ΑΠΟΨΕΙΣ

Η μνήμη του νερού

EUROKINISSI

Η μνήμη του νερού. Βασίλης Μαυρογεωργίου-SkrowTheater Group: Αβαρία. Πράγματα που άφησα πίσω, Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2016

Με μια μεταφορική έννοια, η αβαρία είναι αυτό που «τρώει» το νερό, που καταπίνει, αλλά και εξ αντιθέτου αυτό που διασώζεται από την κατάποση. Είναι η ζημιά, η απώλεια μέρους του φορτίου κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, αλλά και η διάσωση ενός άλλου μέρους. Είναι οι υπαναχωρήσεις και οι συμβιβασμοί μιας ζωής που ενώ στην αρχή είναι απλωμένη σε όλον τον κόσμο, όπως ένα παιδικό παιχνίδι τείνει να απλωθεί παντού και να μετατρέψει τον χώρο σε μια αυτοδύναμη ετεροτοπία, σταδιακά όμως αρχίζει να στενεύει, να αποδυναμώνεται, ενίοτε να σκοτεινιάζει καθώς δέχεται αποκλεισμούς, αποποιήσεις, ματαιώσεις, αυτές τις μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις θανάτου που προσφέρουν αφειδώς η τύχη στον ατομικό και οι νόρμες στον συλλογικό βίο.

Για τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, ο οποίος δείχνει μια σοβαρή τάση για τη σκηνική προσέγγιση σύνθετων εννοιών (θυμίζω μόνο την Ιστορία αυτοθυσίας το 2014) και για τους συνεργάτες του στο Skrow Theater Group προεξάρχουσα θέση έχει το παιχνίδι, ιδίως το παιχνίδι της μνήμης και της απώλειας, της αβαρίας που η μνήμη προϋποθέτει. «Παίζουν με τη μνήμη τους» σημαίνει ότι δημιουργούν νέα εδάφη στο παρόν όπου το μνημονικό αντικείμενο, δηλαδή το απολεσθέν αντικείμενο, μπορεί να επιστρέψει. Το παιχνίδι λοιπόν της μερικής και πρόσκαιρης άρσης της απώλειας.

Στην παράσταση, τα νέα αυτά εδάφη περικλείονται από το νερό, αυτό το πάντα ονειροπόλο νερό του Bachelard (1) που συνεχώς πέφτει και κυλάει. Η σταθερότητα του εδάφους επιτρέπει την εγγραφή του «ονόματος», του «εγώ θυμάμαι» ή του «εγώ έχω κάνει...». Είναι η στιγμή κατά την οποία ένα υποκείμενο μπορεί να σταθεί, να μιλήσει και να ακούσει. Η εγγραφή του ονόματος συνδέεται τώρα με την ακοή. Τι να ακούσει όμως; Αυτό που έρχεται από το νερό και δεν είναι απλώς ο παφλασμός, αλλά «φωνές». Φωνές από το παρελθόν, από το βυθό του νερού και το «μνήμα» του χρόνου. Μια φράση του Rancière θα μπορούσε να χαρακτηρίσει εύστοχα το παιχνίδι της παράστασης: «Το έδαφος είναι εγγραφή ονόματος, το μνήμα πέρασμα φωνών».(2)

Ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης αποχωρίζεται εδώ το αγαπημένο του σκηνογραφικό του στοιχείο, το χώμα, για να στραφεί προς τη ρευστότητα και τη ροϊκότητα του νερού, για να συνδυάσει έτσι τη σκηνική δράση με το βαθύτερο νόημα του τίτλου: αβαρία, η πράξη που θυσιάζει κάτι στο νερό για να σώσει κάτι άλλο από αυτό. Εάν το χώμα συνείρεται ευκολότερα με αυτό που μένει, με το ερείπιο ή το κατάλοιπο του χρόνου, το υγρό στοιχείο, το πλέον διαβατάρικο, που επιλέγει ο εξαιρετικός σκηνογράφος, συνδέεται περισσότερο με μιαν αντίστροφη κίνηση (τα νερά κινούνται και παλίνδρομα) από το παρόν προς το παρελθόν, από την αφετηριακή στιγμή της μνημονικής πράξης προς το απωθημένο ή κρυμμένο αντικείμενο της μνήμης. Έτσι, ενώ το χώμα, η σκόνη, η άμμος, το γήινο ή το χοϊκό εικονίζουν το αποτέλεσμα μιας ελλειπτικής παραμονής, το νερό δηλώνει την επιστροφή και την απόσταση που η επιστροφή αυτή καλύπτει. Τα βήματα των ηθοποιών μέσα στο νερό είναι η καλύτερη δυνατή σκηνική γλώσσα, η πιο ζωντανή απεικόνιση ενός έργου ρευστού και «αυτοσχέδιου», που «σχεδιάζει» να διαπλεύσει ανάπλωρα τον χρόνο χωρίς σταθερό «σχέδιο», πάνω σε μια «σχεδία» φτιαγμένη από αναμνήσεις και συνειρμικές εικόνες.

Ο Μαυρογεωργίου παίζει και μαζί του παίζουν τόσο εύστοχα οι ηθοποιοί του: με μια διάθεση ονειροπόλησης και νοσταλγίας, όχι όμως και παλινδρόμησης. Η ισορροπία εδώ είναι πολύ δύσκολη και μια αποστασιοποίηση είναι απαραίτητη για τους ηθοποιούς. Τη βρίσκουν νομίζω στην ιδιοσυστασία του παιχνιδιού, εκεί που εγκυμονείται το κανονικό με το αναπάντεχο. Το παιχνίδι είναι απαραίτητο διότι ο υπότιτλος της παράστασης είναι επιτακτικός: «πράγματα» (φωνές, παιχνίδια και μουσικές, σχέσεις και εμπειρίες, πρόσωπα και γεγονότα) «που άφησα πίσω». «Άφησα». Ποιος; Εγώ: η εγγραφή του ονόματος, με τον αόριστο χρόνο όμως να είναι πολύ αυστηρός. Έρχεται όμως το δισήμαντο «πίσω»: πράγματα που ξεπέρασα, που εγκατέλειψα, που ξέχασα ή αποσιώπησα, που άφησα πίσω. Αλλά πίσω σε σχέση με τι; Το «πίσω» εισάγει λάθρα το «εδώ»: είναι «πίσω» ως προς ένα «εδώ», είναι «αλλού» μέσω ενός «εδώ», είναι «άλλοτε» χάρη σε ένα «τώρα». Το δισήμαντο και ύπουλο «πίσω» είναι ήδη, ήταν πάντα εδώ μπροστά μας.

Αυτές οι δολιχονδρομίες είναι μέρος του μαιάνδρου που κρύβεται μέσα στο τόσο συναρπαστικό και ανεξάντλητο θέμα της παράστασης, την οποία θα πρέπει να θεωρήσουμε μάλλον ως εργασία εν προόδω.

Οι ηθοποιοί Αργύρης Ξάφης, Γιάννης Νταλιάνης, Κατερίνα Μαυρογεώργη, Σοφία Πάσχου, Σεραφείμ Ράδης αποτελούν ένα δυνατό σύνολο, πολυφωνικό σαν τις μνήμες τους, δροσερό σαν το νερό που τους δροσίζει. Αν και οι μνήμες τους είναι διαφορετικές μεταξύ τους και αποσπασματικές, αν και η υποκριτική τους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον αυτοσχεδιασμό, αν και ο λόγος τους αρθρώνεται από σπαράγματα εμπειριών, από σκισμένες εικόνες και ρετάλια αναμνήσεων, το έργο τους εντούτοις διέπεται από μια θαυμάσια υποφώσκουσα ενότητα. Τρεις γενιές ηθοποιών παίζουν με το καλύτερο υλικό τους στους επιτονισμούς, στις κινήσεις, στην πηγαιότητα των διαθέσεων, αλλά και στη στερεότητα της υποδόριας τεχνικής. Το εγχείρημα αυτό αξίζει να συνεχιστεί και να εξελιχθεί.

(1) Gaston Bachelard: Το νερό και τα όνειρα. Δοκίμιο πάνω στη φαντασία της ύλης, Χατζηνικολή, Αθήνα 1985

(2) Jacques Rancière: Les noms de l’histoire. Essais de poétique du savoir, Seuil, Paris 1992, σ. 135

*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης