Πίσω από το χάσμα ανάμεσα σε Άγκυρα και Ουάσινγκτον
Οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις - δεύτερες σε μέγεθος στις τάξεις του ΝΑΤΟ - που άλλοτε χτυπούσαν με μεγάλη δύναμη το χέρι στο τραπέζι της τουρκικής πολιτικής, βρίσκονται πλέον σε μεγάλη κρίση, στερούμενες ουσιαστικής διοίκησης. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η διεθνής κοινή γνώμη βρέθηκε μπροστά στην απόταξη περισσοτέρων από 8.500 αξιωματικών και στρατιωτών, συμπεριλαμβανομένων και 157 από το σύνολο των 358 Στρατηγών, Ναυάρχων και Πτεράρχων της χώρας. Πρόκειται για μία εκκαθάριση του 45% περίπου της ιεραρχίας στις τουρκικές Ε.Δ.
Σύμφωνα με τον Τούρκο Πρωθυπουργό, Μπιναλί Γιλντιρίμ, τα στρατιωτικά ναυπηγεία και εργοστάσια οπλικών συστημάτων θα περάσουν στον έλεγχο του δημοσίου. Τα στρατιωτικά σχολεία και οι στρατιωτικές ακαδημίες κλείνουν. Τα στρατιωτικά νοσοκομεία περνούν υπό τον έλεγχο του τουρκικού Υπουργείου Υγείας και οι δυνάμεις της Χωροφυλακής, αιχμή του δόρατος στις «αντιτρομοκρατικές» επιχειρήσεις, μαζί με τις δυνάμεις της Ακτοφυλακής, εισέρχονται κάτω από την ομπρέλα του τουρκικού Υπουργείου Εσωτερικών.
Οι αλλαγές αυτές αφήνουν πίσω τους ένα έντονο κλίμα πόλωσης, πολιτικού διχασμού και μεγάλου ηθικού σοκ για τις τουρκικές Ε.Δ. Ταπείνωση, ίσως είναι μία από τις πολλές λέξεις που μπορούν να χαρακτηρίσουν την κατάσταση, σε μία περίοδο που η μάχη κατά του ISIS στη γειτονική Συρία βρίσκεται σε εξέλιξη. Την ίδια στιγμή, η απόπειρα πραξικοπήματος, όχι μόνο έπληξε την αξιοπιστία του Τουρκικού Στρατού, αλλά για μία ακόμη φορά αφήνει τη χώρα ακυβέρνητη στον τομέα της εξωτερικής της πολιτικής. Σε καθημερινή βάση, ο Πρόεδρος Ερντογάν επιτίθεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, ζητώντας την έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν, ενώ πλήθος στελεχών της κυβέρνησης αφήνει υπονοούμενα για την εμπλοκή των Η.Π.Α. στα γεγονότα που έχουν λάβει χώρα τον τελευταίο καιρό. Φυσικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνούνται κατηγορηματικά τις κατηγορίες.
Όμως πίσω από τις κατηγορίες κατά των Η.Π.Α δεν κρύβεται μόνο η πίεση για την έκδοση του Γκιουλέν ή η ικανοποίηση των μαζών που βρίσκονται υπό την επήρεια των δημαγωγικών πρακτικών του Ερντογάν. Το χάσμα ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Άγκυρα έρχεται ακριβώς την στιγμή που ο Τούρκος Πρόεδρος επιχειρεί να ρίξει γέφυρες συμφιλίωσης προς τη Μόσχα. Οι σχέσεις των δύο χωρών, μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, είναι γνωστές. Οικονομικές κυρώσεις, πλήγμα στην τουρκική τουριστική βιομηχανία και πάγωμα των διακρατικών σχέσεων, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της «μετά – κατάρριψης περιόδου».
Στη συνάντηση των δύο ηγετών γίναμε μάρτυρες της «συγγνώμης» του Ερντογάν και των επιθυμιών του Προέδρου Πούτιν για αποκατάσταση των σχέσεων και των οικονομικών δεσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Σε ένα ακόμη «άνοιγμα» προς τη Μόσχα, ο Τούρκος Πρόεδρος δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «η περιοχή έχει πολιτικές προσδοκίες από την Τουρκία και τη Ρωσία. Μπορούμε να λύσουμε προβλήματα μαζί».
Όμως κανείς δεν πρέπει να τρέφει την αυταπάτη ότι μία απλή συγγνώμη από τον Πρόεδρο Ερντογάν θα οδηγήσει στην αποκατάσταση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Το σίγουρο είναι ότι η συμπόρευση ή τουλάχιστον το κλείσιμο του ματιού στη «συμμαχία» ανάμεσα σε Ρωσία – Ιράν και Συρία στον συριακό εμφύλιο, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να αλλάξουν οι σχέσεις προς το καλύτερο. Φυσικά, μία τέτοια αλλαγή στην πορεία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, θα αποτελέσει ένα ακόμη σφάλμα του Ερντογάν. Και αυτό διότι η Τουρκία δεν είναι ένα απλό μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και ένα κράτος που επιθυμεί να εισέλθει στην Ε.Ε. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναρωτηθούμε. Το επιθυμεί πραγματικά; Αποτελεί η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση έναν στόχο για την Άγκυρα; Ήδη, οι προσφυγικές ροές προς την E.E, με σημείο εισόδου την Ελλάδα, άρχισαν να αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς. Παράλληλα, η επαναφορά της θανατικής ποινής βρίσκεται στο προσκήνιο, υπενθυμίζοντας σε όλους, μας το πραγματικό πρόσωπο της Τουρκίας απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή είναι η Τουρκία που επιθυμεί να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Γεγονός είναι ότι όσο περισσότερο απομακρύνεται η Άγκυρα από την Ουάσινγκτον, τόσο πιο κοντά έρχεται στη Μόσχα. Η απόπειρα πραξικοπήματος δεν έφερε μόνο την αποδιοργάνωση των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Δημιουργεί και τις συνθήκες «σχέσεων» με παίχτες όπως το Ιράν και η Ρωσία. Μία τέτοια αλλαγή είναι σίγουρο πως θα ταρακουνήσει τη σκακιέρα στην περιοχή και ίσως επιφέρει αλλαγές στο τοπίο. Προς το παρόν παραμένουμε θεατές των επόμενων κινήσεων.
*Ο Χρήστος Διαμαντόπουλος είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου