ΑΠΟΨΕΙΣ

Αλληλεγγύη ή διαμεσολάβηση; Ο ρόλος της Γερμανίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις 

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς στη Σύνοδο Κορυφής της Διαδικασίας για τη Συνεργασία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (SEEPC), στη Θεσσαλονίκη, Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022 ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΣΙΔΗΣ

Οι αριθμοί είναι καταθλιπτικοί. Δεν ταιριάζουν με την ποιότητα των επίσημων σχέσεων μεταξύ δύο ευρωπαϊκών χωρών που, σε γενικές γραμμές, συνεργάζονται αρμονικά εδώ και πολλά χρόνια. Σύμφωνα με δημοσκοπικές μετρήσεις μεταξύ 2011 και 2019, τα δύο τρίτα των Ελλήνων ερωτηθέντων είχαν σταθερά αρνητική εικόνα για τη Γερμανία. Οι αρνητικές μετρήσεις έφτασαν κατά μέσο όρο το 66%, και εκτοξεύτηκαν στο 78% στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας -δηλαδή στο αποκορύφωμα της κρίσης του ευρώ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τέσσερις στους πέντε Έλληνες είχαν αρνητική εικόνα για τη Γερμανία.

Ένα τελευταίο δημοσκοπικό χαμηλό καταγράφεται σε έρευνα του τηλεοπτικού σταθμού "Antenna" τον Οκτώβριο του 2021, σύμφωνα με την οποία μόνο το 4% των Ελλήνων ερωτηθέντων θεωρεί τη Γερμανία «φιλική» χώρα. Το αποτέλεσμα της έρευνας είναι ιδιαίτερα σοκαριστικό, διότι η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία και η Κίνα προηγούνται σαφώς της Γερμανίας.

Υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις για αυτή την αντιδημοτικότητα της Γερμανίας μεταξύ (πάρα) πολλών πολιτών στην Ελλάδα. Οι ειδικοί αναφέρουν τρία «επεισόδια» στην πρόσφατη ιστορία: Τα εγκλήματα της γερμανικής Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια της κατοχής στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η διστακτική διαχείρισή του όλου θέματος. Ένα δεύτερο «σκοτεινό σημείο» είναι η ανάμνηση της κρίσης του ευρώ. Είναι ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι η γερμανική πολιτική λιτότητας έχει προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Τέλος, υπάρχει το μέγα θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στο μυαλό πολλών Ελλήνων είναι σταθερά εδραιωμένο το αφήγημα ότι το Βερολίνο βρίσκεται στο πλευρό των Τούρκων στο πρωταρχικό εθνικό τους ζήτημα.

Μια πρόσφατη μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ επιβεβαιώνει τη θέση ότι μια μεγάλη πλειοψηφία στην Ελλάδα πιστεύει ότι η συνεργασία με τη Γερμανία δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα. Η μελέτη, στην οποία αναλύονται δημοσκοπικά διάφορες πτυχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αναφέρει ότι μόνο το 26,3% των ερωτηθέντων είναι της γνώμης ότι η συνεργασία της Αθήνας με τη Γερμανία ωφελεί τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, τρεις στους τέσσερις Έλληνες πιστεύουν ότι η συνεργασία με το Βερολίνο δεν είναι χρήσιμη για τα εθνικά συμφέροντα.

«Η εικόνα της Γερμανίας στην Ελλάδα διαμορφώνεται κυρίως από τον ρόλο που διαδραμάτισε στην ελληνοτουρκική κρίση του 2020» λέει ο Δρ. Günter Seufert του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και Ασφάλειας (SWP), ένας από τους κορυφαίους ειδικούς επί του θέματος στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια σεμιναρίου για τον ρόλο της Γερμανίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Ως γνωστόν πριν από δύο χρόνια, η Ελλάδα και η Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου στην Ανατολική Μεσόγειο. Τότε, η Γερμανία επικράτησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη θέση της, η οποία απέφυγε να επιβάλει κυρώσεις κατά της Άγκυρας. Η Γαλλία ήθελε να λάβει σκληρότερα μέτρα κατά του Ερντογάν, αλλά ο Μακρόν δεν μπόρεσε να επικρατήσει έναντι της Μέρκελ.

Εκείνη την εποχή, καθιερώθηκε η ευρωπαϊκή πολιτική της συνεργασίας με όρους. Στόχος αυτής της πολιτικής ήταν να επιβραβευτεί η τουρκική «αυτοσυγκράτηση» στην Ανατολική Μεσόγειο με προσφορές συνεργασίας της Ευρώπης προς την Άγκυρα.

Η ΕΕ έχει επιμείνει σε αυτή τη στρατηγική του καρότου και του μαστιγίου που ανέπτυξε η κ. Μέρκελ μέχρι σήμερα. Ακόμη και στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, οι αρχηγοί κρατών αναφέρονται στη δήλωση της 25ης Μαρτίου 2021, η οποία εξασφαλίζει ένα είδος πολιτικού μορατόριουμ στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η συμφωνία αυτή θα τηρηθεί από την Τουρκία στο μέλλον. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Ερντογάν σκοπεύει να στείλει σύντομα τα ερευνητικά του σκάφη στις αμφισβητούμενες θαλάσσιες ζώνες. Αυτό θα οδηγούσε σε μια νέα επικίνδυνη κρίση.

Σύμφωνα με τον Γερμανό εμπειρογνώμονα Günter Seufert, το Βερολίνο είναι διατεθειμένο να μεσολαβήσει ακόμη μια φορά μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Αλλά λέει επίσης ότι η κατάσταση είναι διαφορετική σήμερα από ό,τι το 2020. Η Τουρκία είναι πιο επιθετική από ό,τι ήταν τότε, λέει ο Seufert. Ένας άλλος νέος παράγοντας που περιπλέκει τη γερμανική διπλωματία έναντι της Τουρκίας είναι η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ. Στο τέλος της 16ετούς καγκελαρίας της, η κ. Μέρκελ ήταν από τους ελάχιστους διεθνείς πολιτικούς που είχαν προσωπική σχέση εμπιστοσύνης με τον Ερντογάν.

Πολύς κόσμος στην Ελλάδα που δεν έχει καλή γνώμη για την κ. Μέρκελ προσδοκά πολλά από τη νέα κυβέρνηση του Βερολίνου, ιδίως από τη νέα υπουργό Εξωτερικών Αναλένα Μπάερμποκ. Οι ελπίδες βασίζονται κυρίως στις εξαγγελίες του κόμματος των Πρασίνων να τερματιστούν οι παραδόσεις όπλων στην Άγκυρα. Το θέμα αυτό θα ερχόταν σχεδόν σίγουρα στο προσκήνιο κατά την επίσκεψη της Γερμανίδας υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα αρχές Ιουνίου. Η ξαφνική ασθένειά της με Covid οδήγησε στην ακύρωση της επίσκεψης της στην περιοχή.

Κατά την προετοιμασία, η κ. Μπάερμποκ είχε δημοσιεύσει μια δήλωση που αναφερόταν και στις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο. Χωρίς να αναφέρει ονομαστικά την Τουρκία, η Γερμανίδα υπουργός έγραφε ότι επιβάλλεται «επίλυση των προβλημάτων με συνομιλίες και όχι με κλιμάκωση της έντασης». Το εν λόγω απόσπασμα είναι μία από τις πιο αδύναμες διατυπώσεις δυτικής κυβέρνησης από τότε που ξέσπασε η πρόσφατη κρίση. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ήταν πολύ πιο ξεκάθαρος, αφήνοντας τον εκπρόσωπό του να ανακοινώσει ότι «δεν είναι σωστό να εισβάλλει κανείς στον ελληνικό εναέριο χώρο», ότι αυτό είναι αντιπαραγωγικό και αντίθετο με το πνεύμα της συμμαχίας.

Στο τέλος, όμως, δεν είναι τα λόγια αλλά οι πράξεις που μετράνε. Ευαίσθητο βαρόμετρο για τη γερμανική θέση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν οι προμήθειες γερμανικών υποβρυχίων τελευταίας τεχνολογίας στην Τουρκία του Ερντογάν, οι οποίες είναι αντικείμενο έντονης συζήτησης στην Ελλάδα.

Από αυτή την άποψη, όλα παραμένουν τα ίδια υπό τη νέα γερμανική κυβέρνηση. «Δεν πρόκειται για υποβρύχια, αλλά για τμήματα υποβρυχίων που προέρχονται από τη Γερμανία και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή υποβρυχίων στην Τουρκία» διευκρινίζει ο Günter Seufert. «Τα εξαρτήματα αυτά παραδίδονται, οι άδειες έχουν εκδοθεί και δεν βλέπω καμία προσπάθεια να σταματήσουν οι παραδόσεις».

Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής, σχολιαστής και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Περισότερες πληροφορίες στο www.meinardus.info.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης