ΑΠΟΨΕΙΣ

Η γραφή του κακού και η κακή γραφή – Βryony Lavery: Frozen στο Vault Theatre

Η γραφή του κακού και η κακή γραφή – Βryony Lavery: Frozen στο Vault Theatre

Το διακεκριμένο έργο Frozen της Βryony Lavery έχει παρουσιαστεί στην Ελλάδα το 2006 από τον Τάκη Βουτέρη στο Θέατρο Εξαρχείων υπό τον τίτλο «Καυτός πάγος», το 2011 από τον Δημήτρη Βαλσαμίδη στο θέατρο «Ταξίδι ονείρου» της Θεσσαλονίκης και αργότερα, το 2013, στο θέατρο Αγγέλων Βήμα σε σκηνοθεσία Πάνου Κοκκινόπουλου.

Με αφορμή (και όχι με στόχο) τη νέα σκηνοθεσία του έργου από τον Βαγγέλη Λάσκαρη στο Vault Theatre, θα ήθελα να επισημάνω δύο ζητήματα που ούτε στο έργο ούτε στην παράσταση θίγονται. Και τα δύο ξεκινούν με το δικαίωμα στην απόδοση της συγχώρησης. Ποιος έχει το δικαίωμα, πρώτος αυτός, να συγχωρήσει; Ποιος άλλος από αυτόν που έχει υποστεί την αδικία (τη βία, την καθυπόταξη, την προσβολή); Ποιος άλλος από το ίδιο το θύμα; Το θύμα μόνο έχει το δικαίωμα της συγχώρησης. Η συγχώρηση, η συγνώμη, είναι ένα δώρο ενικό και κανείς δεν μπορεί να το δώσει αντί για μένα, στη θέση μου, αντικαθιστώντας εμένα. Κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήσει το θύμα, κανείς δεν μπορεί να μπει στη θέση του και να συγχωρήσει αντ’ αυτού. Όπως κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει αντί για μένα ή να πεθάνει αντί για μένα. Ούτε η αγάπη, ούτε ο θάνατος, ούτε βεβαίως η συγνώμη αντισταθμίζεται με την πράξη ενός άλλου, ακόμα και όταν αυτός ο άλλος είναι ο πατέρας ή η μάνα.

Υπό την έννοια αυτήν, όλο το διακύβευμα του Frozen, αν θέλετε, το κεντρικό του δίλημμα είναι άκυρο. Η πράξη του Ραλφ (Δημήτρης Μαγκλάρας) δεν μπορεί παρά να μείνει ασυγχώρητη: θα έπρεπε να ζούσε το δεκάχρονο κορίτσι που αυτός είχε βιάσει και σκοτώσει για να ετίθετο το δίλημμα. Όμως είναι νεκρό πλέον και δεν υπάρχει ουσιαστική δυνατότητα συγχώρησης. Και λέω «ουσιαστική», καθότι η μάνα (Λωρίνα Χατζημανώλη) όχι μόνο δεν μπορεί, αλλά δεν έχει και το δικαίωμα να το κάνει. H Lavery, εφελκύοντας την προσοχή μας στο ψυχολογικό της δράμα, λάθρα, με μια πρόσθετη κίνηση, με ένα πονηρό τέχνασμα, περνάει το δικαίωμα σε αυτήν. Αυτό όμως που διαθέτει η μάνα είναι το δικαίωμα (ή το άχθος) μιας απόφασης εκδίκησης, όχι το δικαίωμα της συγχώρησης.

Το δικαίωμα της συγχώρεσης της είναι απαγορευμένο, όπως μας είναι απαγορευμένη η ακύρωση ή η διάλυση ή έστω η αναστροφή του χρόνου ανάλογα με τα καπρίτσια μας. Volens nolens, εκόντες άκοντες, βλέπουμε τον χρόνο να περνά ανεπιστρεπτί και κάθε πράξη μας που είναι ριζωμένη στις στιγμές του δεν μπορεί να ξεριζωθεί και να επανέλθει στο παρόν για να κριθεί εκ νέου ή από κάποιον άλλον. Ακόμα και ξεριζωμένη, η πράξη αφήνει το ίχνος της εκεί από όπου αποσπάστηκε. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι ο Ράλφ δεν μπορεί ποτέ να διαχωριστεί από την πράξη του βιασμού και του φόνου. Σημαίνει επίσης ότι η Νάνσυ, η χαροκαμένη μάνα, δεν μπορεί (ακόμα και να θέλει), δεν δικαιούται να συγχωρήσει.

FROZEN 2

Εάν το πρώτο ζήτημα σχετίζεται με το υποκείμενο της συγχώρησης, το δεύτερο σχετίζεται με το κίνητρό της. Η Lavery παραβλέπει το πρώτο ζήτημα, αλλά δεν μπορεί να αποσιωπήσει τη δεύτερο. Θέλει η ηρωίδα της να αποδίδει τη συγχώρηση για να μπορέσει να απαλλαγεί από τον πάγο του μίσους που νεκρώνει την ψυχή της και να συνεχίσει έτσι να ζει. Προσπαθεί έτσι να φορέσει το δεξί παπούτσι στο αριστερό πόδι, καθώς φαλκιδεύει την έννοια της συγχώρησης και χρησιμοποιεί στη συνέχεια τη φαλκιδευμένη έννοια για να υποκαταστήσει μια άλλη, εξίσου σημαντική, αυτήν του πένθους.

Πώς φαλκιδεύεται η συγχώρηση; Η συγγραφέας μιλάει για «θρίαμβο της ζωής». Το πάθος για εκδίκηση, το μένος για την τιμωρία του δράστη, το μίσος απέναντί του είναι ένα δηλητηριασμένο αγκάθι στην καρδιά της μητέρας. Το θανατερό μίσος προέρχεται συχνά από έναν θάνατο και ξεθυμαίνει με έναν άλλον. Αυτός που μισεί μοιάζει παγωμένος, ακινητοποιημένος στη στιγμή του πρώτου θανάτου. Αυτή είναι η παγωμένη χώρα του μίσους και όποιος την κατοικεί επί μακρόν παγώνει και ο ίδιος και χάνεται. Για να λιώσει ο πάγος, για να αρχίσει να χτυπά ξανά η καρδιά, για να θριαμβεύσει η ζωή επί του θανατερού μένους πρέπει η μάνα να ξεπεράσει το μίσος «μέσα από την αγάπη και την εξυπνάδα». Για να μη σε φάνε οι σκορπιοί, καλύτερα να τους αποφύγεις. Αυτό που αποφεύγεται όμως είναι η ίδια η συγχώρηση. Η Νάνσυ είναι «ιδιοτελής», δεν συγχωρεί κατά βάθος, αλλά συμφιλιώνεται με τον φονιά της κόρης της, αποσκοπώντας στο δικό της καλό, στην περαίωση της διεργασίας του πένθους και στη διάσωση της δικής της ψυχικής ισορροπίας, αφού το φαρμάκι του μίσους ισοδυναμεί με σταδιακό θάνατο. Όμως «η στοχευμένη συγχώρηση δεν είναι συγχώρηση», όπως γράφει προσφυώς ο Derrida, «είναι μόνο μια πολιτική στρατηγική ή μια ψυχοθεραπευτική οικονομία». (1)

Δεν αρκούν οι ευαισθησίες μιας συγγραφέως στην παιδική κακοποίηση, ούτε οι στατιστικές έρευνες στο σχετικό εγκληματολογικό πεδίο για να αναδειχθεί το μείζον θέμα της συγχώρησης. Βεβαίως και τα κακοποιημένα παιδιά ενδέχεται να γίνουν χειρότεροι δήμιοι από τους γονείς τους, αλλά είναι άβυθος αφέλεια να πιστέψουμε ότι ο Ραλφ βιάζει και σκοτώνει ένα κοριτσάκι επειδή κακοποιήθηκε και αυτός από τον δικό του πατέρα. Πολύ φοβάμαι ότι ο πληθυσμός του πλανήτη θα είχε συρρικνωθεί εάν ίσχυε κάτι τέτοιο. Η Lavery όμως δείχνει να το πιστεύει και μάλιστα κινητοποιεί και ένα δραματικό της πρόσωπο ως ψυχίατρο (Κατερίνα Δημάτη) για να το πιστοποιήσει.

Η απόδοση συγχώρησης από ένα πρόσωπο που δεν δικαιούται να το κάνει, κίνητρα και διεργασίες που δεν σχετίζονται με τη συγχώρηση καθ’ εαυτήν, αλλά με μια επιφανειακή σύλληψη του πένθους και με την ατομική ψυχική ισορροπία επιστρατεύει, εύκολη αναγωγή ενός απαράγραπτου διπλού εγκλήματος σε «σύμπτωμα» του ψυχιατρικού και ψυχαναλυτικού συρμού: ιδού τα συμπτώματα (για να χρησιμοποιήσω και εγώ αυτήν τη λέξη) μιας ευπαθούς δραματουργικής βάσης και ενός έργου που δεν φείδεται των αφηγηματικών στερεοτύπων που δίνουν στο τέλος μια ανάσα αισιοδοξίας στον θεατή: οι τύψεις εμφανίζονται ως πανίσχυρες ερινύες ακόμα και στο πιο σάπιο μυαλό, η αυτοχειρία του θύτη, η ερωτική ευτυχία της μάνας (!). Σκαλίζουμε τα σπλάχνα του παρελθόντος για να εισπράξουμε μετά ένα βολικό happy end.

Το πρόβλημα με την παράσταση έγκειται στην εντιμότητά της: πιστεύει στο έργο και προσπαθεί να το υπηρετήσει με ευθύ τρόπο, ενώ θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει με λοξή ματιά, ίσως αυτή που προσφέρει η παρωδία. Οι ηθοποιοί δείχνουν πάντως να μην πιστεύουν απόλυτα στο κείμενο που εκφωνούν. Κάτι έλλειπε από την ερμηνεία τους που είτε υποβάλλει την υποψία της υποκριτικής αδυναμίας είτε επιτρέπει τη στιγμιαία ελπίδα μιας έσωθεν ανατροπής. Η ελπίδα όμως σβήνει γρήγορα. Οι νέοι του θεάτρου μας θα πρέπει να μάθουν να εξιχνιάζουν βαθύτερα τη γραφή του κακού και να τη διακρίνουν από την απλώς κακή (και εύπεπτη) γραφή.

(1) 1 Jacques Derrida: Foi et savoir, suivi de Le siècle et le pardon, Seuil, Paris 2001, σ. 124.

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.