Φίλε πιλότε του πυροσβεστικού, τεράστιος σεβασμός - Και ναι, χρειαζόμαστε περισσότερους σαν εσένα
Ανανεώθηκε:
Πρέπει να έκανε τουλάχιστον 30 -ίσως και παραπάνω- δρομολόγια μέσα σε ένα πεντάωρο. Στο τέλος βιαζόταν. Έφτανε η ώρα που θα έπρεπε να σταματήσει και η φωτιά έκαιγε ακόμη. Ο άνθρωπος που ήθελε πάση θυσία να τη σβήσει, πέταξε ξυστά πάνω από τα κεφάλια μας.
Ποιοί είναι, όμως, αυτοί οι άνθρωποι και γιατί χρειαζόμαστε πολύ περισσότερους σαν αυτούς στον κόσμο μας;
Η πρώτη φωνή ακούστηκε στην παραλία στις 2 το μεσημέρι: «Φωτιά είναι αυτό;»
Φωτιά είναι, τι να είναι δύο κάθετες παχιές στήλες καπνού που βγαίνουν από ένα κατάφυτο βουνό καταμεσήμερο και με καύσωνα;
Θα μπορούσαν να είναι και ένα αεροπλάνο που έπεσε, βέβαια· στις 14 Αυγούστου 2005 ήμουν στο Σχινιά όταν έπεσε το Ήλιος, μια στήλη καπνού σηκώθηκε τότε από την πλευρά του Γραμματικού, «φωτιά είναι αυτό;», τελικά ήταν 115 άνθρωποι που εξαϋλώθηκαν, αλλά διαφορετική ιστορία αυτή.
Στη δική μας ιστορία ήταν πράγματι φωτιά, έκαψε το Σάββατο (23/07) την ορεινή νότια Μεσσηνία, ανάμεσα στα χωριά Χρυσοκελλαριά και Χαροκοπιό κι εμείς την κοιτάγαμε από την ασφάλειά μας, 10 χιλιόμετρα μακριά και κυρίως δίπλα ή και μέσα στη θάλασσα.
Έχει κάτι το «νερωνικό» να παρακολουθείς μια καταστροφή την ώρα που συντελείται, από απόσταση ασφαλείας. Δεν ξέρω αν είναι δόκιμη η λέξη, όλοι καταλαβαίνετε το νόημά της πάντως: Είναι λίγο και η άγρια χαρά που νοιώθεις μέσα σου εκείνη τη στιγμή που δεν κινδυνεύεις, σε έναν κόσμο που όλοι πάντα κινδυνεύουν από κάτι.
Για λίγη ώρα η φωτιά έγινε ατραξιόν, μετά ο Κωστάκης συνέχισε να ουρλιάζει, η μαμά του Κωστάκη συνέχισε να του ουρλιάζει να μην ουρλιάζει, η κυρία στη διπλανή ξαπλώστρα διαμαρτυρήθηκε που το μαγαζί δεν έχει στέβια, οι παραθεριστές δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την πυρκαγιά, αρκεί να μην τους πλησιάσει. Δεν έχουν πολύ άδικο: δεν καίγεται η δική τους γη, αυτοί διακοπές ήρθαν να κάνουν.
Την εκκωφαντική μονοτονία του παραθερισμού στη βαθειά ελληνική επαρχία διέκοψε για το υπόλοιπο της ημέρας μόνο το αεροπλάνο.
Τα αεροπλάνα. Ήταν δύο αρχικά, τελικά τέσσερα, τα πρώτα, τα Καναντέρ, ήταν πολύ μακριά δεν έβλεπα καλά, αλλά έρχονταν πάντα σε δυάδες. Ένας μπροστά κι ένας πίσω του, ένα λίντερ και ένας ακόλουθος, πάντα στην ίδια πορεία. Μετά ήρθαν τα άλλα δύο τα μικρά, τα air tractors, όπως έμαθα ότι τα λένε.
Ξεκίνησαν να μαζεύουν νερό ανοιχτά στον κόλπο, όταν έρχονται τα αεροπλάνα καταλαβαίνεις ότι η φωτιά είναι σοβαρή και όχι εύκολα ελεγχόμενη.
Ήρθαν γρήγορα, μια ώρα μετά τους πρώτους καπνούς. Κι από εκείνη τη στιγμή δεν σταμάτησαν να πετούν μέχρι τη δύση του ήλιου, κι εγώ δεν σταμάτησα να τους παρακολουθώ.
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που θέλει να σώζει;
Στην πέμπτη φορά που κατέβηκε να πάρει νερό αναρωτήθηκα:
Ποιος είναι άραγε αυτός ο άνθρωπος που επέλεξε στη ζωή του να γίνει πιλότος στα πυροσβεστικά αεροπλάνα; Ποια ειδική ποιότητα έχει μέσα του που τον κάνει να ρισκάρει τη ζωή του για να σώσει; Ζωές, δάση, σπίτια, ο,τιδήποτε κι αν σώζεται;
Ποιός είναι αυτός ο άνθρωπος που έκανε μέσα σε 6 ώρες, νον στοπ 30 και βάλε προθαλασσώσεις και αποθαλασσώσεις, περισσότερες δλδ απ' όσες προσγειώσεις και απογειώσεις θα κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι με οποιοδήποτε πετούμενο στη ζωή τους; Και σαφέστατα 30 και βάλε περισσότερες απ' όσες θα κάνουμε όλοι εμείς με υδροπλάνο;
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που κατεβάζει το αεροπλανάκι του άδειο και το ανεβάζει γεμάτο· άλλο αεροπλάνο στο κάτω, άλλο στο πάνω, άλλοι χειρισμοί, ταχύτητες, άλλα όλα...
Που κάθε φορά που αλλάζει ο άνεμος -ταχύτητα, ένταση, κατεύθυνση- συχνό εδώ κάτω, προσαρμόζει αμέσως το δρομολόγιό του στο βέλτιστο; Που δεν μπορώ να φανταστώ ότι προλαβαίνει να βάλει τις πληροφορίες στον υπολογιστή· μάλλον η εμπειρία του, η γνώσεις του και το ένστικτό του τον οδηγούν στην αλλαγή. Στο ρίσκο επίσης.
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που σήκωσε ξαφνικά νοτιά και μπήκε χωρίς πολλή σκέψη στο λιμανάκι του χωριού να πετάει καταπάνω στο πιο πολυσύχναστο μπιτσόμπαρο και να απογειώνεται ξυστά στους ανθρώπους για να μην χάσει ρίψη;
Η φωτιά, στο μεταξύ, δυνάμωνε.
Όταν τελειώνει ο χρόνος
Το απόγευμα η φωτιά κατέβηκε προς την Κορώνη.
Δεν ξέρετε το Ακριτοχώρι, τη Χρυσοκελλαριά, το Βασιλίτσι. Είναι κάτι μακρινά χωριά, το ένα (η Χρυσοκελλαριά) εκκενώθηκε, τα άλλα περίμεναν τον άνθρωπο με το αεροπλάνο και τους άλλους στο σημείο, πυροσβέστες και κατοίκους, να τα σώσουν.
Η ώρα της δύσης έφτανε. Τα πυροσβεστικά δεν πετάνε μετά τη δύση, ο άγνωστος πιλότος βιαζόταν να κάνει περισσότερες ρίψεις, αν η φωτιά έμενε το βράδυ ποιος ξέρει τι αέρα θα σήκωνε, ποιος ξέρει το θα καιγόταν;
Έγινε παράτολμος.
Πέρασε το αεροπλανάκι του πάνω από τα κεφάλια μας οριακά, πέταγε χαμηλότερα κι απ' τα χαμηλότερα σπίτια, ξαφνικά τον είδαμε μπροστά μας, στα 10 μέτρα από την παραλία να μαζεύει νερό, ήθελε να κάνει περισσότερες ρίψεις, να ρίξει περισσότερο νερό, να σώσει κάτι περισσότερο:
Κι αύριο (σήμερα) να πάει σε ένα άλλο μέρος, με άλλες ιδιαιτερότητες, άλλους ανέμους, άλλες συνθήκες, άλλους κινδύνους.
Ποιος είσαι, φίλε πιλότε; Και τι σε ωθεί να το κάνεις αυτό;
Χρειαζόμαστε περισσότερους τέτοιους ανθρώπους; Θέλει ερώτημα;
Τα αεροπλάνα δεν τα κατάφεραν ακριβώς. Η φωτιά συνέχισε να καίει, όμως αν δεν είχαν μπει μέσα στους καπνούς να ρίξουν τα νερά ποιος ξέρει;
Χωριό πάντως δεν κάηκε. Αν είναι μια μικρή νίκη αυτό.
Δεν έχει ως στόχο αυτό το κείμενο να χαράξει πολιτική, επιχειρησιακή ή γενική. Ή ίσως και να έχει, ευρύτερα μιλώντας.
Έχει σκοπό να πει κυρίως ένα πράγμα:
Οι συνθήκες φτιάχνουν τους ήρωες. Όχι οι ήρωες τις συνθήκες. Οι ήρωες από μόνοι τους μόνο καταστροφή φέρνουν για να παίξουν τον ηρωισμό τους. Οι άλλοι είναι που κάνουν τη διαφορά, οι αποφασισμένοι.
Είναι αυτοί οι άνθρωποι που περιμένουν υπομονετικά, με τον μικρό κατά κανόνα μισθό τους, ή και χωρίς αυτόν, να γίνει η γκέλα, να γίνουν χρήσιμοι, να πετάξουν με το αεροπλανάκι τους πάνω από κεφάλια και καπνούς, να βουτήξουν στη Μεσόγειο να βγάλουν τους ανθρώπους από τις θάλασσα πριν πνιγούν, να πάνε στο Μαλάουι να φροντίσουν αυτούς που υποσιτίζονται μισοπεθαμένοι από μολυσματικές ασθένειες, να κρατάνε άυπνοι για μέρες το χέρι εκείνου που έχει κόβιντ...
Είναι όλοι αυτοί που ρισκάρουν τις ζωές τους για να σώσουν· ούτε για να καταστρέψουν, ούτε για να καταστείλουν, ούτε καν για να κοιτάνε από απόσταση και ασφάλεια, όπως οι περισσότεροι από μας.
Χρειαζόμαστε κι άλλους πυροσβέστες;
Δεν ξέρω. Λέω ναι.
Γενικά λέω ότι επειδή έχουμε μπει σε πορεία σύγκρουσης και με τη φύση η οποία δεν μας εκδικείται, ούτε μας μισεί, ούτε τίποτα τόσο ανθρωποκεντρικό δεν κάνει, απλώς αυτορρυθμίζεται -πολύ αποτελεσματικότερα από τις αγορές- για να επιβιώσει κι αυτό δεν θα μας βγει σε καλό· επειδή καταστρέφουμε και καταστρέφουμε ατελείωτα ο ένας τον άλλον και το οικοσύστημα από το οποίο εξαρτώμαστε· επειδή δεν είμαστε πια οι πρώτοι σάπιενς που ήλεγχαν το περιβάλλον με φωτιές αλλά ήταν λιγότεροι κι από τους οπαδούς του Απόλλωνα Νέας Σμύρνης· επειδή ο κόσμος μας έχει γίνει ένα πολύ (....) δεν θέλω να γράψω εδώ τη λέξη, μέρος για να ζει κανείς.
Γι αυτό χρειαζόμαστε περισσότερους ανθρώπους που να νοιάζονται και να σώζουν. Ως κόνσεπτ τους χρειαζόμαστε, ως φάρους, αλλά και τοίς πράγμασι.
Όλα τα χρειάζονται οι κοινωνίες. Και αστυνομικούς και κληρικούς όλων των θρησκειών, θα έλεγα και στρατιωτικούς αλλά δεν το πιστεύω, και τα πάντα όλα: Η αναλογία είναι που κάνει τη διαφορά. Τώρα χρειαζόμαστε ανθρώπους που σώζουν.
Φίλε πιλότε. Φίλε διασώστη προσφύγων, υγειονομικέ, ερυθροσταυρίτη, ανθρωπιστή, οικολόγε, φίλε που σώζεις ο,τιδήποτε κι αν σώζεται, συχνά με κίνδυνο της ζωής σου:
Ναι. Χρειαζόμαστε περίσσοτερους σαν εσένα. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που να νοιάζονται και να κάνουν κάτι γι αυτό, το ξαναλέω.
Κι ευχαριστούμε.