Tα δύο «πρόσωπα» της αγοράς
Από τη μία πλευρά οι προσδοκίες εκπροσώπων της αγοράς ότι ο φετινός χριστουγεννιάτικος τζίρος μπορεί να ξεπεράσει τα 3,6 δισ. ευρώ του περσινού Δεκεμβρίου, οι πληρότητες στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς και τα υψηλά ποσοστά κρατήσεων σε εστιατόρια, χώρους ψυχαγωγίας και κέντρα διασκέδασης τις μέρες των γιορτών.
Κι από την άλλη, η ανησυχία και ο προβληματισμός που εκφράζουν οι καταναλωτές, -των οποίων αναμφισβήτητα το διαθέσιμο εισόδημα πιέζεται τους τελευταίους μήνες λόγω της συνεχιζόμενης ακρίβειας- που αποτυπώνονται έντονα σε σχετικές έρευνες.
Ενδεικτικό είναι ότι σύμφωνα με έρευνα του ΣΕΛΠΕ η εκτίμηση των καταναλωτών «μεταφράζεται» σε μία μείωση δαπανών τα φετινά Χριστούγεννα της τάξεως του -31%, δηλαδή ότι φέτος θα χαθεί περίπου το 1/3 του περσινού τζίρου.
Μοιάζουν δύο αντιφατικές εικόνες που περιγράφουν το παράδοξο της αγοράς τις φετινές γιορτές. Το ερώτημα είναι τι πραγματικά συμβαίνει;
Προφανώς και δεν έχουν όλοι οι πολίτες τα ίδια εισοδήματα, αντίστοιχες υποχρεώσεις και δεν έχουν πληγεί στον ίδιο βαθμό από τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης. Είναι ωστόσο το ποσοστό όσων έχουν «απόθεμα» ή τη δυνατότητα να καταναλώνουν σχεδόν με την ίδια ένταση όσο προ κρίσης, τόσο μεγάλο; Μήπως στο κλίμα των γιορτών, η διάθεση για επιστροφή στην «κανονικότητα» μετά την περίοδο της πανδημίας είναι τόσο ισχυρή που πολλοί εμφανίζονται διατεθειμένοι να κάνουν «υπέρβαση» στον προϋπολογισμό τους; Χωρίς να σκέφτονται το ενδεχόμενο να «ζοριστούν» μετά;
Μιλώντας με στελέχη της αγοράς τις τελευταίες ημέρες, πολλοί παρατηρούσαν ότι τις φετινές γιορτές, οι πολίτες εμφανίζονται περισσότερο από άλλες χρονιές διατεθειμένοι να δαπανήσουν κυρίως σε όσα θα τους προσφέρουν την «εμπειρία». Όχι σε υλικά αγαθά, περισσότερα δώρα και προσωπικά ψώνια ή ακριβότερα προϊόντα. Αλλά σε όσα στερήθηκαν την προηγούμενη διετία λόγω των περιοριστικών μέτρων. Βάζοντας σε αυτά προτεραιότητα στις δαπάνες τους τις φετινές γιορτές, λιγότερες ή περισσότερες ο καθένας, ανάλογα με τις δυνατότητές του.
Σε κάθε περίπτωση κοινή διαπίστωση είναι πως οι γιορτές, που για τη αγορά αποτελούν την περίοδο της «βαριάς κατανάλωσης» δεν είναι ενδεικτικές και το πρώτο τρίμηνο του νέου έτους θα μπορέσει να δώσει πιο «καθαρή» εικόνα σχετικά με την πορεία της κατανάλωσης.