Οι επενδύσεις βασικός στόχος της ελληνικής οικονομίας
Ανανεώθηκε:
Η διεθνής οικονομία θα πορευτεί το 2023 σε ένα περιβάλλον στασιμοπληθωρισμού. Οι προβλέψεις επιδεινώνονται και κατατείνουν επί του παρόντος σε ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας στην περιοχή του 2%, επίπεδο που σηματοδοτεί ύφεση για τις ανεπτυγμένες χώρες.
Αυτό συμβαίνει καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, η ενεργειακή ασφάλεια -ιδίως της Ευρώπης- έχει βελτιωθεί αλλά δεν είναι βέβαιη, η πανδημία επανακάμπτει εκ της Κίνας ορμώμενη και οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες παγκοσμίως ασκούν συσφικτική νομισματική πολιτική στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τον πληθωρισμό.
Τα καλά νέα είναι ότι η ύφεση αναμένεται σχετικά σύντομη και ρηχή, καθώς η κατανάλωση και η αγορά εργασίας παραμένουν ισχυρές.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτή την πρόβλεψη είναι μεγάλοι, περιλαμβανομένων των πιθανοτήτων επιδείνωσης των γεωστρατηγικών, ενεργειακών και υγειονομικών παραμέτρων ή περαιτέρω διαταραχών στις τιμές των βασικών αγαθών (commodities) και των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, οι υφεσιακές πιέσεις, η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας και τα αποτελέσματα βάσης συντελούν στον έλεγχό του. Ωστόσο, είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι ο πληθωρισμός δεν θα επανακάψει στην περιοχή του 2% που σηματοδοτεί την σταθερότητα των τιμών πριν το τέλος του 2024 (ή και αργότερα), τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ.
Ο κύριος λόγος είναι οι τιμές των βασικών υπηρεσιών, των οποίων η ζήτηση εκτοξεύθηκε με την άρση των μέτρων κοινωνικού αποκλεισμού, εμμένουν σε υψηλά επίπεδα. Αυτό το γεγονός δίνει στις Κεντρικές Τράπεζες την δικαιολογητική βάση για να συνεχίσουν με δυναμικές κι εμπροσθοβαρείς αυξήσεις στα βασικά επιτόκια παρέμβασης και μείωσης του μεγέθους του ισολογισμού τους, παρά την προσδοκία τμημάτων των αγορών ότι θα έκαναν ένα βήμα πίσω ενώπιον του κινδύνου της ύφεσης.
Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από την ύφεση στους βασικούς εμπορικούς της εταίρους και είναι δεδομένο ότι θα επιβραδυνθεί σημαντικά το 2023.
Μπορεί, ωστόσο, να παραμείνει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, εφόσον οι αρνητικοί κίνδυνοι που αναφέρθηκαν αποφευχθούν, και να υπεραποδώσει έναντι της Ευρωζώνης.
Είναι όμως ζητούμενο να βελτιωθούν και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης: από ένα μοντέλο υπερβολικά βασισμένο στην ιδιωτική κατανάλωση, όπως συμβαίνει μέχρι και σήμερα, πρέπει να κινηθούμε προς μεγαλύτερη συμμετοχή επενδύσεων κι εξαγωγών στο ΑΕΠ.
Οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί σημαντικά αλλά υστερούν έναντι των ρυθμών αύξησης των εισαγωγών, ενώ και ο τουρισμός δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από τη διεθνή ύφεση. Ως αποτέλεσμα, το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών βρίσκεται κοντά ή και πάνω από το 7% του ΑΕΠ για 3 συναπτά έτη και προβλέπεται να παραμείνει εκεί και για τα επόμενα δύο, προσλαμβάνοντας και πάλι διαστάσεις συστημικού προβλήματος και απειλώντας τη διατηρησιμότητα της ανάπτυξης.
Όσον αφορά τις επενδύσεις, είναι ελπιδοφόρο ότι μεγάλοι διεθνείς επενδυτές έχουν βάλει τη χώρα στο ραντάρ. Ωστόσο, ο δρόμος που έχει να διανυθεί μέχρι την επαναφορά του μεριδίου των επενδύσεων στο ΑΕΠ στον μέσο όρο της Ευρωζώνης είναι μεγάλος και θα απαιτήσει πολυετή προσπάθεια, όπως τεκμηριώνεται στην πρόσφατη μελέτη μας.
Σημαντική βοήθεια σε αυτό θα δώσουν οι πόροι του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης, δεδομένων των προνομιακών όρων με τους οποίους κατανέμονται και το γεγονός ότι δεν επηρεάζονται από την -αρνητική- οικονομική συγκυρία. Γι αυτόν τον λόγο, είναι σημαντικό να αποφευχθούν καθυστερήσεις στην συμβασιοποίηση κι εκτέλεση των επενδυτικών έργων (κι εκπτώσεις στην ποιότητά τους) εξαιτίας του πολιτικού κύκλου.
Σημαντικότερο όλων, πρέπει να προχωρήσουν ταχέως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βελτίωσης του οικονομικού περιβάλλοντος που αποτελούν το βασικότερο εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής και, μαζί με τη δημοσιονομική σταθερότητα, προϋπόθεση για την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας.