ΑΠΟΨΕΙΣ

Συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν: Τι προσδοκά η ελληνική διπλωματία

Συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν: Τι προσδοκά η ελληνική διπλωματία
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν EPA/TURKISH PRESIDENT PRESS OFFICE/AΠΕ-ΜΠΕ

Οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν είναι ούτε ιδεοληπτικές, ούτε απλώς έλκονται από τα πάθη της κοινής γνώμης, ούτε είναι απλώς κάποιες αποστάσεις που δημιουργήθηκαν στο πέρασμα των χρόνων.

Είναι αποτέλεσμα της σταθερής και συνεχιζόμενης τουρκικής αμφισβήτησης και παράνομης διεκδίκησης της ελληνικής κυριαρχίας και μιας προσπάθειας μονομερούς ανασχεδιασμού των συνόρων και παραχάραξης της Συνθήκης της Λωζάνης.

Μην ξεχνάμε ότι, δομικό χαρακτηριστικό της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, είναι ο αναθεωρητισμός και ό επεκτατισμός. Και αυτό δύσκολα αλλάζει.

Ο καταστρεπτικός όμως σεισμός στην Νοτιοανατολική Τουρκία τον Φεβρουάριο του 2023 και τα τεράστια προβλήματα που δημιούργησε, ανάγκασε τον Ερντογάν να αλλάξει στάση. Σταμάτησε τις παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου από την τουρκική αεροπορία και την πολεμική ρητορική σε βάρος της χώρας μας, με πρόφαση τις μέλλουσες διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, αλλά και το πράσινο φώς που έδωσε για τη Σουηδία για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.

Η αλλαγή αυτή στάσης της Τουρκίας δεν είναι αποτέλεσμα μιας στρατηγικής επιλογής, αλλά αποτέλεσμα στρατηγικής αναγκαιότητας, λόγω των τεραστίων προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Η στρατηγική της Τουρκίας δεν αλλάζει.

Στο πλαίσιο αυτό ο Ερντογάν είναι υποχρεωμένος να προσεγγίσει διαφορετικά την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και τις σχέσεις του με την Ελλάδα, δηλαδή, να δείξει ένα πρόσωπο διαλλακτικό, προκειμένου αφ’ ενός, να εξασφαλίσει τις ευκολίες που έχει ανάγκη η οικονομία του από τη Δύση, και αφ’ ετέρου να μην δώσει άλλες αφορμές στο Κογκρέσο, την ανάγκη του οποίου έχει για την έγκριση πώλησης των F-16.

Έτσι μέσα σε αυτό το θετικό κλίμα που διαμορφώθηκε μετά τους σεισμούς, έγινε η συνάντηση των ΥΠΕΞ των δύο χωρών κ. Γεραπετρίτη και κ. Φιντάν περικειμένου να προετοιμάσουν την συνάντηση των δύο ηγετών Ερντογάν – Μητσοτάκη στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, αλλά και να καθορίσουν έναν οδικό χάρτη σύμφωνα με τον οποίο θα διεξαχθούν οι διαπραγματεύσεις, όπως είχε συμφωνηθεί στο Βίλνιους, στη συνάντηση Μητσοτάκη –Ερντογάν.

Η διαπραγμάτευση κανονικά θα αρχίσει στις 16 Οκτωβρίου με την συνάντηση των δύο ΥΦΥΠΕΞ Ελλάδος –Τουρκίας, κ. Παπαδοπούλου και του ομολόγου της, προκειμένου να εγκαινιασθεί ο πολιτικός διάλογος.

Η υφυπουργός εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπουλου που αναλαμβάνει την ευθύνη του πολιτικού διαλόγου εκ μέρους της Ελλάδας, δεν θα έχει να αντιμετωπίσει κάτι διαφορετικό από αυτό που αντιμετώπισαν οι τουλάχιστον επτά επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας στις διερευνητικές επαφές και οι ακόμη περισσότεροι Έλληνες διαπραγματευτές από το 1974 και μετά.

Αντιθέτως, θα έχει να αντιμετωπίσει πολύ περισσότερα προβλήματα τα οποία προστέθηκαν από την Τουρκία σε αυτή την διεκδικητική ατζέντα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με κορυφαία το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο και την σύνδεση της αποστρατικοποίησης με την κυριαρχία των νησιών.

Πιο μπροστά όμως θα υπάρξει η συνάντηση των δύο ηγετών στις 20 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, όπου οι δύο ηγέτες προφανώς και δεν θα ασχοληθούν λεπτομερειακά με την ουσία των προβλημάτων, αλλά θα οριοθετήσουν το πλαίσιο για το πως θα εξελιχθεί η διαπραγμάτευση περεταίρω, καθώς τον Δεκέμβριο θα γίνει η συνάντηση των επιτροπών συνεργασίας.

Αυτό που πρέπει να πούμε είναι ότι δεν πρέπει να κρατάμε μεγάλο καλάθι, διότι γνωρίζουμε ποιες είναι οι θέσεις της Τουρκίας. Είναι μαξιμαλιστικές και αναθεωρητικές. Είναι δύσκολο να συναντηθούμε, αν η Τουρκία προσέλθει στο διάλογο και επιμείνει σε αυτές τις θέσεις. Τότε προφανώς ο διάλογος υπονομεύεται από την αρχή.

Εάν όμως η Τουρκία δεν εμείνει στις θέσεις αυτές και υπάρξει μια πραγματική και ειλικρινής αναδίπλωση, χωρίς να απαιτεί η Ελλάδα να υποχωρήσει σε θέματα κυριαρχίας, τότε μπορούμε να έχουμε μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Δύσκολο μεν, αλλά θα δούμε.

Σήμερα βλέπουμε να υπάρχουν δύο Ερντογάν θα λέγαμε. Ένας είναι αυτός που έχει υποχωρήσει, έχει αναδιπλωθεί και έχει προσαρμοστεί στις σχέσεις του με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, ακόμη και με το Καθεστώς Άσαντ, δηλαδή, πλήρης αναδίπλωση και υποχώρηση προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Και ο άλλος Ερντογάν ο οποίος έχει διευρύνει την Ελληνοτουρκική ατζέντα με ανιστόρητες διεκδικήσεις, δηλ. ο Ερντογάν του Τουρκολυβικού μνημονίου, της Γαλάζιας Πατρίδας, της αποστρατιωτικοποίησης και των γκρίζων ζωνών.

Εάν έχουμε αυτόν τον Ερντογάν απέναντί μας, τότε ο διάλογος δεν οδηγείται πουθενά.

Αυτό που θέλει η Ελλάδα είναι να διατηρηθεί το καλό κλίμα. Ακόμη και να μην συμφωνηθεί κάτι στα θέματα ουσίας, το να υπάρξει ένα πλαίσιο συνεργασίας και αποφυγής εντάσεων χωρίς να λύνονται τα θέματα ουσίας, αυτό θα είναι σημαντικό και όφελος για τη χώρα μας αλλά και για την Τουρκία.

Ορθώς λοιπόν η Κυβέρνηση επιδιώκει να εκμεταλλευθεί το μομέντουμ, να εξασφαλίσει μια περίοδο μη έντασης αλλά και ένα κτίσιμο σχέσεων με την Τουρκία που θα δυσκολεύουν την επανάληψη των ακραίων προκλήσεων.

Δεν έχουμε αυταπάτες, δεν είμαστε αφελείς και δεν καλλιεργούμε προσδοκίες.

Η χώρα μας σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 2019. Είναι πιο ισχυρή αμυντικά, οικονομικά και διπλωματικά και αυτό αναγκάζει τον Ερντογάν να σεβαστεί τη συνολική ισχύ μας.

Ο Κωνσταντίνος Ιατρίδης είναι Αντιπτέραρχος (Ι) εα., Επίτιμος Διοικητής ΔΑΥ, Επίτιμος Πρόεδρος Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Αεροπορίας και Αμυντικός Αναλυτής