H ελληνική εργασιακή πραγματικότητα απέχει πολύ από αυτή των προηγμένων χωρών
Ανανεώθηκε:
Μια αρνητική διάκριση έλαβε η χώρα μας καθώς βρέθηκε στη δεύτερη θέση από το τέλος, ανάμεσα σε 35 χώρες, σε στην πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ όπου εξετάστηκε ο μισθός ανά ώρα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές η Ελλάδα παρουσιάζει τη χαμηλότερη αύξηση μισθών τα τελευταία 10 χρόνια (από το 2012 έως το 2022), καθώς η χώρα μας με μόλις 1,5% αύξηση των μέσων μισθών είναι σε δεινή θέση.
Το 2022 οι μέσες ετήσιες αποδοχές ήταν 24.709 ευρώ, όταν το 2012 ήταν 24.339 ευρώ, που σημαίνει ότι οι μέσοι μισθοί αυξήθηκαν μόνο κατά 370 ευρώ την τελευταία δεκαετία.
Στη μελέτη επισημαίνεται παράλληλα ότι μεγάλο μέρος της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται από τον τουρισμό και τα τελευταία χρόνια υπήρξε κάμψη σε αυτόν τον τομέα.
Η πανδημία σταμάτησε τα διεθνή ταξίδια, αποδεκατίζοντας τις βιομηχανίες τουρισμού και αναψυχής των χωρών. Αν αυτό συνδυασθεί με τις σκληρές επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη, όπως οι αυξημένες πυρκαγιές και οι πλημμύρες δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μια οικονομία που επικεντρώνεται στον τουρισμό δυσκολεύεται να δει τους μισθούς να αυξάνονται και ότι πρέπει να παρθούν άμεσα μέτρα.
Πέρα όμως από τα νούμερα και τους πανηγυρισμούς για την ανάπτυξη που διαφαίνεται «στα χαρτιά», η σκληρή αλήθεια είναι ότι το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε σε πραγματικές τιμές, αφού ο ανεξέλεγκτος, απληστίας και μη, πληθωρισμός διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των μισθών, συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα αν συγκρίνουμε τις αυξήσεις των μισθών με το ποσοστό του πληθωρισμού.
Στην Ελλάδα σήμερα, 750.000 εργαζόμενοι αμείβονται με μισθούς κάτω των 400 ευρώ, λόγω μερικής, προσωρινής ή εκ περιτροπής εργασίας. Το 55% των νέων θέσεων που δημιουργούνται αφορούν αυτές τις μορφές εργασίας. Το 40% των μισθωτών αμείβεται με μισθούς χαμηλότερους από τον κατώτατο μισθό, ο μέσος μισθός για τους νέους στον ιδιωτικό τομέα είναι €497 λόγω της μερικής και της προσωρινής απασχόλησης
Η αμοιβή των χαμηλόμισθων δεν μπορεί να αποτελεί μέρος των προεκλογικών σκοπιμοτήτων της εκάστοτε Κυβέρνησης. Ιδίως ,όταν η ακρίβεια έχει πλήξει σε τέτοιο βαθμό το εισόδημα τους, με αποτέλεσμα να λέμε σήμερα ότι πάνω από ένας στους τέσσερις πολίτες στην Ελλάδα ζει στο όριο της φτώχιας.
Το κράτος όμως πρέπει να πάψει να παρεμβαίνει στον κατώτατο μισθό και ο καθορισμός του κατώτατου μισθού πρέπει να περάσει στους ίδιους τους κοινωνικούς εταίρους, μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Παράλληλα, οφείλουμε να απελευθερώσουμε τις τριετίες, ώστε οι αμειβόμενοι με τις κατώτερες αποδοχές να εξελίσσονται μισθολογικά, όπως επίσης και να κηρύξουμε επιτέλους ως υποχρεωτικές τις κλαδικές συμβάσεις.
Δυστυχώς, η εργασιακή πραγματικότητα στην Ελλάδα απέχει πολύ από αυτή των προηγμένων χωρών της Ε.Ε., αφού μόλις το 25% των εργαζόμενων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, έναντι πάνω από 70% στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά.
Τέλος,δεν μπορούμε να μην σταθούμε στο μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, το οποίο είναι το διαρκώς αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος που υπερβαίνει πλέον τα 270 δισεκ. ευρώ.
Όλα τα εργαλεία που έχει ενεργοποιήσει η κυβέρνηση έχουν αποτύχει, αφού ενδεικτικά μόλις 2.700 ρυθμίσεις έχουν γίνει μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, τη στιγμή που τα κόκκινα δάνεια ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο και πάνω από 4 εκατομμύρια ΑΦΜ χρωστούν στην εφορία, με τα «φρέσκα» ληξιπρόθεσμα χρέη να ξεπερνούν τα 7,2 δισεκ. ευρώ.
Το οικονομικό επιτελείο συνεχίζει να κλείνει τα μάτια σε δομικά προβλήματα της οικονομίας όπως: Η υψηλή αναλογία έμμεσων/άμεσους φόρους, η υψηλότερη στον ΟΟΣΑ, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος, ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ και την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα να αναρωτιέμαι τι χρειάζεται ακόμη για να ενεργοποιηθεί και να λάβει δραστικές λύσεις η πολιτεία;
Η Σοφία Κατσίγιαννη είναι Διδάκτωρ Νομικής Αθηνών και αν. Γραμματέας Τομέα Τουρισμού του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ