ΑΠΟΨΕΙΣ

Η συμφιλιωτική μνήμη. Lola Arias: Minefield, Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου

Η συμφιλιωτική μνήμη. Lola Arias: Minefield, Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου

Υπάρχει λοιπόν η μνήμη που ανασύρει στην επιφάνεια κακίες και μίση, έριδες και αντιμαχίες και η μνήμη που τα ξεπερνά όλα αυτά και οδηγεί εν τέλει στη συμφιλίωση;

Η Lola Arias δείχνει να το πιστεύει. Δύο χρόνια μετά τη σπουδαία performance Η ζωή μου μετά που είχε δώσει τον Νοέμβριο του 2014, η οποία είχε στον κεντρικό της άξονα το ίδιο θέμα με φόντο την πολιτική δυστοπία της πατρίδας της και την επίσης ενδιαφέρουσα δουλειά της Ακρόαση για μια διαδήλωση τον επόμενο Νοέμβριο στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, η αργεντίνα καλλιτέχνις επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου με το Ναρκοπέδιο (Minefield) σαν να θέλει να εμπεδώσει και να επιβεβαιώσει, σε ένα άλλο (πλην συναφές) πεδίο τώρα, τη δύναμη της συμφιλιωτικής μνήμης.

Το θέατρο ντοκουμέντο (ας δεχτούμε αυτόν τον συμβατικό, πλην πολύ περιεκτικό όρο) που υπηρετεί με μεγάλη συνέπεια και επιτυχία, συνδυάζεται και πάλι με την αναζήτηση του εαυτού μέσω της αφήγησης, ως ιδρυτικού συστατικού του, αλλά τη φορά αυτή η παρουσία του άλλου είναι πιο έντονη, καθώς η αναζήτηση περιλαμβάνει ευρύτερα ανθρώπινα σύνολα και μάλιστα μιας άλλης εθνικότητας. Οι έξι performers που κατοικούν στον σκηνικό της κόσμο είναι δύο άγγλοι, τρεις αργεντίνοι βετεράνοι του πολέμου στα νησιά Falkland/Μαλβίνες και ένας πολεμιστής Γκούρκα από το Νεπάλ, ζωντανό κατάλοιπο της πάλαι ποτέ κραταιής Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

Ας εστιάσουμε τον φακό μας λίγο περισσότερο. Ο Lou Armour είχε γίνει πρωτοσέλιδο στις 2 Απριλίου 1982 (το βλέπουμε και εμείς σε video wall) όταν συνελήφθη από τους Αργεντίνους. Σήμερα διδάσκει και εκπαιδεύει άτομα με ειδικές ανάγκες. Ο David Jackson ήταν ασυρματιστής στον πόλεμο. Σήμερα είναι ψυχολόγος 57 ετών και ειδικεύεται στην υποστήριξη άλλων βετεράνων στρατιωτών από τους διάσπαρτους πολέμους στους οποίους μετέχει η Αγγλία. Στο ίδιο στρατόπεδο, ο πιο «επαγγελματίας» και πιστός στη δίνη της μάχης είναι ο πρώην αποικιοκρατούμενος «ιθαγενής» Sukrim Rai, αυτός ο βασιλικότερος του βασιλέως, που συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του μαχαιριού του ως ειδικός φρουρός. Από την άλλη μεριά, ο Ruben Otero, ναύτης στο καταδρομικό Belgrano, επέζησε του ναυαγίου, αλλά και του ναυαγίου του πολέμου για να φτιάξει στη συνέχεια ένα μουσικό συγκρότημα που ειδικεύεται στα τραγούδια των Beatles. Οφείλω να πω ότι είναι ένας εκπληκτικός ντράμερ. Ο Gabriel Sagastume αρνήθηκε να πατήσει τη σκανδάλη. Πολέμησε με τη στολή του μόνο και σήμερα είναι ποινικολόγος. Την αργεντίνικη ομάδα συμπληρώνει ο Marcelo Vallejo, ολμιστής τότε, τριαθλητής τώρα.

πεφ

Πρόσωπα της ιστορίας τότε, σχεδόν όλοι με άλλους ρόλους τώρα, καλούνται σήμερα να πρωταγωνιστήσουν στη σκηνή παίζοντας-αφηγούμενοι τον εαυτό τους στο παρελθόν. Υπάρχει εδώ ένα μείζον επιχείρημα. Στο αρχικό ερώτημα εάν είναι δυνατή η συμφιλιωτική μνήμη, η απάντηση της Arias είναι καταφατική και το επιχείρημά της είναι πρωτίστως η ίδια η performance του Minefield. Αφού η αφηγηματική αυτή performance έλαβε χώρα, αφού συντελέστηκε η συνάντηση και η συνεργασία των παλαιών εχθρών, τότε ναι, η μνήμη, η επιτελεστική και επιτελεσμένη μνήμη μπορεί να αποβεί συμφιλιωτική μέσω της αφήγησης. Αφηγούμαι τον θάνατο του φίλου μου, δείχνω τη φωτογραφία του νεκρού, περιγράφω τα διαμελισμένα σώματα, αφηγούμαι τα τελευταία λόγια που ο εχθρός μου μπόρεσε να μου ψελλίσει προτού ξεψυχήσει, συναντώ τον παρ’ ολίγο φονιά μου και καταφέρνω να συμφιλιωθώ μαζί του, να συμφιλιωθώ με την ήττα της πατρίδας μου, να συμφιλιωθώ εν μέρει και με τον εαυτό μου που τον είχα χάσει κάπου ανάμεσα στα ακρωτηριασμένα πόδια, στη λάσπη και το ατέλειωτο αίμα. Δύσκολα θα το πίστευα και από μια πιο προσεκτική σκοπιά θα είχα πολλές επιφυλάξεις. Κανείς δεν εξέρχεται ποτέ από ένα ναρκοπέδιο, ακόμα και αν δεν πατήσει τη μοιραία νάρκη. Το ναρκοπέδιο δεν είναι απλώς ένα κομμάτι γης, αλλά ο θάνατος που σου κρατάει για λίγο το χέρι, η ανάσα του που σε περιμένει στο επόμενο βήμα. Και η ζωή, η όποια ζωή μάς απομένει έχει «επόμενα βήματα» και μια ανάσα εκεί ή εδώ που μας περιμένει. Εάν αυτή η μεταφορά έχει βιωθεί άπαξ σε μια ιστορική κυριολεξία, τότε όχι, δεν βγαίνεις ποτέ από το ναρκοπέδιο ολοσχερώς.

Και όμως, η Arias έχει πειθώ. Γιατί η παράστασή της είναι η ίδια η επιτέλεση της συμφιλίωσης. Η ίδια η παράσταση ως σχέδιο και ως εγχείρημα εκκόλαψε το πρόταγμα της συμφιλίωσης και το έκανε πραγματικότητα. Η πρόσκληση για συμμετοχή στο εγχείρημα προκάλεσε τη συγκεκριμένη συμφιλίωση. Θυμίζω ότι κατά την πρεμιέρα του Η ζωή μου μετά στο Μπουένος Άιρες (2009), μία performer διάβασε τα πρακτικά της δίκης κατά του πατέρα της για κλοπή ενός μωρού, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί πραγματικά ο πατέρας της. Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι παραστάσεις αυτής της καλλιτέχνιδος αποκτούν όλο και περισσότερο ένα ιστορικό βάρος, έχουν την πυκνότητα ενός αληθινού γεγονότος με τις δικές του ιστορικές ρίζες και κοινωνικές συνέπειες. Φέρουν επί σκηνής, ζωντανεύουν στον πλαισιωμένο χώρο της τον βιωμένο χρόνο, τα ίδια τα θραύσματα της μνήμης, τα ίδια τα σπαράγματα της ιστορίας.

πφ1

Το μείζον επιχείρημα της Arias, επιχείρημα θεατρικό και συνάμα φιλοσοφικό, θα μπορούσε λοιπόν να διατυπωθεί ως εξής: όσο και αν κάποια γεγονότα είναι αμετάκλητα, όσο και αν ο ιστορικός βηματισμός προκαλεί ρωγμές στον βιωματικό χρόνο και ανεπούλωτα τραύματα στους ανθρώπους, η μνήμη μπορεί ενίοτε να αποδειχθεί συμφιλιωτική στο πλαίσιο μιας σκηνής, στο πλαίσιο δηλαδή μιας δυνητικής σχέσης που μπορεί όχι μόνο να φιλοξενήσει την πραγματικότητα μέσω της αφήγησής της, αλλά και να τροποποιήσει το παρόν, να αλλάξει τις σχέσεις των υποκειμένων και εκτός σκηνής, εκτός του πλαισιωμένου χρόνου. Η μνήμη μπορεί να γίνει συμφιλιωτική εάν το θέατρο μπορεί να επέμβει στην πραγματικότητα. Θα λέγαμε ότι η μνήμη του θεάτρου (η μνήμη που μπορεί να πυροδοτήσει το θέατρο), όπως και το θέατρο της μνήμης (η μνήμη ως επιτελεστική ενέργεια) διασταυρώνονται στο εγχείρημα της Arias και διαμορφώνουν μια εντελώς ιδιάζουσα, ποιητική και συνάμα πραξιακή, σφαίρα, μια ενδιάμεση ζώνη αισθητικής και ηθικής, δυνητικής και πραγματοποιημένης δράσης, κατά την οποία το θέατρο τροφοδοτείται, εμπνέεται από την ιστορία για να επέμβει στη συνέχεια σε αυτήν και να αλλάξει έστω και ελάχιστα τη ζωή κάποιων ανθρώπων.

Είναι φανερό ότι οι αντίπαλες θέσεις των έξι πρωταγωνιστών για τα δίκαια και τα άδικα του πολέμου δεν αλλάζουν μετά την παράσταση, όπως φυσικά δεν αλλάζει και η κατοχή των νησιών από τους Άγγλους. Αλλά νομίζω ότι όντως κάτι αλλάζει μέσα από και μετά την παράσταση: ανάμεσα στη συμφιλιωτική πολιτική που υπαγορεύεται από κρατικά συμφέροντα και διεθνείς συμβιβασμούς και στα ατομικά ή συλλογικά τραύματα που ακόμα πονούν, μπορεί να αλλάξει κάπως ο τρόπος θεώρησης του άλλου, του «απέναντι», που μια ιδιοτροπία της τύχης τον πέταξε στην αντίπερα όχθη και του «χάρισε» τις ίδιες πληγές με τις δικές μου.

*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου