ΑΠΟΨΕΙΣ

Bud Spencer: Οι ευτυχισμένες σφαλιάρες θερινής νυκτός

Μπαντ Σπένσερ EPA/ BRITTA PEDERSEN

Η πρώτη μου γνωριμία με τον ευτραφή γενειοφόρο που σκορπούσε σκόνη στο διάβα του σημειώθηκε ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ μπροστά σε μια οθόνη κάτω από τα αστέρια.

Ήταν το καλοκαίρι του 1977. Η εποχή που κάθε γειτονιά χωρούσε κι ένα θερινό σινεμά. «Έλα πάμε, θα γελάσεις πολύ», μου είχε πει ο πατέρας μου. Και λίγη ώρα αργότερα, ανάμεσα στους γονείς μου, ένιωθα ευτυχισμένος βλέποντας τον Μπαντ Σπένσερ και τον φίλο του τον Τέρενς Χιλ, να εκτοξεύουν τους κακούς στον αέρα με γροθιές σαν πυροτεχνήματα, να τους υποχρεώνουν σε ανάποδες τούμπες με χαστούκια που έμοιαζαν βγαλμένα από τις σελίδες του Αστερίξ.

Τρία χρόνια αργότερα η ζωή μου θα άλλαζε ακούγοντας έναν δίσκο των Μπιτλς. Και έξι χρόνια μετά, η ζωή μου θα άλλαζε ξανά, διαβάζοντας ένα βιβλίο του Ιουλίου Βερν. Ωστόσο ήταν εκείνη τη νύχτα, το καλοκαίρι του 1977, σε ένα σινεμά στην πλατεία της Βούλας το οποίο έφερε την ονομασία ενός λουλουδιού, που η ζωή μου άλλαξε για πρώτη φορά. Το φιλμ λεγόταν «Ελάτε να σας δείρουμε» και, από κείνη τη μέρα, μια φοβερή μετάλλαξη έλαβε χώρα στην επτάχρονη ψυχή μου: έγινα ο Τέρενς Χιλ. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ήμουν πεπεισμένος ότι διέθετα τις μυστικές δυνάμεις του λεπτού ξανθού ήρωα, και μπορεί να μην φύτευα σφαλιάρες στους φίλους μου (πάντα ήμουν αυτό που λένε «καλό παιδί») αλλά κρυφογελούσα στην ιδέα ότι μια ανίκητη ιδιοσυγκρασία με προστάτευε από τους κακούς. Από το 1977 μέχρι το 1980 ο Τέρενς Χιλ ζούσε στη Γλυφάδα, πήγαινε σχολείο στα «Ελαφάκια», τους γονείς του τους λέγανε Γιώργο και Λένα, και η γιαγιά του η Δέσποινα ήταν επιφορτισμένη με το καθήκον να ανιχνεύει τις αίθουσες στις οποίες προβαλλόταν κάθε ταινία του ακαταμάχητου ηρωικού ζευγαριού.

Η είδηση ότι πέθανε χθες ο παλιός συνεργάτης μου Μπαντ Σπένσερ, στα 86 του χρόνια, με γέμισε θλίψη και μου έφερε στο νου όλες εκείνες τις ταινίες μέσα από τις οποίες ανακάλυψα αυτό το είδος της αθωότητας που μαγνήτιζε τα περισσότερα αγόρια στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα και στις αρχές του ογδόντα. Θυμήθηκα το «Εγώ και ο Ιπποπόταμος» σε μια σκονισμένη αίθουσα της Αργυρούπολης, τα «Μονά-Ζυγά» σε ένα θερινό της Πάρου, το «Κάντε την προσευχή σας, ερχόμαστε» στο βασίλειο των κληματαριών που λεγόταν «Ρίο». Θυμήθηκα ένα γκανγκστερικό στο οποίο ο Μπαντ απάτησε τον Τέρενς προτιμώντας για συμπρωταγωνιστή του έναν άλλο λεπτό αλλά λιγότερο φοβερό τύπο, τον Τζουλιάνο Τζέμα (ή αλλιώς Μοντγκόμερι Γουντ). Θυμήθηκα κάτι παράξενα γουέστερν, στο είδος των σπαγγέτι - γουέστερν, με τίτλους, «Ο Θεός συγχωρεί, εγώ όχι» και «Το όνομά μου είναι Τρινιτά». Μα πάνω από όλα θυμήθηκα μια εποχή χωρίς ipad και χιλιάδες ηλεκτρονικά, που την σμίλευε η μαγεία της ανόθευτης περιπέτειας. Το να παίζεις έξω μέχρι να δύσει ο ήλιος. Το να σημαδεύεις τα γόνατά σου μέσα σε ποδοσφαιρικές αλάνες γεμάτες αγκάθια και τσουκνίδες. Το να διαβάζεις «Μπλεκ» και «Αγόρι». Το να ερωτεύεσαι κάθε απόγευμα κορίτσια στο χρώμα του φεγγαριού, που άκουγαν Μάικλ Τζάκσον και ξεφύλλιζαν Μανίνες και Κατερίνες. Δεν είχαμε όσα έχουν τα σημερινά παιδιά, αλλά κατά έναν παράξενο τρόπο είχαμε πολύ περισσότερα από όσα έχουν τα σημερινά παιδιά.

Αργότερα θα μάθαινα ότι το πραγματικό όνομα του συνεργάτη μου ήταν Κάρλο Πεντερσόλι και ότι είχε επιλέξει το Σπένσερ επειδή λάτρευε έναν ηθοποιό από την εποχή των πατεράδων μας, τον Σπένσερ Τρέισι. Θα μάθαινα ότι κάποτε είχε υπάρξει κι αυτός λεπτός και μάλιστα είχε συνδέσει το όνομά του με σπουδαία αθλητικά επιτεύγματα. Ήταν δεινός κολυμβητής και επίσης ήταν ο πρώτος Ιταλός που είχε κολυμπήσει τα εκατό μέτρα σε χρόνο κάτω του ενός λεπτού (σημειωτέον ότι ο πρώτος που το είχε καταφέρει αυτό παγκοσμίως ήταν ένας άλλος μετέπειτα ηθοποιός – ο «Ταρζάν» Τζόνι Βαϊσμίλερ). Θα μάθαινα ότι είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα πόλο της Ιταλίας με την ομάδα της Λάτσιο, ότι είχε σπουδάσει νομικά, και ότι πριν φτιάξει μαζί μου αυτό το αχτύπητο δίδυμο «Χοντρού-Λιγνού» είχε εμφανιστεί σε δεκάδες ταινίες στα στούντιο της Τσινετσιτά ως κομπάρσος.

Σήμερα το πρωί, ο γιος του ανακοίνωσε ότι τα τελευταία λόγια του πατέρα του ήταν «Σας ευχαριστώ». Αυτό θέλω να του πω κι εγώ. Σε ευχαριστώ, Μπαντ (ή Κάρλο). Δεν ήσουν ο Λόρενς Ολίβιε. Δεν σε σκηνοθέτησε ο Ντέιβιντ Λυν ή ο Αντονιόνι. Οι ταινίες σου δεν έμειναν στο πάνθεον του παγκόσμιου σινεμά ούτε γοητεύουν τους πιτσιρικάδες της γενιάς του «Fast and Furious». Κάτι όμως σε εκείνες τις ξέφρενες κλωτσοπατινάδες σου δεν ξεπεράστηκε ποτέ: υπήρχε η αίσθηση του δικαίου, των λίγων ενάντια στους πολλούς, της αρχέτυπης διασκέδασης που μπορεί να προσφέρει ένας κλοσάρ της μεγαλουπόλεων. Το Τρίο Στούτζες εκτόξευε γραφομηχανές και γελούσαμε. Ο Πίτερ Σέλλερς σκόνταφτε σε πόδια άλλων και γελούσαμε. Ο Λουί Ντε Φινές έκανε γκριμάτσες και γελούσαμε. Κι εσύ, μαζί μου, μοίραζες μπούφλες σε δολοφόνους, και έσωνες γυναίκες, παιδιά, αβοήθητους γέρους. Ήταν η εποχή της αθωότητας και οτιδήποτε μπορούσε να μας κάνει να γελάμε. Αρκεί να ήταν αθώο.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης