ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας: Μεταξύ ανθεκτικότητας και αβεβαιότητας

Pixabay

Η παγκόσμια οικονομία επιχειρεί να ανακτήσει τον βηματισμό της εν μέσω μιας σειράς «πολυκρίσεων»: υψηλά επίπεδα πληθωρισμού, αυξανόμενα επιτόκια, ασυνέχειες στην εφοδιαστική αλυσίδα, πανδημία και πιθανά νέα lockdowns, Ρώσο-ουκρανικός πόλεμος.

 

Οι «πολυκρίσεις» αυτές οδήγησαν την Παγκόσμια Τράπεζα να επισημάνει την πιθανότητα

Η παγκόσμια οικονομία επιχειρεί να ανακτήσει τον βηματισμό της εν μέσω μιας σειράς «πολυκρίσεων»: υψηλά επίπεδα πληθωρισμού, αυξανόμενα επιτόκια, ασυνέχειες στην εφοδιαστική αλυσίδα, πανδημία και πιθανά νέα lockdowns, Ρώσο-ουκρανικός πόλεμος.

Προφανώς, η αναπόφευκτη (;) συσταλτική νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών, o εντεινόμενος πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία και η ευθραυστότητα των χρηματοπιστωτικών συνθηκών αναμένεται να οδηγήσουν σε επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.

Στο επίπεδο αυτό, η επανεμφάνιση του φαινομένου του «στασιμοπληθωρισμού» μετά από 50 έτη, μοιάζει να είναι εξαιρετικά πιθανή.

Η ελληνική οικονομία, μετά από την τριπλή κρίση που διήλθε (και διέρχεται λόγω του πολέμου) μοιάζει να παρουσιάζει μεικτές προοπτικές για το 2023. Το 2022 κατέγραψε αξιοσημείωτη μακροοικονομική ανθεκτικότητα.

Χαρακτηριστικά σημεία της ανθεκτικότητας αυτής είναι τα αυξημένα τουριστικά έσοδα, τα οποία αναμένεται να κινηθούν κοντά (ή και να ξεπεράσουν) τα έσοδα ρεκόρ του 2019, η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, με την αύξηση των καταθέσεων και τη μείωση των κόκκινων δανείων, αλλά και η ταυτόχρονη αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών.

Μάλιστα, η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνεται στην ισχυρή δημοσιονομική στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων απέναντι στην ενεργειακή κρίση. Η στήριξη ανέρχεται στα 10,5 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο 5.7% του ΑΕΠ. Μάλιστα, τα αυξημένα φορολογικά έσοδα, λόγω και του πληθωρισμού, δίνουν τη δυνατότητα άσκησης μιας διευρυμένης κοινωνικής πολιτικής (βλ. food pass κ.λπ.).

Όμως, από την άλλη πλευρά, ο παρατεταμένος πληθωρισμός (7.2% για Δεκέμβριο 2022) μειώνει τα διαθέσιμα εισοδήματα, και αναμένεται να πλήξει την κατανάλωση, ενώ τα αυξημένα επιτόκια εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν αρνητικά τις ιδιωτικές επενδύσεις και να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στον ρυθμό ανάπτυξης.

Μάλιστα, μια ενδεχόμενη μείωση των τουριστικών εσόδων για το 2023, λόγω της πανευρωπαϊκής μείωσης των διαθέσιμων εισοδημάτων, αναμένεται να επιδεινώσει τον εξωτερικό τομέα, και να επαναφέρει, λόγω της δημοσιονομικής επιβάρυνσης της πανδημίας, το δομικό πρόβλημα των «δίδυμων ελλειμμάτων».

Έτσι η αβεβαιότητα επηρεάζει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας καθώς τόσο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης εκτιμούν συρρίκνωση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης για το 2023 (ΟΟΣΑ: 1.6% και ΔΝΤ: 1.8%).

Παρόμοιες εκτιμήσεις εκφράζονται από εγχώριους θεσμούς όπως η Τράπεζα της Ελλάδος (1.5%) αλλά και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το οποίο, στην τελευταία του έκθεση, επισημαίνει την σημασία διατήρησης της μακροοικονομικής ισορροπίας. Η διάχυση της αβεβαιότητας του εξωτερικού περιβάλλοντος στην ελληνική οικονομία επηρεάζει τις προοπτικές της επιχειρηματικότητας. Σημαντικός παράγοντας υποστήριξης της οικονομικής δραστηριότητας για το 2023 είναι η ένταση της απορρόφησης των πόρων αλλά και η υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων που προβλέπονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Θεωρώ ότι είναι κρίσιμη η συμπερίληψη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στους ευρωπαϊκούς πόρους καθώς η άνιση πρόσβαση της επιχειρηματικότητας σε αυτούς αποτελεί μια συνθήκη αστάθειας του οικοσυστήματος της επιχειρηματικότητας. Η αναμενόμενη μείωση των απαιτούμενων Ετήσιων Μονάδων Εργασίας (ΕΜΕ) σε τρείς από πέντε για τον ψηφιακό μετασχηματισμό των ΜμΕ ΕΣΠΑ 2021-2027 είναι ένα καλό πρώτο βήμα το οποίο όμως δεν αρκεί. Από την άλλη, θα πρέπει να σημειωθεί πως το 2023 ξεκινά με μια αύξηση των επιβαρύνσεων της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Η λογική απόφαση της αύξησης του κατώτατου μισθού συνεπάγεται αύξηση του λειτουργικού κόστους ιδίως εκείνων των επιχειρήσεων που είναι εντάσεως εργασίας (π.χ.. εμπόριο, εστίαση, τουρισμός).

Σε κάθε περίπτωση, η στήριξη των επιχειρήσεων με φορολογικές ελαφρύνσεις, όπως η κατάργηση του (παράλογου) τέλους επιτηδεύματος, αλλά και με αντίστοιχη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, μοιάζει πιο αναγκαία από ποτέ.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης