ΑΠΟΨΕΙΣ

Η σιωπή της πολυφωνίας. Jan Lauwers-Needcompany: The blind poet, Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2016

Εάν η παράσταση του Jan Lauwers και των Need­company στοχεύει στην «Ανατολή της Δύσης», σε αυτό το «άλλο» που από παλιά ο δυτικός πολιτισμός εχθρευόταν, αλλά και ένοιωθε ως κρυφό πόλο γοητείας, σε αυτό το εξωτικό άλλο που άλλοτε μίσησε και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, άλλοτε μελέτησε, ξέχασε και αξιοποίησε κατά περίπτωση, τότε η πολυπολιτισμική σκοπιά τους έχει ενδιαφέρον ως ένα σκηνικό σχόλιο, στο πλαίσιο αυτού που ονομάζουμε «παγκοσμιοποιημένη» κοινωνία.

Βέβαια, η παράσταση του Τυφλού ποιητή εστιάζει μόνο στη συγχώνευση των πολιτισμών και την συνεργασία, αφήνοντας στην άκρη τα άλλα καυτά προβλήματα της global κουλτούρας. Εξού και η πολυγλωσσία (φλαμανδικά, αγγλικά, γαλλικά), η κινησιολογική πολυμορφία, η ενδυματολογική και εικαστική πολυφωνία και η πανσπερμία διαφορετικών αναμνήσεων και εμπειριών. Αυτά είναι και τα στοιχεία που προσιδιάζουν γενικότερα στη δουλειά του συγκροτήματος αυτού, συν την οξυμένη ευαισθησία, ιδίως του Lauwers, για το εφήμερο και ανεπίστρεπτο της σκηνικής δράσης.

Έτσι, θα πρέπει να ακούσουμε τις επιμέρους αφηγήσεις, ιστορικές ή αυτοβιογραφικές, των performers ως αφηγηματικές επιτελέσεις μάλλον και όχι ως αφηγηματικά περιεχόμενα, ενώ και τις επιτελέσεις αυτές θα πρέπει να τις συλλάβουμε στη στιγμιακότητά τους, ως μια φευγαλέα χειρονομία ενός προσώπου, η γενεαλογία του οποίου είναι μόνο προσχηματική, γιατί το πρόσωπο δεν είναι σχηματισμένο, δεν είναι παγιωμένο σε μια εξελικτική φάση, αλλά πλάθεται κατά τη διάρκεια και μέσω της επιτέλεσης, όπως ένα πρόσωπο που επεξεργάζεται ένας πλαστικός καλλιτέχνης.

Αυτό το στιγμιαίο που ανάγει το «εδώ και τώρα» σε έναν απειροελάχιστο μικρόκοσμο διεκδικεί την ακαριαία πράξη, εγκαταλείπει κάθε φιλοδοξία σύνθεσης και προάγει έναν λυρισμό της παρουσίας, θα λέγαμε, μια «απόλυτη ποίηση»[1] του στιγμιαίου σώματος. Πόσες αμφιβολίες μπορούμε να εγείρουμε εδώ; Πόσο ακαριαία μπορεί να είναι μια πράξη διεξοδικά προετοιμασμένη και επιμελώς προωθημένη από διεθνή και ισχυρά πολιτιστικά δίκτυα; Ποια παρουσία μπορεί να θεωρηθεί ως απόλυτη στο παρόν και ποια «παράσταση» ως αδέσποτη από τα παραμικρά ίχνη της «αναπαράστασης»; Τα ερωτήματα αυτά (την απάντηση των οποίων αναβάλλουν συστηματικά οι πρόθυμοι υποστηρικτές της μεταδραματικής κουλτούρας) τίθενται αναπόφευκτα με τον Τυφλό ποιητή. Με ποιον τρόπο;

Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε υποστηριχτεί για την τριλογία Sad Face/Happy Face του Lauwers (Salzburg, Αύγουστος 2008) ότι μπορούσε να ανακεφαλαιώσει όλον τον ευρωπαϊκό εικοστό αιώνα, ορίζοντας μια ιστορική φάση που αποτελεί το δικό μας παρόν.[2] Πού βρισκόμαστε στην ιστορία; Αυτό ήταν το ερώτημα που έθετε το θέατρο του φλαμανδού καλλιτέχνη, ένα ερώτημα προσανατολισμού στον χρόνο,[3] όχι σε έναν οποιονδήποτε τεχνητό χρόνο, αλλά στον ιστορικό χρόνο. Αυτό είναι και ένα από τα χαρακτηριστικά που ο Badiou, ανακαλώντας τον Antoine Vitez, έχει αποδώσει στο αυθεντικό θέατρο: μια μηχανή τοπολογικής σχέσης με τον χρόνο.[4]

Το εδώ-μέσα-στον-χρόνο θα μπορούσε να είναι η στιγμή που βρίσκεται στο στόχαστρο του Τυφλού ποιητή. Αλλά η στιγμή, για να μείνω στη σκέψη του Badiou, διαυγάζεται μέσω της σχέσης με το αιώνιο.[5] Όμως, στη μεταμοντέρνα σκηνή του Lauwers και των Needcompany το αιώνιο δεν βρίσκει μιαν εύλογη θέση. Γι’ αυτό και οι αναφορές στρέφονται προς την ιστορία. Άλλωστε, καμιά «απόλυτη ποίηση» και καμιά μεταδραματική γραφή» δεν εννοείται χωρίς αναφορές, κάτι που κάνει την ποίηση λιγότερο απόλυτη και τη γραφή περισσότερο δραματική.

Ιστορικές αναφορές λοιπόν. Αυτές προσφέρουν τον «κάθετο» άξονα της παράστασης που διασταυρώνεται με τον οριζόντιο της πολυπολιτισμικότητας. Για μερικούς ο σταυρός μπορεί να δένει καλά. Για μένα όμως όχι. Εντοπίζω μια προχειρότητα τόσο στις ιστορικές και πολυπολιτισμικές αναφορές, όσο και στη διασταύρωσή τους. Οι ετερόκλητες εικόνες βρίσκουν εύκολο άλλοθι στο πρόταγμα της μη σύνθεσης, αλλά από την άλλη δεν πείθουν. Ο χθαμαλός βίος μιας βέλγικης οικογένειας, οι μουσικές νότες από την αμερικάνικη ενδοχώρα, οι ταϋλανδέζικες καταβολές και οι κινέζικες παρεμβολές, ο απόηχος των Βίκινγκς, ο τυνήσιος μετανάστης ─ για να συμπληρωθεί η συμμετοχή όλων σχεδόν των ηπείρων ─ όλη αυτή η πολυφωνία των εικόνων εξυπηρετεί μάλλον ένα ασυνάρτητο άθροισμα παραπομπών ή ένα ασύνδετο σχήμα σκηνικών ικανοτήτων. Η πολυφωνία, βλέπετε, συνδράμει ενίοτε και τη σιωπή.

Η δεσπόζουσα όμως εικόνα, αυτή που προτάσσεται και στο πρόγραμμα της παράστασης, είναι εκείνη του καθολικού καθεδρικού ναού που «πνίγει» το παλαιό τζαμί στην Κόρδοβα, μια συνεκδοχική σκηνή της κατατρόπωσης του «πολιτισμένου» αραβικού κόσμου από την «απολίτιστη» και συγκριτικά «αγράμματη» Ευρώπη του ενδεκάτου αιώνα. Η Ευρώπη νίκησε, έγινε ισχυρή και, αργότερα, άπλωσε τις αποικίες της σε όλον τον κόσμο. Έτσι έγραψε τη δική της ιστορία, την επίσημη ιστορία, αυτήν που γράφουν και υπογράφουν πάντα οι νικητές και στην οποία ασκούν σήμερα κριτική οι Needcompany.

Αυτό που θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον θα ήταν βέβαια η κριτική αυτή να στραφεί προς την αποικιοκρατική Ευρώπη, λαμπρό μέλος της οποίας ήταν και το Βέλγιο. Και θα είχε ενδιαφέρον για δύο λόγους. Αφ’ ενός διότι θα μπορούσε να δέσει καλύτερα ο σταυρός των δύο αξόνων, αφού ο αστερισμός της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας φωτίζεται και από την αποικιοκρατία ─ εάν δεχθούμε ότι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία προϋποθέτει και συνεπάγεται μια μορφή νέο-αποικιοκρατίας. Αφ’ ετέρου επειδή κάθε κριτική δυναμώνει τη βάση και το βεληνεκές της όταν εκδηλώνεται και ως αυτοκριτική.

Ποια θα ήταν η πειστικότητα της παράστασης εάν, αντί των σποραδικών, ασύνδετων και ελλειπτικών αναφορών στην «ιστορία των νικητών», είχαμε στο προσκήνιο τη λαμπρή φιγούρα λ.χ. του βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου και τις σκοτεινές σκιές των δέκα περίπου εκατομμυρίων κονγκολέζων που βασάνισε και σκότωσε για να αποκτήσει μια τεράστια περιουσία;[6] Σε αυτό το project μάλιστα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και το τεράστιο μαύρο μπαλόνι (που γίνεται της μόδας και εμφανίζεται συχνά πυκνά στις ευρωπαϊκές παραγωγές), παραπέμποντας έτσι είτε στη μεγάλη μαύρη ήπειρο που έχουμε «καταπιεί» εμείς οι «απολίτιστοι» νικητές είτε στη μεγάλη μαύρη τρύπα στην ιστορία του Βελγίου και της Ευρώπης. Και μη μεμφθείτε τη δυνητική ευκτική. Είναι η κατ’ εξοχήν έγκλιση του θεάτρου.

*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.

[1] Όρος που επιφυλάσσει ο Lehmann για τις παλαιότερες παραγωγές του Lauwers. Βλ. Hans-Thies Lehmann: Le théâtre postdramatique, L’Arche, Paris 2002, σ. 176.

[2] Janelle Reinelt: (2010) «Jan Lauwers: Performance Realities–memory, history, death», στο Maria Delgado-Dan Rebellato (eds): Contemporary European Theatre Directors, Routledge, London & New York 2010, (σσ. 205–231), σ. 208.

[3] Adrian Kear: Theatre and Event. Staging the European Century, Palgrave Macmillan, Basingstoke, Hampshire 2013, σ. 37.

[4] Alain Badiou: Rhapsodie pour le théâtre, Imprimerie Nationale, Paris 1990, σ. 116.

[5] Alain Badiou, ό.π., σ. 117.

[6] Επί τη ευκαιρία, θυμίζω ότι αυτές τις ημέρες θα δοθεί η παράσταση του έργου Ο μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου σε διασκευή (από το έργο του Mark Twain) και σκηνοθεσία Μενέλαου Καρατζά. Ελπίζω η παράσταση να επαναληφθεί τον ερχόμενο χειμώνα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης