Ποια είναι τελικά η πιο συμφέρουσα στρατηγική στην αντιμετώπιση της Τουρκίας
Ανανεώθηκε:
Μία σημαντική μερίδα του πολιτικού κόσμου διαφωνεί στην λογική διαλόγου με την Τουρκία, θεωρώντας ότι δεν συζητάς με έναν γείτονα αναθεωρητικό, που το μόνο που αναζητά είναι η υφαρπαγή δικών σου δικαιωμάτων και κεκτημένων.
Ακόμη κι αν διαφωνεί κανείς με την άποψη αυτή, δεν μπορεί να μην της αναγνωρίσει συνέπεια και προσήλωση σε μία συγκεκριμένη πολιτική προσέγγιση.
Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς το ίδιο για εκείνο το κομμάτι του πολιτικού κόσμου, που όλο το προηγούμενο διάστημα καυτηρίαζε την επιθετική στάση της Τουρκίας, του θα έρθουμε μία νύχτα ξαφνικά, του Μητσοτάκης γιοκ και της αποχώρησής της από το τραπέζι του διαλόγου για την Κύπρο και τώρα δυσφορεί που η Ελλάδα προσπαθεί να διευρύνει τους διαύλους επικοινωνίας, που αναπτύχθηκαν μετά τους σεισμούς, με την γειτονική χώρα.
Το μεγάλο ερώτημα, λοιπόν, είναι αν θέλουμε να λύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία ή τέλος πάντων να επιδιώξουμε την επίλυση μέσω διαλόγου ή με προσφυγή σε κάποιο διεθνές διαιτητικό όργανο. Η εναλλακτική της σύρραξης φαντάζομαι δεν είναι η επιλογή κανενός, σίγουρα όχι της χώρας μας. Αν όντως δέχεται κανείς τα παραπάνω, ο διάλογος για την μεγάλη διαφορά μας, οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, μπορεί να στηριχτεί μόνο στην στρατηγική διαλόγου για προσφυγή στη Χάγη ή στο Αμβούργο.
Άλλα υφιστάμενα θέματα, όπως η επαναλειτουργία της σχολή της Χάλκης ή ο σεβασμός μνημείων όπως της Αγίας Σοφίας θα μπορούσαν να λυθούν μέσω διαπραγματεύσεων. Αυτονόητα, θέματα κυριαρχίας δεν πρόκειται να συζητήσει καμία ελληνική κυβέρνηση. Η θέση όμως «θέλω να λύσω τα προβλήματα, αλλά δεν προσέρχομαι σε διάλογο» στερείται λογικής συνοχής.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, αποτελεί ένα ακόμη θετικό βήμα – μικρό, αλλά θετικό. Είμαστε κοντά στην επίλυση των προβλημάτων μας; Προφανώς όχι, αλλά μπορούμε να επιδιώξουμε την παγίωση του υφιστάμενου κλίματος ηρεμίας, που μόνο όφελος μπορεί να έχει και για τις δύο χώρες.
Θέματα πολιτικής μη έντασης, όπως οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες, μεταφορές και τουρισμός, μπορούν να δώσουν μία νέα πνοή στις πληγωμένες σχέσεις μας. Ας δούμε ένα παράδειγμα με μία τρίτη χώρα: η ΕΒΕΤΑΜ, εταιρεία του ελληνικού δημοσίου, κατάφερε να συνάψει συμφωνία με την αρμόδια κρατική οντότητα της Σαουδικής Αραβίας, ώστε τα ελληνικά αλλά και ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονται στην χώρα αυτή, αλλά και ευρύτερα στην Μέση Ανατολή, να πιστοποιούνται από την ελληνική εταιρεία – αντίστοιχο σύστημα με το ευρωπαϊκό CE. Αυτό αποτελεί ένα παράδειγμα εξωστρέφειας της Ελλάδας στην περιοχή της, αλλά και ευρύτερα στον κόσμο.
Οι ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας με τη γείτονα, με διαρκή όμως διαφύλαξη μία ισχυρής αποτρεπτικής δύναμης και οι ισχυρές αμυντικές και ενεργειακές συνεργασίες με τους συμμάχους μας αποτελούν με τα σημερινά δεδομένα, την πιο συμφέρουσα στρατηγική στην αντιμετώπιση της Τουρκίας.