Ο συλλέκτης ως ερευνητής και καλλιτέχνης
Στο ημιτελές έργο του Das Passagen-Werk, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν υπογραμμίζει ότι «Ο συλλέκτης ονειρεύεται όχι μόνον έναν μακρινό ή παρελθόντα κόσμο, αλλά έναν καλύτερο κόσμο, στον οποίο οι άνθρωποι ελάχιστα είναι εφοδιασμένοι με ό,τι χρειάζονται καθημερινά και τα αντικείμενα έχουν απαλλαγεί από τη δέσμευση να είναι χρήσιμα».
Ο συλλέκτης, λοιπόν, αποπειράται να πλάσει, όμοια με τον καλλιτέχνη μια παράλληλη πραγματικότητα. Για να την αντιληφθεί κανείς μπορεί να αρκεστεί σε «ελάχιστα από τα εφόδια, τα οποία του είναι απαραίτητα στην καθημερινότητά του». Αν υποθέσουμε ότι η προσέγγιση αυτή βασίζεται στο δοκίμιο του Clive Bell, Art (1914) , τότε τα «εφόδια», τα οποία χρειάζεται κανείς για να βιώσει μια αισθητική εμπειρία, και στα οποία αναφέρεται ο Μπένγιαμιν, δεν είναι τίποτε άλλο από την εξοικείωση με τα βασικά εργαλεία αντίληψης του τρισδιάστατου χώρου. Παράλληλα, η αναφορά στην απαλλαγή του αντικειμένου από τη δέσμευση να έχει χρηστική αξία προοικονομεί μια από τις δημοφιλέστερες καλλιτεχνικές πρακτικές από τη δεκαετία του ’60 και ύστερα.
Μπορεί κανείς να διατηρήσει επιφυλάξεις απέναντι στην τόσο γοητευτική και συναφή προς τον καλλιτέχνη περιγραφή του συλλέκτη, καθώς ο Μπένγιαμιν ήταν και ο ίδιος παθιασμένος συλλέκτης και επομένως λιγότερο αντικειμενικός. Η θεώρηση όμως του συλλέκτη ως ερευνητή είναι σίγουρα πιο εύκολα αποδεκτή. Μια επιτυχημένη συλλογή έργων τέχνης αποτελεί, εκ παραλλήλου, μια συλλογή τεράστια πληροφορίας σχετικά με τη χρονική περίοδο αναφοράς των έργων, χρήσιμο εργαλείο για τον σύγχρονο και μελλοντικό ιστορικό και θεωρητικό τέχνης.
Με την ευκαιρία της 33ης επετείου από την ίδρυση του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ , το New Museum της Νέας Υόρκης, το Μουσείο Μπενάκη και το ΔΕΣΤΕ συνδιοργανώνουν τη συλλογική έκθεση The Equilibrists/ Οι Εξισορροπιστές (νέα πτέρυγα μουσείου Μπενάκη έως 9/10/2016), στο πλαίσιο της οποίας εκτίθενται έργα 33ων Ελλήνων και Κυπρίων καλλιτεχνών, ηλικίας 25 – 35 ετών.
Την επιλογή των έργων ανέλαβαν οι Gary Carrion-Murayari και Helga Christoffersen, επιμελητές του New Museum, μετά από δική τους έρευνα, καθώς και μετά από προτάσεις ανθρώπων της τέχνης στην Ελλάδα. Η απόφαση του ΔΕΣΤΕ να μην ανατεθεί η επιλογή καλλιτεχνών και έργων σε Έλληνες και Κύπριους επιμελητές καταδεικνύει, ενδεχομένως, μια πρόθεση μέγιστης αντικειμενικότητας, αποκλείοντας θεωρητικά την αλληλεπίδραση των κοινωνικών δικτύων και επαφών της περιορισμένης ελληνικής και κυπριακής καλλιτεχνικής πραγματικότητας. Από την άλλη, εξαιτίας ακριβώς της τόσο περιορισμένης παραγωγής, είναι αρκετά ασφαλές να πούμε ότι ακόμη κι αν η επιλογή είχε γίνει από εγχώριους επιμελητές θα συνέπιπτε μάλλον κατά μεγάλο ποσοστό με την υφιστάμενη. Σε κάθε περίπτωση η επιτυχία της επιμέλειας έγκειται στο γεγονός ότι έχουμε όντως να κάνουμε, στην έκθεση, με ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής των δύο χωρών.
Σε ένα αντιπροσωπευτικό εικαστικό δείγμα μιας χρονικής περιόδου, πρέπει να μπορεί κανείς να εντοπίσει κοινούς τόπους και διαφορές ως προς την απουσία και την παρουσία χαρακτηριστικών στοιχείων, τρόπων και θεματικών· και αντίστροφα χαρακτηρίζω το δείγμα των Εξισορροπιστών αντιπροσωπευτικό, ακριβώς επειδή αμέσως ωθεί τον δέκτη/θεατή να προβεί σε ανάλογες παρατηρήσεις.
Ξεκινώντας από τα χαρακτηριστικά που από κοινού απουσιάζουν, θα αναφερθώ στην πολύ εύστοχη παρατήρηση της φίλης και συνεργάτιδας Σταματίας Δημητρακοπούλου, η οποία μου επισήμανε ότι, παρόλο που πολλοί από τους καλλιτέχνες ζουν και εργάζονται σε διαφορετικές ευρωπαϊκές πόλεις, και ενώ παγκοσμίως είναι κυρίαρχη η τάση που θέτει τα “ζητήματα φύλου” τόσο επίπεδο θεματικής όσο και σε επίπεδο αισθητικής προσέγγισης, στη συγκεκριμένη έκθεση η τάση αυτή φαίνεται σχεδόν να απουσιάζει. Παράλληλα, ερχόμενος κανείς σε επαφή με το σύνολο των έργων, μπορεί να εντοπίσει σημαντικές επιρροές από το έργο των Ελλήνων μοντερνιστών, όπως αυτό αναπτύχθηκε από τη δεκαετία του 60’ και μετά, καθώς και από τα κινήματα της Transavantgarde και της Arte Povera. Το αποτέλεσμα που προκύπτει παρουσιάζει μεγάλο αισθητικό ενδιαφέρον, καθώς οι επιρροές αυτές εμφανίζονται απολύτως καθυποταγμένες στο ιδιαιτέρως προσωπικό ύφος των καλλιτεχνών. Με τον τρόπο αυτό, ο θεατής μπορεί να διακρίνει μέσα στα δωμάτια την αισθητική και τους τρόπους του Κανιάρη, στις πλεκτές κατασκευές· του Κεσσανλή, στις μεγάλες ζωγραφικές επιφάνειες του Κουνέλη, στις εγκαταστάσεις με τα κρεμασμένα ενδύματα. Ακόμη και το έργο της Λουκίας Αλαβάνου, το οποίο αποκλίνει από τις κατηγορίες που αναφέρθηκαν, αποτελώντας παράλληλα, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα κορυφαία στοιχεία της έκθεσης, παραπέμπει σε μια 70’s αισθητική και ακροβατεί ανάμεσα στο The Wall των Pink Floyd και το Alice in Wonderland. Αυτή η υγιής «πιστότητα» προσθέτει στην εμπειρία μια λεπτή και ευγενική νοσταλγία.
Οι Έλληνες εικαστικοί είχαν πάντοτε έναν ιδιαίτερο τρόπο να ακολουθούν, ή μάλλον να «μένουν πίσω» σε σχέση με την υπόλοιπη δυτική καλλιτεχνική παραγωγή, πράγμα το οποίο θεωρώ ότι αποτελεί ίσως το γοητευτικότερο και πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό τους. Τα έργα των Εξισορροπιστών δεν δίνουν την εντύπωση επανάληψης και αναμασήματος, αλλά, αντίθετα, ροής και συνέχειας μέσα στην Ιστορία της τέχνης. Με τους Εξισορροπιστές, το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ και ο Δάκης Ιωάννου πραγματώνουν για ακόμη μια φορά, επί της ουσίας, το μοντέλο του συλλέκτη- ερευνητή: σαν να απαντούν σε ένα χρέος που ξεπερνά τα όρια της συλλογής καθεαυτής, προχωρούν στη δημιουργία ενός δείγματος της «συλλογής του σήμερα», θέτοντας τα θεμέλια των μελλοντικών μας πηγών.
*Ο Αδριανός Τρίκας-Πανδής είναι ιστορικός τέχνης.