Εξαργυρώνοντας Καλοκαίρια
Κάθε που συμβαίνει ένα κακό, γίνομαι 5 χρόνων, είναι Ιούνης και με βρίσκω στο προαύλιο του νηπιαγωγείου με κόκκινη καρό φούστα και μαύρα λουστρίνια, να υποκλίνομαι με ύφος στο συγκινημένο από κάτω κοινό («σπίρτα, σπίρτα, πάρτε σπίρτα....» είχες παρακαλέσει προ ολίγου την περαστική συμμαθήτρια με τη γούνα της μαμάς της και η θεία Δέσποινα γελούσε από την πίσω σειρά, γιατί είχε βαρεθεί να σε ακούει να το προβάρεις στις σκάλες κάθε μεσημέρι).
Η αυλαία πέφτει και η κα. Νόπη με αγκαλιάζει σφιχτά σφιχτά («Μπράβο Ριτάκι! Πολύ περήφανη με έκανες!»), με αυτό το κράτημά της το ζεστό, το γνώριμο, το τόσο ανθεκτικά σταθερό στο χρόνο.
Κάθε που συμβαίνει ένα κακό, γίνομαι 7, είναι Ιούλης, τελειώνω την άσκηση από τις «Καλοκαιρινές Διακοπές» -μου τις αγόρασε στο πανηγύρι έξω από το μοναστήρι το προηγούμενο βράδυ η γιαγιά, «τί θες;» με ρώτησε, «αυτό!» απάντησα ενθουσιασμένη για το εν δυνάμει απόκτημα- και την τελευταία μπουκιά (δύναμή μου) από το γιουβέτσι της και ανεβαίνω σε ένα ψηλό δέντρο-διαστημόπλοιο, με παντοτινούς συγκυβερνήτες τη Φρόσω, το Δημήτρη, τον Παναγιώτη και το Γιάννη κι εκτοξευόμαστε μακριά, με μόνη έγνοια μη μας τελειώσουν τα αποθέματα οξυγόνου και δεν προλάβουμε να επιστρέψουμε στη Γη - αυτό θα ήταν κάτι ανεπίτρεπτο τώρα που έχω ολόκληρη καινούρια αδερφή που άρχισε να τρέχει...
Κάθε που συμβαίνει κάτι κακό, γίνομαι 9, είναι Αύγουστος και είμαι στην παραλία της Ερμιόνης με τον Μπάμπη, το Δημήτρη και τον Αντρέα, κάνουμε διαγωνισμό ποιος θα κρατήσει την ανάσα του για περισσότερο χρόνο, πιέζω με δύναμη τα βότσαλα του βυθού, να αντέξω λίγο ακόμη (λίγο ακόμη, να με αποδεχτούν κι εμένα ως ίση προς ίσους) με μόνη έγνοια να γυρίσω εγκαίρως στο σπίτι-η γιαγιά Ρίτα δεν αστειεύεται με το μεσημεριανό ύπνο και δεν είμαστε να χάνουμε το παγωτό του απογεύματος. Φορώ πορτοκαλί μαγιό και τζιν σορτσάκι («θέλω και το από πάνω φέτος, όχι μόνο το κάτω!»), είναι βράδυ πια, το πάρτι έχει τελειώσει μαζί με την κασέτα των Θάντερκατς και τα σακουλάκια από τα φουντούνια και δεν αφήνω τα αγόρια να με γυρίσουν, θα πάω μόνη μου, δε φοβάμαι, αλλά εκείνα ξέρουν πως φοβάμαι, με παρακολουθούν να περπατώ διστακτικά από το μπαλκόνι και είμαι ήσυχη, γιατί σε λίγο θα κρυφτούν στη μάντρα του κυρ Ευγένιου, για να με τρομάξουν, μα δε θα με τρομάξουν, θα τρέξουν όλοι μαζί φωνάζοντας και εγώ θα παριστάνω την τρομαγμένη, μα θα είμαι ευτυχισμένη –κάθε Αύγουστο ήμουν ευτυχισμένη.
Κάθε που συμβαίνει ένα κακό, αδυνατεί να λάβει την υπόσταση που επίμονα ζητεί, το χώρο που διεκδικεί, την ενέργεια που απαιτεί. Βρίσκει τοίχο καλά οχυρωμένο στα Καλοκαίρια της ζωής μας. Βρίσκει αντιστάσεις ακατάβλητες σε αγγίγματα, στιγμές και ανθρώπους παρόντες εμμονικά, αντισώματα ισχύος σε αντιγόνα άγχους, πίεσης, τρώσης μη δυνάμενα να επιβληθούν.
Κάποιες μέρες ξυπνάμε, αντέχουμε, συνεχίζουμε χάρη στα Καλοκαίρια που μας χαρίστηκαν. Κάποιες μέρες εξακολουθούμε να υπάρχουμε, γιατί εξαργυρώνουμε τους τόκους από τους Αυγούστους της νοερής μας θυρίδας.
Καλές διακοπές.