Zoe Paul: Το Combrays και το Dogville
Το χωριό ως τύπος κοινωνικής και τοπικής συγκρότησης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως λόγω του διττού χαρακτήρα του.
Από τη μία το βουκολικό σκηνικό και η αγροτική εργασία, η αλληλεγγύη και η φιλοξενία σε συνδυασμό με την αίσθηση του κοινού χρόνου –ο οποίος επισημαίνεται με το χτύπημα της καμπάνας- αποτελούν χαρακτηριστικά ενός γαλήνιου τρόπου ζωής απαλλαγμένου από το άγχος που προκύπτει από τους έντονους ρυθμούς της πόλης. Από την άλλη τα καταπιεσμένα ένστικτα, οι φόνοι, οι βιασμοί και οι αιμομιξίες συνθέτουν τη «σκοτεινή» πλευρά των μικρών και κλειστών κοινωνιών. Το προφίλ του φιλήσυχου χωριού μπορούμε να πούμε ότι παραπέμπει στο Combray του Μαρσέλ Προυστ, ενώ το δεύτερο, βίαιο και νοσηρό, στο Dogville του Λαρς Φον Τρίερ.
Ακριβώς το γεγονός ότι το Combray και το Dogville δεν είναι δύο διαφορετικά μοντέλα μικρής κοινωνίας, αλλά μάλλον δύο διαφορετικοί τρόποι ύπαρξης εντός του ιδίου πλαισίου, πολλές φορές των ίδιων ανθρώπων, εξετάζει στην πρώτη της ατομική έκθεση “Solitude and Village” η Ζώη Πωλ (The Breeder, έως 31 Αυγούστου).
Στην πρώτη αίθουσα της έκθεσης δεσπόζουν επτά κεφάλια από ψημένο πηλό, τα οποία στέκονται πάνω σε βάθρα από παλιά κεραμικά πλακάκια και φωτίζονται από χαμηλά με λευκά LED φώτα. Τα γλυπτά κεφάλια είναι στραμμένα σε διαφορετικές κατευθύνσεις με τα βλέμματά τους να μην διασταυρώνονται ποτέ. Βρίσκονται ίσως σε αυτή την κατάσταση «μοναχικότητας» (solitude) στην οποία αναφέρεται η εικαστικός στον τίτλο της θεματικής της. Η απόλυτη ηρεμία και ακινησία δίνει την εντύπωση πως βρίσκονται σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης, από την άλλη, ο ελαφρώς μνημειακός χαρακτήρας με τον οποίον είναι στημένες παραπέμπει σε ανδριάντες πεσόντων πολεμιστών. Τα κεραμικά πλακάκια θέτουν αμέσως το πλαίσιο του χωριατόσπιτου, αποτελώντας το βασικό στοιχείο νοηματοδότησης του κατά τα άλλα άτοπου σκηνικού. Σε πρώτη, λοιπόν, θέαση κυριαρχεί το προφίλ του Combray. Μόλις όμως περιεργαστεί κανείς τις μορφές, νοιώθει αμέσως ανησυχία. Τα έντονα χαρακτηριστικά τους –τερατόμορφα σε σημεία, οι οξείες γωνίες και τα γουρλωτά τους μάτια παραπέμπουν σε αφρικανικές μάσκες και δη στον τρόπο με τον οποίον χρησιμοποιήθηκαν από τον Πάμπλο Πικάσο στις Δεσποινίδες της Αβινιόν: ως προσωποποίηση της φρίκης που προκύπτει από τη νοσηρότητα της σάρκας, τη σκοτεινή πλευρά της σωματικής επαφής και την κάθε μορφής βία.
Στον υπόγειο χώρο της γκαλερί κυριαρχούν γυναικείες μορφές που σχηματίζονται από χειροποίητες κεραμικές χάντρες. Οι κατακερματισμένες αυτές φιγούρες διατηρούν ξεκάθαρα μια γλυπτική ποιότητα –περισσότερο του μαρμάρου και όχι του πηλού, ενώ η γλυπτικότητα αυτή από κοινού με τον τρόπο που συντίθενται, ουσιαστικά από εκατοντάδες σημεία, οδηγούν σε έναν συνδυασμό της αισθητικής του παραδοσιακού και εκείνης του ψηφιακού.
Εν μέσω των γυναικείων μορφών βρίσκεται ένας νεροχύτης από σπασμένα μωσαϊκά, στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονται χρυσά νομίσματα. Απομακρυσμένος από το οικιακό περιβάλλον ο νεροχύτης χάνει την αισθητική του οικιακού είδους και προσιδιάζει περισσότερο σε κρήνη ή σιντριβάνι. Τα χρυσά νομίσματα πέφτουν στο νερό με σκοπό να εξαγνιστούν από την αμαρτωλή τους φύση ή να μεταφράσουν τους ευσεβείς πόθους των κατοίκων σε ευχές.
Στην πραγματικότητα η Ζώη Πωλ ασχολείται με τη δίπτυχη φύση του ίδιου του ανθρώπου: το είναι και το φαίνεσθε, το καλό και το κακό, και μοιάζει να έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πρώτο είναι οργανικό κομμάτι του δευτέρου και ότι το Combray δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το Dogville και αντίστροφα.