ΑΠΟΨΕΙΣ

«Η επανάσταση κουράζει»

«Η επανάσταση κουράζει»

Heiner Müller: Η αποστολή, Ομάδα «Σημείο Μηδέν» στο θέατρο «Άττις-Νέος Χώρος»

Η αποτυχία των επαναστάσεων, η διαστροφή του εναρκτήριου προτάγματός τους κατά την εξέλιξή τους, σημαντικός μυλλερικός τόπος, παρουσιάζεται εν εκτάσει στην Αποστολή, ένας μνημονικός και βιωματικός τόπος που εκ-τείνεται, που θέλει να εκταθεί στον χώρο πρώτα (στη Τζαμάικα) και στον χρόνο. Να λάβει δηλαδή χώρα κάπου αλλού από την πηγή της επαναστατικής πράξης και άλλοτε, σε μια υστερόχρονη στιγμή η οποία και θα επιβεβαιώνει την αφετηρία. Δεν χρειάζονται και πολλά για να σκεφτεί κανείς την απόληξη του εγχειρήματος, ιδίως όταν το έργο υπογράφεται από τον ιστορικό πεσιμισμό του Heiner Müller, πολλώ δε μάλλον όταν η αρχική κοιτίδα της επαναστατικής ορμής στερεύει και εκφυλίζεται στο σχήμα της αυτοκρατορικής Γαλλίας.

πεφ

Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης μπορεί να εννοήσει, αλλά και να παρανοήσει σημαντικές πτυχές της μυλλερικής σκέψης, ακριβώς διότι μέσω αυτής μπορεί να επινοήσει πολλές άλλες σκιές που στοιχειώνουν τα δραματικά σκηνικά του εικοστού αιώνα. Δίκην διαχρονικής τελετουργίας η Γαλλική Επανάσταση συνομιλεί με αυτήν των Μπολσεβίκων, όχι μόνο για να παραλληλιστεί εύσχημα ο Βοναπάρτης με τον Στάλιν, αλλά και για να φανεί ίσως το στυφό κρυπτόγραμμα του έργου, η κεντρική δυσθυμία του συγγραφέα (που καθόλου σπάνια φθάνει τα όρια του απαισιόδοξου μεσσιανισμού) ότι τα επαναστατικά κινήματα κινούνται προς την αποτυχία, τον εκφυλισμό και τη διαστροφή. Ο Müller μοιάζει να στέκει στο μεσονύχτι της ιστορίας, να αμφιρρέπει και να ταλαντεύεται εάν πρόκειται για το λυκόφως ή τη λυκαυγή, να αμφιβάλλει, αλλά μάλλον είναι το λυκόφως κρυμμένο σε κάθε φως, και τελικά να παραδίδεται χωρίς ελπίδα στη δίνη του χρόνου. Ο σαρκασμός του, αυτά τα χτυπήματα στην ίδια του τη σάρκα, ο κυνισμός του, αυτές οι δαγκωματιές στα σηκωμένα χέρια των καταπιεσμένων, η πονεμένη του ειρωνεία δεν είναι παρά στάσεις αυτού του μεσονυχτίου, τόσο αντίθετες ενίοτε, αλλά και τόσο όμοιες ως προς εκείνες που προκύπτουν από έναν άλλον μεσσιανισμό, και πάλι μαρξιστικό, αυτόν του Walter Benjamin,[1] στον οποίο παραπέμπει πολλαχώς η Αποστολή.

Ο γερμανός φιλόσοφος μπορεί πάλι να γίνει συνομιλητής μας και εδώ. Στο χρέος απέναντι στους αδικαίωτους νεκρούς της ιστορίας απαντά ο Σασπόρτας, υπενθυμίζοντας ότι η πατρίδα των σκλάβων είναι η εξέγερση και ότι οι νεκροί περιμένουν τη σειρά τους να ξυπνήσουν και να αγωνιστούν. Κάθε επανάσταση είναι μια ακόμα πνοή, λίγο παραπάνω αίμα και σάρκα που δίνει ζωή στον θάνατό τους.[2]

[1] Walter Benjamin: «Sur le concept d’histoire», Œuvres III, Gallimard, Paris 2000, σσ. 427-443.

[2] Heiner Müller: Η αποστολή, στον τόμο Δύστηνος Άγγελος, (μετ. Ελένη Βαροπούλου), Άγρα, Αθήνα 2001, σ. 68. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 2011 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία του Ανέστη Αζά.

Αλλά αυτή είναι η οπτική του εξεγερμένου. Στην άλλη οπτική που μας την προσφέρει ο Ντεμπυσόν (για πολλούς ένα από τα προσωπεία του Müller) η ανθρωπότητα, που συνέχεται μόνο από τις οικονομικές συναλλαγές, δηλαδή από το κέρδος και το συμφέρον, δεν έχει δει ακόμα το τελευταίο πρόσωπο της σκλαβιάς. Το τελευταίο πρόσωπο εκκρεμούσε το 1979, όταν γραφόταν η Αποστολή και, όπως μας υπενθυμίζει η ομάδα «Σημείο Μηδέν» με την παράστασή της στο θέατρο «Άττις-Νέος Χώρος», συνεχίζει να εκκρεμεί και σήμερα. Το πρόσωπο της σκλαβιάς που εκκρεμεί γεννιέται συχνά μέσα στους κόλπους της ίδιας της εξέγερσης.

Ιδού λοιπόν πώς αρθρώνεται ένας υποτυπώδης, πλην ουσιαστικός διάλογος, μολονότι ο Müller τέρπεται από τα fragmenta του λόγου, τα ετερόκλητα νοήματα και τα αγεφύρωτα τμήματα στις μεγάλες φόρμες του collage. Από τη μια μεριά η επανάσταση και από την άλλη η μάσκα της. Ο Σασπόρτας (Δημήτρης Παπαβασιλείου) και ο Ντεμπυσόν (Ελεάνα Γεωργούλη). Το χρέος του Benjamin (που εν μέρει υιοθετεί και ο Müller), ο αχός που βγαίνει από τα ερείπια της ιστορίας και σπρώχνει τα σώματα στην εξέγερση (γιατί πεθαίνει ευκολότερα όποιος στερείται ιδιοκτησίας»). Αυτή είναι η μία φωνή (που τη μοιράζεται ο Σασπόρτας και ο Γκαλουντέκ) όπως ακούγεται στην Αποστολή, αυτή είναι η αποστολή. Δεν υπάρχει όμως μόνο η αποστολή, αλλά και το θέατρο της αποστολής. Και αν η αποστολή δεν είναι παρά αυτό το θέατρο, η υπόδυση των ρόλων, η μάσκα της επανάστασης; Αυτή είναι η δεύτερη φωνή (που αρθρώνει ο Ντεμπυσόν) του έργου, μια φωνή που έχει απορροφήσει όλες τις αμφιβολίες του μεταμοντέρνου κόσμου.

πεφ1

Νομίζω ότι αυτή η ιδιάζουσα διωδία είναι συστατική της Αποστολής και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να είναι συνεχώς ζωντανή και σε εγρήγορση οι δύο πηγές της. Η σκηνοθεσία του Σάββα Στρούμπου δείχνει να κατανοεί αυτήν την ερμηνευτική γραμμή, αλλά προσπαθεί να την υλοποιήσει μέσα από τον δρόμο της αποσύνδεσης του λόγου από το σωματικό ηχείο του, προκειμένου να ανεξαρτητοποιηθεί το ηχείο (και όχι ο λόγος) και να αποκτήσει μεγαλύτερη βαρύτητα ο ήχος των φωνών: εξού και οι εκφορές μέσω εισπνοών (Έλλη Ιγγλίζ), οι εκπνοές ως ρυθμικοί δείκτες, οι συνεχείς αλλοιώσεις των επιτονισμών, η επιλογή της βαθειάς φωνητικής κλίμακας ως οργάνου απόξεσης της συναισθηματικής κρούστας.

Η ομάδα «Σημείο Μηδέν» στρέφεται συστηματικά προς το φαινόμενο της βίας στη συλλογική κλίμακα και ενδιαφέρεται προς το σύστοιχο προς αυτήν φαινόμενο της απο-ανθρωποποίησης. Ίσως λοιπόν η παραπάνω τεχνική να επιδιώκει (ατυχώς κατά την άποψή μου) την ενσάρκωση αυτού του φαινομένου. Φοβούμαι όμως ότι αποδιαρθρώνεται η βασική δομή της διωδίας και ότι οι φωνές συγχέονται και αποδυναμώνονται. Διακρίνω πάντως την παρουσία της Έβελυν Ασουάντ που έδωσε ένα εξαιρετικό μέλος στην παράσταση και την ερμηνεία του Δαυίδ Μαλτέζε, ιδίως στο ιντερμέδιο του καφκικού ασανσέρ.

Δεν μπορείς να μην συμμεριστείς, ως θεατής ή ως μελετητής του θεάτρου, το πάθος με το οποίο οι νέοι αυτοί καλλιτέχνες προσπαθούν όχι μόνο να συγκροτήσουν τον δικό τους σκηνικό κώδικα (είναι εμφανή λ.χ. κάποια στοιχεία γραφής του Brecht, του Wilson, του Τερζόπουλου, του Kafka, αλλά και του ίδιου του Müller), αλλά και να πάρουν θέση ως καλλιτέχνες απέναντι στον κίνδυνο μιας σύγχρονης δυστοπίας.

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.