ΑΠΟΨΕΙΣ

Παράθυρο στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης: Το Παράδειγμα της Ουκρανίας

Παράθυρο στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης:  Το Παράδειγμα της Ουκρανίας
REUTERS

Η Ουκρανική κρίση δεν θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί γεγονός ασύμβατο με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής με ποικίλες εξηγήσεις να έχουν παρουσιαστεί έως τώρα για να διαλευκάνουν την σημασία των γεγονότων, τόσο για το παρόν, όσο και για το μέλλον.

Ο σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι να εξεταστούν οι γνωστές, και πιθανόν άγνωστες, πτυχές των μέχρι τώρα γεγονότων, οι οποίες έχουν οδηγήσει στο σύγχρονο γεωπολιτικό τέλμα. Οι πληροφορίες αυτές θα συμβάλλουν σε μια βαθύτερη κατανόηση όχι μόνο των σχέσεων Ρωσίας-Ουκρανίας, αλλά και γενικότερα στις σχέσεις της Ρωσίας με την Δύση.

Το Ιστορικό Μιας (Ακόμα) Κρίσης

Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που ακολούθησαν, έφεραν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου όπως τον γνωρίζαμε επί δεκαετίες, καθώς και το τέλος των απολυταρχικών κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης (με πιθανή εξαίρεση την Λευκορωσία, αν και αυτό αμφισβητείται).

Δυστυχώς ο ραγδαίος εκδημοκρατισμός, σε συνδυασμό με ακραίες και απότομες μεταρρυθμίσεις (συχνά άνευ σωστού προγραμματισμού) δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα: οι υποσχέσεις για άμεση βελτίωση του βιοτικού επίπεδου και την άμεση άρση περιοριστικών μέτρων για τους κατοίκους της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ) δεν έγιναν πραγματικότητα. Πρόβλημα επίσης παρουσίαζε και η συνεχιζόμενη καχυποψία της Δύσης ως προς την «επομένη ημέρα» για την Ουκρανία, καθώς εθεωρείτο αρκετά πιθανό η χώρα (και το πυρηνικό της οπλοστάσιο) να περιέλθει υπό την κυριαρχία της «παλαιάς φρουράς» των κομμουνιστών ή του υπερεθνικιστή Βλάντιμιρ Ζιρινόβσκι.

Οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης Κλίντον προς τον τότε πρόεδρο της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν την δεκαετία του 1990 για μη επέκταση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) προς Ανατολάς δεν τηρήθηκαν, καθώς όλες οι πρώην χώρες-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ και αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.). Ανάμεσα στα κράτη αυτά συγκαταλέγονται και χώρες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία, οι οποίες αψήφησαν αιώνες σύμπραξης και συμπόρευσης με την «Τρίτη Ρώμη», προτιμώντας την Δύση αντί της αποκομμουνιστικοποιημένης Ρωσίας. Μαζί τους γύρισαν την πλάτη στην Μόσχα και κράτη τα οποία αποτέλεσαν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, όπως οι Βαλτικές χώρες (Εσθονία, Λιθουανία, Λεττονία). Οι ΝΑΤΟϊκές επεμβάσεις στην Γιουγκοσλαβία και η διάλυσή της την δεκαετία του 1990, συνέβαλαν στην περεταίρω απομόνωση της Μόσχας από χώρες με τις οποίες την συνέδεε μακρά ιστορία στενών σχέσεων.

Η επόμενη δεκαετία ξεκίνησε εξίσου δυσοίωνα για την Μόσχα, καθώς την εξουσία σε Ουκρανία και Γεωργία ανέλαβαν κυβερνήσεις υποστηριζόμενες στενά από την Δύση, και με σαφή αντι-Ρωσικό προσανατολισμό. Επιπροσθέτως, οι Η.Π.Α. συμφώνησαν και με πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας την στρατιωτική τους παρουσία εκεί, δημιουργώντας έντονη δυσφορία στην Μόσχα, που ένοιωθε την θηλιά γύρω της να σφίγγει ακόμη περισσότερο. Τέλος, το φλερτ Μολδαβίας-Ρουμανίας-Δύσης και το ζήτημα της Υπερδνειστερίας φαίνεται να οδήγησε ακόμη πιο κοντά στην απόλυτη απομόνωση της Ρωσίας.

Στα τέλη του 2013, η τότε Ουκρανική κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Βίκτωρ Γιανουκόβιτς, αποφάσισε να μην προχωρήσει σε υπογραφή συμφώνου με την Ε.Ε., προτιμώντας την εμβάθυνση των σχέσεών της με την Ρωσία. Αναπτύχθηκαν αμέσως αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, οι οποίες μέχρι τον Ιανουάριο του 2014 εξελίχθηκαν σε βίαιες συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας, και βαπτίστηκαν «Euromaidan».

Ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς εγκατέλειψε το Κίεβο φοβούμενος για την ασφάλειά του, και μια νέα κυβέρνηση αποτελούμενη κυρίως από δυτικούς Ουκρανούς με έντονο αντι-Ρωσικό προσανατολισμό ανέλαβε την εξουσία. Οι χειρισμοί της νέας κυβέρνησης όμως προκάλεσαν μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση, καθώς σε μια προσπάθεια να μειώσουν την Ρωσική επιρροή στην Ουκρανία αποφάσισαν, μεταξύ άλλων, την απαγόρευσης χρήσης της Ρωσικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας στις Ανατολικές και Νότιες περιφέρειες της χώρας – όπου σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού αποτελείται από Ρωσόφωνους πολίτες.

Οι διαδηλώσεις κατά των νέων μέτρων ήταν άμεσες και δυναμικές με σαφή υποστήριξη από την Μόσχα. Εν συνεχεία, η Ρωσική Δούμα έδωσε την άδεια στον Ρώσο πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν να επέμβει με στρατιωτική ισχύ για την προστασία του Ρωσόφωνου πληθυσμού. Το δημοψήφισμα που ακολούθησε στην Κριμαία στις 16 Μαρτίου του 2014 έβγαλε αποτέλεσμα υπέρ της ένωσης με την Ρωσία, κάτι που το Ρωσικό Κοινοβούλιο επικύρωσε τις αμέσως επόμενες ημέρες με συνοπτικές διαδικασίες.

Σφίγγει ο Κλοιός

Αν και τα θεμέλια είχαν μπει αρκετά χρόνια πριν, ο κλοιός του ΝΑΤΟ άρχισε να σφίγγει γύρω από την Ρωσία (επισήμως) από το 1999. Αρχίζοντας με την προσθήκη της Πολωνίας και συνεχίζοντας με άλλους «γείτονες» της Ρωσίας (π.χ. οι χώρες της Βαλτικής) το 2004, το ΝΑΤΟ έφθασε στα σύνορα με την Ρωσία. Οι χώρες αυτές έμελλε να γίνουν και κράτη-μέλη της Ε.Ε., αποκλείοντας κάθε δυνατότητα «χειρισμού» τους από την Μόσχα.

Η Ουκρανία έγινε η πρώτη χώρα της διασπασμένης Σοβιετικής Ένωσης η οποία κατάφερε να συνάψει συμφωνίες φιλίας με το ΝΑΤΟ αρχής γενομένης το 2002, με περαιτέρω κινήσεις «εμβάθυνσης» των διμερών σχέσεων ΝΑΤΟ-Ουκρανίας να ακολουθούν κατά την διάρκεια των επομένων ετών. Οι ανωτέρω συμφωνίες δημιούργησαν την προοπτική μη ανανέωσης της σύμβασης για τη ναυτική βάση του Ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας στη Σεβαστούπολη, καθώς επίσης και τη δυνατότητα παραχώρησης στρατιωτικών εγκαταστάσεων της Κριμαίας στο ΝΑΤΟ.

Η ταραγμένη Ρωσική κοινή γνώμη έβλεπε πια σε αντίπαλα στρατόπεδα χώρες οι οποίες μέχρι πρότινος δεν υπήρξαν μόνο συμμαχικές, αλλά υπήρξαν και οργανικά μέλη ενός ενωμένου κράτους (ΕΣΣΔ) υπό την ηγεσία της Μόσχας. Η Κριμαία, ως αυτόνομη περιφέρεια της Ουκρανίας με δικό της κοινοβούλιο, είχε ψηφίσει υπέρ πιο στενών επαφών με την Ρωσία το 1991, 1994, και το 2008 (σ.σ. το 2008 είχε ζητήσει την επανένταξη στην Ρωσική Ομοσπονδία), πριν το δημοψήφισμα του 2014. Συνεπώς ήταν λογικό η Ρωσική κυβέρνηση – με σύμφωνη την κοινή γνώμη της πλειονότητας του Ρωσικού πληθυσμού – να προσπαθήσει να «μπλοκάρει» την αναβάθμιση σχέσεων Ε.Ε.-Ουκρανίας, και ειδικά ΝΑΤΟ-Ουκρανίας, όπως και έπραξε.

Η «από-Ρωσικοποίηση» της κατά τα άλλα Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας μέσω της επιβολής της Ουκρανικής γλώσσας, των νέων βιβλίων ιστορίας, και των Ουκρανικών Μ.Μ.Ε., ήταν η καθημερινή πραγματικότητα για τους κατοίκους της χερσονήσου. Σε αυτό συνεισέφερε και η μειονότητα των Σουνιτών Τατάρων Μουσουλμάνων που με την χρόνια οικονομική υποστήριξη του Κιέβου, της Τουρκίας, της Ε.Ε., και της Δύσης, ετύγχανε προνομιακής μεταχείρισης εις βάρος της Ρωσικής πλειονότητας (π.χ. συστηματικές παραχωρήσεις και καταπατήσεις γης συνοδευόμενα από κατασκευές κατοικιών και πολιτιστικών κέντρων, καθώς επίσης και ανεγέρσεις μουσουλμανικών χώρων λατρείας).

Είναι όμως αδιαμφισβήτητο ότι πίσω από τον πόλεμο για την κυριαρχία στην Κριμαία κρύβονται κίνητρα πέραν της προστασίας των δικαιωμάτων του Ρωσόφωνου πληθυσμού της περιοχής, όπως για παράδειγμα, η εθνική ασφάλεια των Ρωσικών εδαφών λόγω απώλειας υψίστης στρατηγικής σημασίας στρατιωτικών βάσεων. Η Σεβαστούπολη συγκεκριμένα παρέχει μια απαράμιλλης σημασίας ναυτική βάση για τον Ρωσικό στόλο της Μαύρης Θάλασσας.

Η θέση του καθηγητή του Princeton University, Michael Reynolds, ότι τυχόν αποχώρηση ή σημαντική απομάκρυνση της Ουκρανίας (συμπεριλαμβανομένης και της Κριμαίας) από την σφαίρα επιρροής της Ρωσίας θα σημάνει την κατάρρευση της Ρωσίας ως γεωστρατηγικής δύναμης, αποτελεί κοινό τόπο στους ακαδημαϊκούς, στρατιωτικούς και διπλωματικούς κύκλους. Με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. να μετρούν (έως πρότινος, τουλάχιστον) 28 κράτη-μέλη έκαστοι, και να συνεχίζουν να την πολιτική της απομόνωσης της Ρωσίας, η κατάσταση παρουσιάζεται ασφυκτική για τη Μόσχα.

Ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Μπαράκ Ομπάμα, δικαίως σχολίασε το 2014 ότι η Ουκρανία είναι πιο σημαντική για την Ρωσία, παρά για την Δύση. Εάν χάσει εντελώς την Κριμαία και την Ουκρανία από την σφαίρα επιρροής της, η Ρωσία δεν θα έχει χάσει μόνο τα ιστορικά εδάφη που απαρτίζουν την «Μικρή», ή «Νέα Ρωσία», όπως λέγονταν από το 1783 μέχρι και το 1954, αλλά και θα αποκοπεί από το Κίεβο, την ιστορική γενέτειρα του Ρωσικού έθνους και των μετέπειτα Σλαβονικών κρατών.

Χάνοντας την Ουκρανία ως σύμμαχο – η τουλάχιστον ως φιλικό γείτονα και ανάχωμα– η Ρωσία χάνει κάθε ελπίδα να προβάλει σθεναρή αντίσταση στην προέλαση την Δυτικής επιρροής μέχρι τα σύνορα της Ρωσικής επικράτειας, καθώς βλέπει να φράζονται και οι δρόμοι ενίσχυσης της Ευρωασιατικής Οικονομικής Ένωσης (η απάντηση της Ρωσίας στην Ε.Ε.). Η Ε.Ο.Ε. είναι ένα πολιτικό εγχείρημα που ήδη λαμβάνει χώρα ίσως μια δεκαετία αργότερα από ότι θα έπρεπε προκειμένου να υπηρετήσει τα συμφέροντα της Μόσχας, και χωρίς την οικονομική δυναμική και τον παραγωγικό τομέα της Ουκρανίας, δεν μπορεί παρά να παραμείνει ένα εγχείρημα περιορισμένο σε γεωπολιτική σημασία.

Μια «Αγχωμένη» Υπερδύναμη

Από την άλλη όχθη του γεωγραφικού και πολιτικού ωκεανού, το ΝΑΤΟ προωθεί σχέδια εμβάθυνσης σχέσεων και πυραυλικών οπλικών συστημάτων όλο και πιο κοντά στην Ρωσική επικράτεια, ακολουθώντας μια εκστρατεία που συνδυάζει στρατηγικές «containment» και «rollback», με ελπίδα την αποδυνάμωση και πιθανώς περεταίρω διάλυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Από το 2000 και μετά, όταν άρχισε μια προσπάθεια αναβίωσης της Ρωσικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή, η ανάμειξη της Δύσης σε αναζωπυρώσεις συρράξεων (για παράδειγμα στην Γεωργία και την Τσετσενία) δείχνει μια πολιτική προσαρμοσμένη στην πολιτική του «διαίρει και βασίλευε».

Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο πρόσφατη σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ έλαβε χώρα στην Βαρσοβία, ιστορικά η πόλη το όνομα της οποίας είχε πάρει η συμμαχία-«αντίβαρο» που είχε δημιουργήσει η ΕΣΣΔ κατά τις αρχές του Ψυχρού Πολέμου («Warsaw Pact»).

Τον Ιούνιο του 2016 ελήφθησαν οι απαραίτητες αποφάσεις προκειμένου να δημιουργηθούν τέσσερα νέα πολυεθνικά τάγματα ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων τα οποία θα εγκατασταθούν στην Πολωνία και στις προαναφερθείσες Βαλτικές χώρες. Ο σκοπός τους είναι να «καθησυχάσουν» τα κράτη αυτά ότι δεν κινδυνεύουν από «Ρωσική επιθετικότητα» παρόμοια με αυτή που έλαβε χώρα στην Ουκρανία. Σημειώνεται ότι αυτές οι κινήσεις είναι οι μεγαλύτερες σε επίπεδο ΝΑΤΟ από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Οι κινήσεις αυτές της Δύσης θα μπορούσαν να εκληφθούν ως επιθετικές. Η αλήθεια ίσως είναι όμως πιο κοντά στην περιγραφή των χειρισμών αυτών ως αποτέλεσμα σοβαρών και ειλικρινών «ανησυχιών», με μια δόση νεοσυντηρητισμού από την πλευρά της Αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας.

Πέρα από τις όποιες ανησυχίες σχετικά με τυχόν απειλές από την Ανατολή, υπάρχει έντονος προβληματισμός στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ για το επίπεδο υποστήριξης που θα συνεχίζουν να προσφέρουν κράτη-μέλη, καθώς πολλά – κυρίως Ευρωπαϊκά κράτη – δεν επιθυμούν να συνεχίσουν οι οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, ενώ η αναμένουσα αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. θα οδηγήσει στην απώλεια ενός δυναμικού υποστηρικτή των Αμερικανικών σχεδιασμών εντός της Ε.Ε.

Πιο αγχωμένη ακόμα παρουσιάζεται η Ρωσία, εφόσον αποδεικνύεται καθαρά ότι η – κατ’ ομολογία του προέδρου της – τέως υπερδύναμη είναι ο μεγάλος χαμένος της αυτής της υπόθεσης. Η ταχύτατη προσάρτηση της Κριμαίας έπειτα από την στροφή της Ουκρανίας προς την Δύση, μετά την αποχώρηση του προέδρου Γιανουκόβιτς, μπορεί να ερμηνευτεί ως κίνηση απελπισίας: ένα «land grab» τελευταίας στιγμής. Γνωρίζοντας ότι οι σχέσεις με την Ουκρανία έχουν φτάσει στο ναδίρ τους, και δύσκολα θα επανέλθουν (πιθανώς να πάρει δεκαετίες) στα επίπεδα της προ-2014 εποχής, η ηττημένη και απομονωμένη πολιτικά Ρωσία προσπάθησε (και προσπαθεί) να προστατέψει τον εαυτό της στην ευρύτερη περιοχή.

Μια Νέο-Ψυχροπολεμική Σύρραξη

Τα δημοψηφίσματα στην Κριμαία και η άμεση προσάρτησή της στην Ρωσική Ομοσπονδία δημιούργησαν ντόμινο πολιτικών εξελίξεων που έχουν έντονο άρωμα Ψυχρού Πολέμου.

Το κατά πόσο η στροφή της τότε Ουκρανικής κυβέρνησης Γιανουκόβιτς να αλλάξει πορεία και να προτιμήσει την Ρωσία έναντι της Δύσης (βλ. Ε.Ε. και ΝΑΤΟ), έγινε κατόπιν μυστικών συναντήσεων ή συνηθισμένων συνθηκών πολιτικού μπρα-ντε-φερ, είναι (καλό) θέμα για άλλο άρθρο.

Σχεδόν όλα τα κράτη και όλοι οι διεθνείς οργανισμοί – Ε.Ε., Ηνωμένα Έθνη, G7 (των «8» μείον της Ρωσίας) – αποκήρυξαν τις κινήσεις της Ρωσίας ως παράνομες, και επέβαλαν κυρώσεις, οικονομικές και μη, στην Ρωσική Ομοσπονδία και σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Η κατάσταση συνεχίζει να είναι τεταμένη, καθώς η πλειονότητα της διεθνούς κοινότητας δεν αναγνωρίζει ως νόμιμες τις κινήσεις της Αυτόνομης Κριμαίας, και η Ρωσία ανταπαντά με τις δικές της κυρώσεις φέροντας το παράδειγμα του Κοσσόβου ως παρόμοια περίπτωση αυτοδιάθεσης των λαών.

Ίσως το πιο εύστοχο σχόλιο ανήκει στον πρόεδρο της Λευκορωσίας, ο οποίος τον Μάρτιο του 2014 σχολίασε περιφραστικά πως, είτε αναγνωριστεί από την διεθνή κοινότητα η προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσική Ομοσπονδία, είτε όχι, η προσάρτηση είναι γεγονός, και δύσκολα θα αλλάξει κάτι χωρίς να το επιθυμεί η Μόσχα.

Αντιθέτως, τα σχόλια του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, τον Μάιο και Ιούνιο του 2016, ότι το ΝΑΤΟ δεν επιθυμεί έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, φαίνεται να κινούνται αντίθετα της πραγματικότητας, ειδικά όταν υπάρχουν βλέψεις για αποστολή επιπροσθέτων ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στην Βουλγαρία και την Ρουμανία.

Εν κατακλείδι, η Ρωσία βρίσκεται σήμερα σε μια θέση όπου βλέπει την ίδια την εναπομείνασα ακεραιότητά της καθώς και την ύπαρξή/επιβίωσή της να κινδυνεύουν. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο (σκοτεινό για πολλούς) Σοβιετικό της παρελθόν, αλλά στην αίσθηση ότι η Ρωσία ηττήθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο και συνεπώς πρέπει να αποδεχθεί την μειονεκτική θέση της απέναντι σε μια ισχυρή Δύση. Ο πρόεδρος Πούτιν μίλησε στην Αγία Πετρούπολη τον Ιούνιο του 2016 για μια και μοναδική υπερδύναμη, τις Η.Π.Α., και επανέλαβε για πολλοστή φορά την επιθυμία του για συνεργασία με την Ουάσιγκτον, βασισμένη σε αμοιβαίο σεβασμό.

Σε κλίμα πολιτικής εγρήγορσης, εν καιρώ συνεχιζόμενης οικονομικής δυσχέρειας στις Ευρωπαϊκές χώρες, και με αρκετούς παρατηρητές να διαμαρτύρονται για την έλλειψη προσπαθειών για εποικοδομητικό διάλογο με την Ρωσία, το ερώτημα τώρα είναι ποιός θα είναι ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, και ποια θα είναι η πολιτική των Η.Π.Α. και του ΝΑΤΟ απέναντι στην Ρωσία: θα είναι πολιτική αντιπαράθεσης ή συναίνεσης;

*O Λεωνίδας Γοντζές είναι Επικεφαλής Τμήματος Διεθνών Σχέσεων New York College Educational Group

*O Αλέξανδρος-Κωνσταντίνος Χοτς είναι Πολιτικός Αναλυτής και Εκπαιδευτικός