Η ώρα για κυρώσεις κατά της Τουρκίας είναι τώρα!
Ανανεώθηκε:
Μας εκπλήσσει όλους καθημερινά το αυξανόμενο αναθεωρητικό θράσος της Τουρκίας. Η επιθετικότητά της δεν αντιμετωπίζεται όμως με την «πρεμούρα» να «αρπαχτούμε« από μια χειραψία και με σαθρές θεωρίες για «δύο Τουρκίες» να ξανασυρθούμε άρον-άρον σε νέο «διάλογο». Η ωμή διεκδίκηση όλων των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου είναι πλέον κοινή θέση όλων σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων στη γειτονική χώρα.
Συνιστά «βόμβα μεγατόνων» για τις διμερείς σχέσεις αλλά και την ευρωπαική τάξη πραγμάτων. Για αυτό και δεν μπορεί να ξορκίζεται με εφησυχαστική «ψυχραιμία» ως υπόθεση ρουτίνας που θα εκλείψει από μόνη της. Απαιτεί σχέδιο και πρωτοβουλίες και μάλιστα τώρα που το momentum στο ΝΑΤΟ είναι το ευνοικότερο δυνατό εναντίον του Ερντογάν.
Επιβεβλημένη βέβαια η προσπάθεια να καθησυχάζεται η κοινή γνώμη και να μην προκαλούνται παρενέργειες στον τουρισμό και την εθνική οικονομία που πράγματι έχουν ανάγκη τα «ήσυχα καλοκαίρια». Όμως ο καθημερινός βομβαρδισμός με λεκτικές ακροβασίες υποβάθμισης του κινδύνου (που όμως αυξάνεται) οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα: τόσο στην αύξηση της ανησυχίας, όσο και στην υπονόμευση μιας επιτυχούς αντιμετώπισης της αντιπαράθεσης. Κινδυνεύουμε έτσι να οδηγηθούμε στη συγκριτικά χειρότερη έκβαση: είτε στην υποχωρητική αποδοχή εθνικά επιζήμιων τουρκικών απαιτήσεων, είτε στη στρατικοποίηση της σύγκρουσης.
Χρειαζόμαστε για αυτό έξυπνες και ρεαλιστικές πρωτοβουλίες κι όχι τα γνωστά αφηγήματα περί «απομονωμένου» Ερντογάν που «μπλοφάρει», απειλεί μόνο για εσωτερικούς λόγους και απλώς «ανησύχησε» γιατί ο πρωθυπουργός μας χειροκροτήθηκε στο Κογκρέσο. Ούτε επαρκούν τα περί ισχυρότατης αποτροπής μας όταν βασίζεται σε εξοπλισμούς που θα φθάσουν μετά το ...2025 και σε «ισαποστάκηδες» «συμμάχους».
Η συχνή διάψευση του κυρίαρχου αφηγήματός μας από τις ίδιες τις απειλές, τις ύβρεις και τις εξελίξεις προκαλεί τελικά περισσότερες αμφιβολίες. Εντυπωσιάζει δυστυχώς η άρνηση/αδυναμία μας να διαβάζουμε σωστά τις εξελίξεις, να τις προλαμβάνουμε με «έξυπνες» κινήσεις και τελικά να εκπονήσουμε και υλοποιήσουμε ένα συνεκτικό σχέδιο αντιμετώπισης της Τουρκίας. Με ανησυχία βλέπουμε στη θέση του μια ασυγκράτητη ροπή για οποιονδήποτε «διάλογο» με θεματολογία που μας επέβαλε η Άγκυρα και περιλαμβάνει πλέον ωμά εδώ και καιρό αλλαγή συνόρων.
Όχι ότι ο σοβαρός, με όρους, με εγγυήσεις και στη βάση διεθνών αρχών διάλογος δεν αποτελεί μέθοδο επίλυσης. Αλλά επειδή ακριβώς λείπουν όλα αυτά τα στοιχεία φαινόμαστε να εκλιπαρούμε αμήχανα για διάλογο στέλνοντας έτσι επικίνδυνα μηνύματα αδυναμίας σε αντιπάλους και φίλους.
Τελευταία προστέθηκε και η κωμικοτραγική εκδοχή για τα «δύο πρόσωπα» της Τουρκίας με τον Ακάρ να πιέζει δήθεν τον Ερντογάν να αποδεχθεί το άνοιγμα των διαύλων επικοινωνίας. Στην πραγματικότητα προφανώς η Τουρκία προτιμά να της χαρίσουμε όσα επιδιώκει χωρίς σύγκρουση και συνεπώς με πολιτική συμφωνία υποχωρήσεων (στη λογική της για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης).
Η Άγκυρα, ας μην αυταπατώμεθα, μας καλεί να επιλέξουμε μόνο σχετικά με τον τρόπο αποδοχής των απόψεών της: ή με τη βία (με «ειδική στρατιωτική επιχείρηση») ή με «διάλογο» συμμόρφωσης με τις υποδείξεις της.
Με τέσσερις παράλληλες διαδικασίες συζητούμε τον τελευταίο καιρό με τη γείτονα. Ο κ. Ακάρ κατονόμασε τις τρεις: τις γνωστές διερευνητικές, τη συζήτηση για τα ΜΟΕ και την άγνωστη «συμφωνία απεμπλοκής» (;). Πρέπει όμως να προστεθεί και η επίσημη ανταλλαγή επιστολών μέσω ΟΗΕ -μια διαδικασία στην οποία μας έσυρε η Άγκυρα αναγκάζοντάς μας να απαντούμε θεσμικότατα σε κατά τα άλλα ανύπαρκτα κατά την άποψή μας θέματα.
Από τα δύο σκέλη της αποτροπής μας δεν θα σχολιάσω για ευνόητους λόγους το στρατιωτικό, δεδομένου και ότι οι ένοπλες δυνάμεις και σθένος έχουν, και επιχειρησιακά είναι πανέτοιμες. Ως προς το σκέλος όμως των συμμαχιών μας επείγει ένας σχολιασμός γιατί ο «ψύχραιμος» εφησυχασμός πολλών οφείλεται κατά τα φαινόμενα στη βεβαιότητά τους ότι η τα τουρκικά σχέδια θα αποτραπούν (ή και θα αποκρουστούν έμπρακτα) από παρέμβαση τρίτων και συμμάχων μας.
Κατά πρώτον οι «νέοι σύμμαχοί» μας στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν ήδη λοξοδρομήσει. Από πυλώνες μιας (κατά φαντασίαν όπως αποδεικνύεται) συμμαχίας εξισορρόπησης του Ερντογάν, μετακινήθηκαν ήδη στις (όχι και τόσο) ίσες αποστάσεις. Ειδικά η Αίγυπτος μετακινείται βήμα-βήμα κάτω από το ραντάρ μας προς την Άγκυρα τόσο στο ζωτικό θέμα της Λιβύης (από το οποίο απουσιάζουμε), όσο και στην εκκρεμούσα υπόλοιπη θαλάσσια οριοθέτηση όπου κινδυνεύουμε να ξυπνήσουμε με συμφωνία αντίστοιχη του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Το κυριότερο, οι εμφανιζόμενες ως δηλώσεις στήριξης των απόψεών μας από ΗΠΑ και ΕΕ δεν διαβάζονται σωστά και πάσχουν πολλαπλά ως ανεπαρκείς. Πρώτον ξοδεύουμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο για δηλώσεις περί τα αυτονόητα (ότι η ελληνική κυριαρχία στα νησιά είναι αναμφισβήτητη). Δεύτερον, έπρεπε να είναι αυστηρότερες (υστερούν ακόμη και σε σχέση με τις αντίστοιχες προς την Ουκρανία, ένα μη-μέλος). Τρίτον σιωπούν εκκωφαντικά για την «ταμπακέρα», δηλ. για την «αποστρατικοποίηση». Τέταρτον, συνοδεύονται μόνιμα σχεδόν με προτροπή σε διάλογο για όλα σχεδόν τα θέματα με την Τουρκία. Πέμπτον, και αν ακόμη παρενέβαιναν οι σύμμαχοι υπέρ μας, ο Ερντογάν πιθανότατα δεν θα σηκώνει καν το τηλέφωνο.
Συμπερασματικά, η «ψύχραιμη αποφασιστικότητα» δεν αρκεί γιατί παραπέμπει σε παθητική αναμονή των κινήσεων του αντιπάλου. Απαιτούνται επιπρόσθετα η ορθή διάγνωση των εξελίξεων και μια προληπτική στρατηγική με πολυδιάστατο σχέδιο και ανάληψη της πρωτοβουλίας των κινήσεων. Ενόψει των επικείμενων Συνόδων Κορυφής της ΕΕ και του NATO η χώρα μας οφείλει να κινηθεί πρώτη, ειδικά στο πλέον συμφέρον πεδίο αναμέτρησης: το διπλωματικό (χωρίς να παραβλέπεται η επιτακτική ανάγκη για κινήσεις άμεσης απόδοσης στους εξοπλισμούς).
Τόσο στην ΕΕ (με μεγαλύτερες δυνατότητες πίεσης και «δημιουργικού βέτο»), όσο και στο ΝΑΤΟ πρέπει να συνδεθούν κατάλληλα ο τουρκικός με τον ρωσικό αναθεωρητισμό και να αναδειχθούν οι κοινές παραβιάσεις συνθηκών και συνόρων. Μπορούμε αυτή τη φορά να απαιτήσουμε και να πετύχουμε την αλληλεγγύη όλων αυτών που μας την αρνούνταν κατά του Ερντογάν αλλά τώρα ζητούν τη δική μας κατά του Πούτιν.
Είναι αυτονόητη η θεσμική καταδίκη (ανεξαίρετα) κάθε απειλής και παραβίασης συνόρων, αλλά χρειάζεται και η προσθήκη «από όπου κι αν προέρχεται» (άρα και έναντι «συμμάχου» στο ΝΑΤΟ). Όμως απαιτούνται και πολλά άλλα μέτρα και κυρώσεις που να «δαγκώνουν» κατά της Τουρκίας ώστε να αποτραπεί το θερμό καλοκαίρι που αναμένεται και πράγματι τα εξωτερικά μας σύνορα να αποδειχθούν και επί του πεδίου ευρωπαικά και απαραβίαστα.
Αν δεν εξαντλήσουμε όλα τα μέσα αντίδρασης όταν ο Ερντογάν μας απειλεί με πόλεμο, πότε θα το κάνουμε; Η ώρα είναι τώρα...
--------------------------
Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών επί κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή.