Το «αγνώστου πατρός» βαθύ κράτος
Ανανεώθηκε:
Χρειάστηκε άλλη μία τραγωδία, άλλη μία «θυσία», όπως ατυχώς ελέχθη στη μετά το δυστύχημα των Τεμπών, για να επανέλθει στο τραπέζι αυτό που ονομάζουμε «βαθύ κράτος». Αλλά όσο βαθύ είναι αυτό το κράτος, τόσο ρηχή είναι η κατά καιρούς ανάγνωσή του, πόσο μάλλον η αντιμετώπισή του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ο πρώτος που αναφέρθηκε σ’ αυτό, δεν είναι ο πρώτος που υποσχέθηκε σύγκρουση μαζί του, δεν είναι ο πρώτος ο οποίος βλέποντας τη λαϊκή οργή διαβεβαίωσε ότι θα τελειώνει επιτέλους με αυτή τη χρόνια παθογένεια.
Ποιο είναι όμως αυτό το βαθύ κράτος και από πού προέρχεται; Για να βρούμε τις ρίζες του πρέπει να πάμε στο βάθος του χρόνου, στις αρχές του 19ου αιώνα και στην ίδια τη γέννηση του ελληνικού κράτους. Εκεί θα βρούμε τους κοτζαμπάσηδες και τους προεστούς, οι οποίοι ως τοπικοί άρχοντες λειτουργούσαν ως κράτος εν κράτει, αντιδρούσαν σε οποιαδήποτε απόπειρα δημιουργίας μιας κεντρικής διοίκησης που θα ελέγχει φόρους, έργα και υποδομές.
Αυτός άλλωστε ήταν και ο βασικός λόγος της δολοφονίας του Καποδίστρια, ο οποίος ήταν ίσως ο μόνος που προσπάθησε εξ αρχής να συγκρουστεί με το τότε «βαθύ κράτος». Στην πορεία μπορεί οι προεστοί να έγιναν παρελθόν, δεν συνέβη όμως το ίδιο με την πολιτική τους παρακαταθήκη, καθώς ο τρόπος διοίκησης παρέμεινε ο ίδιος. Ο κομματάρχης, ο «δικός μας άνθρωπος», οι Γκρούεζες υπηρέτες των Μαυρογιαλούρων ήταν το μοντέλο που επικράτησε και έφτασε μέχρι και τις μέρες μας. Έτσι πορεύτηκε το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα που αντιμετώπιζε με απόλυτη συνέπεια τους πολίτες ως «πελάτες».
Εκείνο που παρατηρεί κανείς, όταν τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος για την αντιμετώπιση του «βαθέως κράτους», είναι ότι αυτό είναι… ορφανό. Δεν υπάρχει πατέρας, δεν υπάρχει γεννήτορας, είναι ένα αυτοφυές φαινόμενο, σαν ένα ανεπιθύμητο παράσιτο, ένα «κακό σπυρί» που ξαφνικά άρχισε να ενοχλεί το «υγιές σώμα της Ελλάδας».
Δεν υπήρχαν αρχηγοί, δεν υπήρχαν πρωθυπουργοί, δεν υπήρχε κανένα φυσικό πρόσωπο που να το υπηρέτησε ή έστω να το ανέχθηκε. Και αυτό έχει προφανώς την εξήγησή του. Το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας είναι «παιδί» αυτού του συστήματος. Μέσα απ’ αυτό πορεύτηκε, οι πολιτικοί του πατέρες ήταν αυτοί που το άφηναν να κακοφορμίζει και να κατατρώει ό,τι δημιουργικό υπήρχε στη χώρα.
Η τελευταία φορά που συζητήθηκε σοβαρά ότι το βαθύ κράτος θα πρέπει να αποτελέσει ήταν η εποχή των μνημονίων, αφού (και) εκεί εντοπίστηκε ο λόγος που η χώρα χρεοκόπησε. Βλέπετε η ευκαιρία στην Ελλάδα πρέπει πάντα να συνδυάζεται με την απώλεια. Η «αντιμετώπιση του βαθέως κράτους» όμως την εποχή των μνημονίων ήταν η αποψίλωση δημόσιων οργανισμών από το απαραίτητο προσωπικό, τόσο που έμπαινε σε κίνδυνο η ασφάλεια των πολιτών. Ήταν κάτι που δεν το γνωρίζαμε; Όχι, το γνωρίζαμε και μάλιστα σε απόλυτα νούμερα. Αντιμετώπισε αυτή η τακτική κάποια παθογένεια;
Όχι, απλώς έκανε το ήδη δυσλειτουργικό Δημόσιο ακόμα πιο προβληματικό, αφού σε θέσεις κλειδιά δεν είχε τους απαραίτητους ανθρώπους που θα διασφαλίζουν αυτό που είναι από το νόμο υποχρεωμένοι να διασφαλίζουν: το δημόσιο συμφέρον και κυρίως την ασφάλεια των πολιτών.
Ο πόλεμος κατά του βαθέως κράτους είναι εδώ και δεκαετίες ένα πυροτέχνημα. Μια εντυπωσιακή εξαγγελία, που κατά κανόνα πέφτει στο κενό. Γιατί για να αντιμετωπίσεις μια χρόνια παθογένεια πρέπει να ονοματίσεις αυτόν ή αυτούς που τη δημιούργησαν, αυτόν ή αυτούς που την υπηρέτησαν, αυτόν ή αυτούς που επωφελήθηκαν. Όταν δεν ονοματίσεις, όταν δεν κάνεις συγκεκριμένο τίποτα απ' αυτά, κυρίως γιατί εκεί μπορεί να βρεις και τον εαυτό σου, τότε αυτή η εξαγγελία είναι κενό γράμμα.
Το «αγνώστου πατρός» βαθύ κράτος θα παραμείνει αλώβητο, μέχρι την επόμενη φορά που ένα τραγικό γεγονός θα επαναφέρει τη συζήτηση, αλλά όχι τη λύση σ' αυτό που ταλαιπωρεί τη χώρα από την ίδρυσή της.