπάρχουν μόνο οφέλη. Ίσως η μεγαλύτερη απειλή αυτών των εργαλείων είναι το πόσο καλά μπορούν να χειραγωγήσουν τις πεποιθήσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Σε λάθος χέρια, αυτό μπορεί και θα χρησιμοποιηθεί για να διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται, αισθάνονται και συμπεριφέρονται. Πόσο αντικειμενικά θα ήταν λοιπόν τα πορίσματα των αλγορίθμων που θα εξήγαγε ένα ρομπότ δικαστής; Για παράδειγμα σε μελέτη της probulica, οι αλγόριθμοι εμφανίζουν τους αφροαμερικάνους με υψηλότερο κίνδυνο υποτροπής τέλεσης νέων αδικημάτων και τους λευκούς με χαμηλότερο από αυτόν που είχαν στην πραγματικότητα.

Η συστηματική μελέτη των αλγορίθμων δείχνει ότι αυτοί είναι αρκετά επιρρεπείς στην πραγματοποίηση δυσμενών διακρίσεων είτε λόγω εγγενών αδυναμιών στη λειτουργία τους καθώς ταξινομούν τις υποθέσεις σύμφωνα με τις κοινωνικές ή άλλες ομαδοποιήσεις. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται αλγόριθμοι εκτίμησης του κινδύνου υποτροπής του δράστη.

Παρόλο που η γενεσιουργός αιτία της εισχώρησης τους στη Δικαιοσύνη ήταν η εξάλειψη μεροληψίας του ανθρώπινου παράγοντα, όλα δείχνουν ότι η βασική αρετή των αλγορίθμων δεν είναι η αμεροληψία και ότι επιτείνουν τις ανθρώπινες προκαταλήψεις. Ακόμα όμως και αν μπορούσε τεχνικά ο αλγόριθμος να προβαίνει σε σταθμίσεις με βάση την αρχή της αναλογικότητας, θα το έκανε χωρίς την ανθρώπινη σκέψη, αλλά με βάση απόμακρες και αυτοματοποιημένες τεχνικές μιας ενδεχομένως ακατανόητης μαθηματικής συλλογιστικής.

Όμως ο δικαστής είναι κάτι ανώτερο από έναν απλό εφαρμοστή του νόμου και η δικαιοσύνη ανώτερη αξία από ένα μοτίβο συνόλων. Οι προβληματικές αυτές εντοπίζονται ως επί το πλείστον στην ποινική δικαιοσύνη. Η συμβολή της Τεχνητής Νοημοσύνης σε άλλους κλάδους όπως η πολιτική και η διοικητική δικαιοσύνη δημιουργεί λιγότερα προβλήματα στην εφαρμογή της.

Σήμερα οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης χρησιμοποιούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες: 1) η τεχνητή νοημοσύνη ως εργαλείο ή αποδεικτικό μέσο στα χέρια του τους να ενεργούν ως αυτόνομοι κρίνοντες επί νομικών υποθέσεων θα επανέλθουμε στο πέμπτο μέρος του παρόντος κειμένου, 2) η τεχνητή νοημοσύνη ως μέσο εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και 3) η τεχνητή νοημοσύνη ως αυτόνομο υποκείμενο λήψης αποφάσεων.

Ας υποθέσουμε ότι είχαμε αξιοποιήσει την τεχνητή νοημοσύνη στην περίοδο της πανδημίας. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης επέδειξε ελάχιστη ψηφιακή προσαρμοστικότητα, με αποτέλεσμα να ανασταλεί το σύνολο σχεδόν των δικαιοδοτικών λειτουργιών και να φτάσει στα όρια της διάλυσης την περίοδο 2020-2021. Πόσο θα μας είχε βοηθήσει για να λειτουργήσουν οι περισσότερες διαδικασίες; Υπήρξαν χώρες που επέδειξαν μεγάλη προσαρμοστικότητα στις νέες τεχνολογίες, χωρίς να αναγκαστούν να αναστείλουν το σύνολο της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας. Όλοι θυμόμαστε ότι λόγω της πανδημίας είχαμε αναστολή των διαδικασιών στα δικαστήρια από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι τον Ιούνιο και από τον Νοέμβριο του 2020 μέχρι τον Απρίλιο του 2021.

Η ορθή χρήση της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να επιλύσει αποφασιστικά χρόνια προβλήματα και να συμβάλλει αποτελεσματικά στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Θα μπορούσε, επιπλέον, να αποτελέσει έναν πολύτιμο βοηθό σε μια σειρά από διαδικασίες οργάνωσης των δικαστηρίων (μηχανές εξιδεικευμένης αναζήτησης της νομολογίας, chatbox καθοδήγησης των πολιτών, παροχή αυτόματης νομικής βοήθειας σε τυποποιημένες υποθέσεις, να συμβάλει σε διοικητικές εργασίες για την διευκόλυνση των γραμματειών των δικαστηρίων κ.ά).

Τέλος θα ήθελα να αναφέρω ένα ενδιαφέρον παράδειγμα, το 2019 το εσθονικό Υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε από τον επικεφαλής των ψηφιακών υπηρεσιών της χώρας να σχεδιάσει ένα «ρομπότ-δικαστή» που θα μπορούσε να εκδικάσει μικροδιαφορές έως 7.000 ευρώ. Σύμφωνα με την οργάνωση που έχει αναλάβει την προώθηση της Εσθονίας ως ψηφιακού κέντρου, «η τεχνητή νοημοσύνη είναι ικανή να λαμβάνει αυτόνομες αποφάσεις για τις πιο συνηθισμένες ένδικες διαδικασίες, που αλλιώς θα κατανάλωναν ώρες από τον χρόνο δικαστών και δικηγόρων». Η βασική ιδέα είναι ότι τα διάδικα μέρη θα ανεβάζουν τα έγγραφά τους και η τεχνητή νοημοσύνη εν συνεχεία θα εκδίδει απόφαση κατά της οποία θα μπορεί να ασκηθεί έφεση σε άνθρωπο δικαστή. Δεν έχουμε νεότερα στοιχεία αν λειτούργησε ή όχι, το αναφέρω όμως ως εικόνα από το μέλλον.

Συμπερασματικά, η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, στην ασφάλεια δικαίου και στην αποτελεσματικότητα του δικαιοδοτικού έργου, η οποία, όμως, θα όμως θα πρέπει να συνεπικουρεί το κυρίως έργο του δικαστή.

Μας ανοίγονται δρόμοι και μας δίνονται ευκαιρίες που οφείλουμε να αξιοποιήσουμε. Εκτιμώ ότι η παρούσα εκδήλωση φιλοδοξεί και θα πετύχει την επίλυση πολλών αποριών που διατυπώθηκαν γεννώντας νέους προβληματισμούς.

* Η Μιλένα Αποστολάκη είναι, δικηγόρος, βουλευτής και διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας.