Το σκυλί χορτάτο και η πίτα ολόκληρη;
Σε προηγούμενο σημείωμα ασχολήθηκα με τον παραλογισμό των περιούσιων δραχμολάγνων που πιστεύουν ότι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα αποτελεί απαραίτητο όρο για “ανάπτυξη”. Είναι πάντως αλήθεια ότι -ιδιαίτερα στον αυτοαποκαλούμενο “προοδευτικό” χώρο- κυκλοφορούν και περισπούδαστες εκδοχές δραχμολαγνείας που δεν είμαι διατεθειμένος να αφήσω ασχολίαστες.
Μία τέτοια εκδοχή συνδέεται με το όνομα του Keynes, αν και στην προκειμένη περίπτωση ο Keynes απλώς αντέγραψε τον -ανταγωνιστή του- A.C. Pigou χωρίς να μπει στον κόπο να το αναφέρει. Σύμφωνα λοιπόν με την άποψη των Pigou-Keynes, σε μια καπιταλιστική οικονομία όπου ουδείς έχει το γενικό πρόσταγμα, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την αλήστου μνήμης Σοβιετία, η εφαρμογή πολιτικής αποπληθωρισμού, “λιτότητας” που θα έλεγαν οι περιούσιοι, επιβάλλει κάποιος από τους πολυάριθμους παίκτες (εργατικά συνδικάτα, επαγγελματικές και εργοδοτικές οργανώσεις κλπ.) να κάνει το πρώτο βήμα -κάτι που φυσικά κανείς δεν είναι διατεθειμένος να πράξει φοβούμενος ότι μπορεί να μην ακολουθήσουν οι υπόλοιποι. Έτσι ο Keynes πρότεινε την αποχώρηση της Βρετανίας από τον κανόνα του χρυσού και την υποτίμηση της στερλίνας όχι σαν μαντζούνι που υποκαθιστά την αναπόφευκτη και επώδυνη προσαρμογή μιας ανισόρροπης οικονομίας, όπως φαντασιώνονται οι ημέτεροι δραχμολάγνοι, αλλά ως θεσμική ανταπόκριση στο διαβόητο “δίλημμα των αιχμαλώτων”.
Όσο για τους πρόσθετους λόγους που επικαλέσθηκε ο Keynes για να στοιχειοθετήσει την προτίμησή του για υποτίμηση, στην περίπτωση της σημερινής ελληνικής οικονομίας, είτε δεν υφίστανται -θα επιβαρύνει τον φορολογούμενο η υποτίμηση τόσο όσο και ο αποπληθωρισμός εφόσον το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι πληρωτέο σε εγχώριο νόμισμα- είτε μπορούν εύκολα να υπερκερασθούν, η εκ του αποπληθωρισμού αναδιανομή του πλούτου σε βάρος των δανειοληπτών-επιχειρηματιών είναι τακτοποιήσιμη με απλή νομοθετική ρύθμιση.
Παρεμπιπτόντως, είναι σχεδόν απίστευτη η όψιμη ταύτιση κάποιων εκ των ημέτερων προοδευτικών με έναν άνθρωπο, τον Keynes, ο οποίος κατήγγειλε την οικονομική ανάλυση του Μαρξ ως “παρωχημένη” και “επιστημονικά εσφαλμένη”, αποκαλούσε turbid rubbish (ανοησίες χωρίς έρμα) τα δόγματα που διακινούντο μέσω των “κόκκινων βιβλιοπωλείων” και, ευκαιρίας δοθείσης, διακήρυττε την αποστροφή του για τους μπολσεβίκους και τους δυτικούς συνοδοιπόρους τους (με το τελευταίο σκέλος να μην αφορά την μεταγενέστερη “σταλινική εκτροπή” αλλά τον ίδιο τον Λένιν και τους συντρόφους του).
Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας που είναι το κατά πόσο έχει αναφορά στην σημερινή ελληνική οικονομία η θέση των Pigou-Keynes. Η απάντηση, νομίζω, προκύπτει αβίαστα μέσα από μία σειρά ρητορικών, ως επί το πλείστων, ερωτημάτων: άραγε πόσοι, στη χώρα μας, είναι αυτοί που θεωρούν ότι η περίοδος 1998-2009 ήταν ανώμαλη και εξωπραγματική; Και πώς θα αντιδράσουν οι πάρα πολλοί που θεωρούν την προαναφερθείσα περίοδο ως το απόγειο της κανονικότητας, όταν διαπιστώσουν ότι η επιστροφή στην (υποτιμημένη) δραχμή συνεπάγεται την περαιτέρω δραστική μείωση της αγοραστικής τους δύναμης;
Μπορεί κανείς να αμφιβάλλει ότι θα απαιτήσουν την άμεση αύξηση των ονομαστικών εισοδημάτων τους προς “αποκατάσταση της σε βάρος τους κατάφωρης αδικίας”; Και είναι δυνατόν να υπάρξει εκλεγμένη κυβέρνηση, με πλήρη πρόσβαση στο νομισματοκοπείο, η οποία θα προτιμήσει την πολιτική αυτοκτονία από την νομισματική εκτροπή;
Στην ιστορική διαδρομή μιας κοινωνίας όπως η ελληνική, η νομισματική παραβατικότητα (δηλ η κατάχρηση του κρατικού μονοπωλίου στην προσφορά χρήματος) και ο συνεπακόλουθος πληθωρισμός είναι, πιστεύω, φαινόμενα εξόχως αποκαλυπτικά για τα τεκταινόμενα. Έτσι, κατά την γερμανική κατοχή ο (υπερ)πληθωρισμός ήταν απλά η συνέπεια της λυσσώδους προσπάθειας των κατακτητών και των εγχώριων εταίρων τους να διαρπάξουν για λογαριασμό τους όσο το δυνατόν περισσότερους οικονομικούς πόρους.
Στην δεκαετία του 1980 (και όχι μόνο) ο πληθωρισμός ήταν το αναπόφευκτο επακόλουθο του μεταπολιτευτικού οράματος για αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ εκείνων τους οποίους ο Schumpeter ονόμαζε “το πλήθος των αποτυχημένων” και φυσικά εις βάρος των ικανών και των άξιων. Πιο διδακτική στην παρούσα συγκυρία είναι η τραγική περίοδος της Μικρασιατικής εκστρατείας: ο πληθωρισμός εκείνης της εποχής ήταν το αποδεικτικό σύμπτωμα μιας αδιανόητης εθνικής φενάκης, μιας θνησιγενούς εθνικής φούσκας την αναπόφευκτη κατάρρευση της οποίας από ένα σημείο και μετά προεξοφλούσαν οι πάντες εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους!
Στην απευκταία περίπτωση που στην χώρα μας θα επικρατούσαν οριστικά οι πάσης φύσεως περιούσιοι, ο υπερπληθωρισμός, που μοιραία θα ακολουθούσε, απλά θα αποκάλυπτε την αυτοκαταστροφική μανία μιας κοινωνίας η οποία έφτασε να πιστεύει ότι όχι μόνο μπορεί αλλά και δικαιούται να έχει το σκυλί χορτάτο και την πίτα ολόκληρη. Άλλωστε, όπως διατείνονται οι κυνικοί, η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Ο Ιάκωβος Αράπογλου είναι Διδάκτωρ του City University of New York, ΗΠΑ και Καθηγητής Οικονομικών.