ΑΠΟΨΕΙΣ

Ανθρώπινα ακραιόφιλα

Ανθρώπινα ακραιόφιλα

Alexandra Badéa: Ακραιόφιλο, Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Επειδή ο τίτλος Ακραιόφιλο σε προκαλεί να ξεκινήσεις από αυτόν θα ακολουθήσω την πρόκληση που με οδηγεί στην εγγύτητα, αλλά και στη «φιλία» με τα άκρα.

Το άκρον είναι το έσχατο σημείο, λίγο πριν από το τέλος ή ήδη μέσα σε αυτό, πιο σωστά το σύνορο με το τέλος, εκεί όπου τελειώνει κάτι και αρχίζει κάτι άλλο. Ο γαλλικός όρος Extrêmophile της Alexandra Badéa[1] μας παραπέμπει σε αυτήν τη συν-ορία, την ομορία, την οριο-φιλία για την οποία ο Jacques Derrida επιφυλάσσει τον επίσης μεικτό όρο (λατινικής και αρχαιοελληνικής ρίζας) «limitrophie»[2] για να αποδώσει την οριοφιλία και την οριοτροφία. Ο limitrophe είναι ο γειτονεύων και ο όμορος, αυτός που ζει στα όρια, αλλά και αυτός που ζει μέσω των ορίων και που καλλιεργεί στη ζωή του την αίσθηση, την ιδέα, το βίωμα του ορίου. Με άλλα λόγια, αυτός που με τη ζωή του δημιουργεί και τρέφει το όριο, το άκρο, το μεταίχμιο με το άγνωστο, το ανείπωτο, το αβίωτο (κάποιοι θα έλεγαν ακόμα: το μεταίχμιο με το μηδέν ή τον θάνατο).

Επομένως, είναι ένας όρος (και κάθε όρος είναι ήδη ένα όριο) αμφίσημος και αμφίθυμος και αυτό ακριβώς εκμεταλλεύεται η Badéa στον τίτλο της: την εκκρεμότητα ενός μικροοργανισμού, όπως το ακραιόφιλο, ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, καθώς μπορεί και επιβιώνει στα βάθη του ωκεανού, χωρίς οξυγόνο. Και όμως το ακραιόφιλο, δικαιολογώντας το όνομά του και φέρνοντας σε δύσκολη θέση τους επιστήμονες, μπορεί να υπάρξει σε τόσο ακραίες συνθήκες.

Θα μπορούσε ο μικροοργανισμός αυτός να μελετηθεί, να γίνει αντικείμενο εργαστηριακών ερευνών; Αυτό σημαίνει, θα μπορούσαν κάποτε, κάπως, υπό κάποιες προϋποθέσεις οι άνθρωποι να ζήσουν σε παρόμοιες συνθήκες; Σε αυτό το ερώτημα εδράζεται ο ένας από τους τρεις άξονες που δομούν το έργο. Οι άλλοι δύο είναι η πολιτική και η στρατιωτική τεχνολογία. Το ερώτημα είναι ρητορικό για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή η αρνητική απάντηση είναι γνωστή εκ των προτέρων και, δεύτερον διότι κρύβει ένα άλλο μεταφορικό νόημα: οι ακραίες συνθήκες επικρατούν ήδη για δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Άστεγοι, πεινασμένοι, άρρωστοι, βασανισμένοι, πρόσφυγες, όλοι αυτοί και τόσοι άλλοι είναι με τον τρόπο τους ακραιόφιλα, μόνο που η επιστήμη δεν ενδιαφέρεται το ίδιο γι’ αυτούς ─ εξαιρώντας τα στατιστικά δεδομένα που της προσφέρουν.

Είναι αλήθεια ότι το έργο θα μπορούσε να χτιστεί γύρω από αυτό το ερώτημα και μόνο και να αποκτήσει έτσι μεγάλη συνοχή, πυκνότητα και διεισυτικότητα. Η συγγραφέας όμως θέλει να δώσει και δύο άλλες θεματικές πτυχές που συμπληρώνουν και εν μέρει «εξηγούν» αυτήν την κεντρική προοπτική. Η μία είναι η πολιτική, ακριβέστερα το κενό όστρακο της πολιτικής, η πολιτική χωρίς τίποτα το πολιτικό, που έχει χάσει την «ψύχα» της και αναλώνεται στους ξύλινους λόγους των τεχνοκρατών και των παρατρεχάμενων συμβούλων. Η πολιτική που συνθλίβει τον έρωτα (του συμβούλου με τον Αχμάτ), απαλύνει τεχνικά τα προβλήματα, υπόσχεται χωρίς να πράττει τα υπεσχημένα και εξαντλεί τις ρητορικές πηγές της για να βαυκαλίσει αυτιά και να εκμαυλίσει συνειδήσεις.

Αυτή η πολιτική που προκαλεί τα πολιτικά και οικονομικά ακραιόφιλα προσκρούει σε ένα μείζον ηθικό ζήτημα όταν εκβάλλει στο πεδίο της τεχνολογίας και δη της στρατιωτικής. Βρισκόμαστε εδώ στον τρίτο άξονα του έργου, σε αυτόν που μας εισάγει στη διάσταση του μακρόθεν. Στον τηλε-πολιτισμό της εκ του μακρόθεν επικοινωνίας, όλα γίνονται από μακριά: η γραφή, η φωνή, η όραση, η κίνηση, η μεταφορά, η παρατήρηση, η παρακολούθηση, αλλά και η κατασκοπία ακόμα και η φιλία (με τον ευφημισμό της κοινωνικής δικτύωσης), συμβιβάζονται με (και χωνεύονται πλέον από) την κουλτούρα του μακρόθεν. Προσφάτως δε και ο πόλεμος.

Το μέλλον της στρατιωτικής επιστήμης και τεχνολογίας βρίσκεται σε αυτό το μαγικό «τηλέ». Οι τηλέμαχοι της αρχαιότητας, οι πελταστές και οι τοξότες, παρόντες στη μάχη ψυχή τε και σώματι, υπερτερούσαν καθώς απέφευγαν τη σώμα με σώμα αναμέτρηση, αλλά μειονεκτούσαν επειδή είχαν ελαφρύ οπλισμό. Οι σύγχρονοι και οι μελλοντικοί τηλέμαχοι όμως φέρουν τον βαρύτερο οπλισμό που μπορεί να φανταστεί κανείς, καθώς μπορούν να εκτοξεύσουν μέχρι και πυραύλους πυρηνικών κεφαλών, αλλά μπορούν να αφήσουν αμέτοχη την «ψυχή» τους και να καταστήσουν έτσι ακόμα πιο αποτελεσματικές, ήτοι απαλλαγμένες από ηθικά διλήμματα, τις σύγχρονες τηλεμαχίες.

pefanis2

Η τεχνολογία δεν αλλάζει μόνο την τακτική, τη στρατηγική, τη μεθοδολογία του πολέμου, αλλάζει και την όποια λογική του. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τα περιβόητα drones, μετατρέπουν τον πολεμιστή σε χειριστή και τον πόλεμο σε video game, προσφέροντας στους εμπλεκομένους την προστασία, αλλά και το άλλοθι της εικονικής πραγματικότητας, μιας ηθικά ανερμάτιστης ανθρωποκτονίας που δεν βαρύνεται με παράπλευρες απώλειες, γιατί απλούστατα ποτέ δεν τις «βλέπει». Παράλληλα όμως προσφέρει την αίσθηση της πραγματικότητας, γιατί απλούστατα αυτό που συμβαίνει είναι πραγματικό. Εικονικός και πραγματικός συνάμα, ο φόνος ενός ανθρώπου (και μερικών άλλων δίπλα του) γίνεται το εφαλτήριο για τον πιο ύπουλο και άνανδρο σαδισμό με τον οποίο η σύγχρονη τεχνοεπιστήμη μπορεί να εκθρέψει μια νέα γενιά φασιστοειδών εντολοδόχων, ειδικευμένων στην ηδονοβλεψία της φρίκης, στα video games και στα παιχνίδια θανάτου.

Η Badéa χειρίζεται με θαυμαστή οικονομία αυτά τα τρία ανοικονόμητα θέματα (και πρέπει να είναι από τις πρώτες που θίγει το ηθικό ζήτημα του τηλεπολέμου). Με έναν λόγο ευθύ, στέρεο, απέριττο, αποφεύγει τις πολλές αναλύσεις και χρησιμοποιεί σπαράγματα σκέψεων, θραύσματα λεκτικών εικόνων, λέξεις που συνωθούνται και απωθούνται από τη ρύμη του λόγου για να δημιουργήσουν ρεύματα μάλλον και όχι επιχειρήματα, σε μια κυματοειδή κίνηση που δίνει υπόσταση στο μη ρηθέν και αφήνει χώρο στον αναγνώστη και στον θεατή της να σκεφτεί τα υπόλοιπα, να επενδύσει στις ελλειπτικές ιστορίες της.

Η Elisabeth Marie διδάσκει με ακρίβεια τους πέντε ηθοποιούς (Ρηνιώ Κυριαζή, Ιάσων Bitter Κουρούνης, Selin Altipamark, Jack Reinhardt), σκηνοθετεί το έργο με ευθεία ματιά, με καθαρά μέσα, σε έναν ουδέτερο και μάλλον πρόχειρα σχεδιασμένο σκηνικό χώρο (Raffaëlle Bloch, Grégoire Perrier) και με την προσοχή της στραμμένη στη «διάνοια» του έργου, για να αναδειχθούν στην αποσπασματικότητα και συμπληρωματικότητά τους οι τρεις άξονες. Βεβαίως η μετωπική υποκριτική των ηθοποιών και, ακολούθως, η άμεση απεύθυνσή τους στο κοινό είναι ένα θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει κάποια στιγμή πιο σοβαρά. Τα αποθέματα μπρεχτικών αναφορών εξαντλούνται, όπως στερεύουν σταδιακά και οι επικλήσεις σε μια «πρωτοποριακή» σκηνική γραφή που θέλει να λύσει τους αρμούς του διαλόγου. Έως πότε θα «λύνουμε» χωρίς να έχουμε «δέσει»; Πώς είναι δυνατή η ομιλία χωρίς τη συνομιλία, χωρίς τη δυναμική του «ομίλου»;

Στην περίπτωση του Ακραιόφιλου πάντως το φαινόμενο μπορεί να ειδωθεί ως μια επιλογή συνυφασμένη τόσο με τη μορφολογία του κειμένου, όσο και με την ανάγκη βαθύτερης και ουσιαστικότερης επικοινωνίας, όπως προκύπτει και από τις θεματικές εστιάσεις της συγγραφέως.

*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.

[1] Alexandra Badéa: Je te regarde. Europe connexion. Extrêmophile, L'Arche, Paris 2015.

[2] Jacques Derrida: L’animal que donc je suis, Galilée, Paris 2006, σ. 51.