2024: Ασυμμετρία φάσεων του οικονομικού κύκλου σε Ελλάδα και ΕΕ
Η υψηλή αβεβαιότητα θα συνεχίσει να αποτελεί σημαντικό στοιχείο της διεθνούς οικονομίας. Οι συγκρούσεις που μαίνονται στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή έχουν αυξήσει κατακόρυφα τους κινδύνους για την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία δείχνει σαφή σημάδια επιβράδυνσης.
Σε αυτό το σκηνικό η ελληνική οικονομία επιδεικνύει ανθεκτικότητα, καταγράφοντας έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ παράλληλα επιδεικνύει μία τάση ενίσχυσης των επενδύσεων στο αναπτυξιακό μείγμα: αν και διαχρονικά η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας βασιζόταν στην ιδιωτική κατανάλωση, την τελευταία τριετία ανέκαμψαν εντυπωσιακά.
Έτσι, το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ της χώρας έχει αυξηθεί στο 14,5%, δηλαδή στα υψηλότερα επίπεδα από το 2011, απέχοντας, ωστόσο, σημαντικά ακόμη από τα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα. Η συμβολή των επενδύσεων στο αναπτυξιακό μείγμα προσδοκάται ότι θα ενισχυθεί την επόμενη τριετία, μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων και την εξασφάλιση επιπλέον πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).
Σημαντικό στοιχείο για την ελληνική οικονομία είναι ότι την περασμένη χρονιά υπερέβη τις ιστορικά υψηλές επιδόσεις του 2019 σε όρους αφίξεων, παρά την αποδυνάμωση των πραγματικών εισοδημάτων των ευρωπαϊκών νοικοκυριών εξαιτίας της αναιμικής ανάπτυξης και των ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων.
Η υψηλή συμβολή των τουριστικών εισπράξεων στην ελληνική οικονομία ενέχει διπλό όφελος, καθώς ενισχύει τόσο τις εξαγωγές υπηρεσιών – συγκρατώντας τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – όσο και την ιδιωτική κατανάλωση.
Ωστόσο, οι προκλήσεις σε αυτό το πεδίο είναι πολλές και σχετίζονται τόσο με την κλιματική αλλαγή όσο και με το φαινόμενο του υπερτουρισμού σε συγκεκριμένες περιόδους του έτους και συγκεκριμένους προορισμούς.
Είναι, λοιπόν, καθοριστικής σημασίας η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, η κατανομή των τουριστικών ροών σε περισσότερες περιφέρειες, η υλοποίηση νέων έργων υποδομών και η κάλυψη των ελλείψεων ανθρώπινου δυναμικού στα ξενοδοχεία της χώρας.
Ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού και ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης στη χώρα οδήγησε σε αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ μέσω της αύξησης του παρονομαστή. Παράλληλα, τα φορολογικά έσοδα ευνοούνται από την αυξημένη κατανάλωση, τις υψηλές επιδόσεις του τουρισμού, την εκτεταμένη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών, συμβάλλοντας στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, παρά τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις που υλοποιήθηκαν εντός του έτους για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και των φυσικών καταστροφών.
Παρά την άνοδο των επιτοκίων διεθνώς τα τελευταία έτη, τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας δεν επιβαρύνοναι ουσιαστικά, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της έχει σταθερά και χαμηλά επιτόκια της εποχής των μνημονίων ενώ η ανάκτηση, μετά από 13 χρόνια, της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της Ελληνικής Δημοκρατίας από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης καθιστά και πάλι τη χώρα επενδυτικό προορισμό για κεφάλαια μακροχρόνιας απόδοσης. Η θεαματική, λοιπόν, βελτίωση της κατάστασης των δημοσίων οικονομικών σε συνδυασμό με την υποχώρηση των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους ως ποσοστού στο ΑΕΠ, προσφέρει στον σχεδιασμό πολιτικής αξιόλογο δημοσιονομικό χώρο και τους απαραίτητους βαθμούς ελευθερίας που μπορεί να αξιοποιηθούν με σύνεση για την αντιμετώπιση νέων προκλήσεων.
Συγκεκριμένα, η εμπειρία των τελευταίων ετών επιβάλλει την αύξηση των δαπανών για την άμβλυνση της επίδρασης των φυσικών καταστροφών στα μακροοικονομικά μεγέθη, την αναβάθμιση των υποδομών πολιτικής προστασίας και τη διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων.