Το παιχνίδι των ονομάτων: Από το clawback στις αυτόματες επιστροφές
Στην παρούσα χρονική συγκυρία, η πανδημία, σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού, τη σταθερή αύξηση του αριθμού των χρόνιων και αυτοάνοσων νοσημάτων και την αύξηση των νεοπλασιών, κάνει τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης να αναθεωρούν και να ενισχύουν τις πολιτικές υγείας για να ανταποκριθούν στις σύγχρονες υγειονομικές προκλήσεις και τις αυξανόμενες ανάγκες των ασθενών.
Παρά ταύτα, η Ελλάδα επιμένει στη «συνταγή» της υποχρηματοδότησης της φαρμακευτικής πολιτικής, διατηρώντας αυτή σε επίπεδα χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και επικεντρώνεται στον περιορισμό της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, αντιμετωπίζοντάς την ως πηγή κόστους και όχι ως μια απαραίτητη προϋπόθεση εξασφάλισης της δημόσιας υγείας και ευημερίας.
Είναι γεγονός ότι η αδυναμία ανταπόκρισης της πολιτείας στις πραγματικές ανάγκες του συστήματος και των ασθενών, αλλά και η αδυναμία ελέγχου της ζήτησης, οδηγεί σε υπερβάσεις του σταθερά χαμηλού προϋπολογισμού της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Το αποτέλεσμα της υπέρβασης καλούνται να «πληρώσουν» οι φαρμακευτικές εταιρίες μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών, οι οποίες μάλιστα αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο.
Δυστυχώς, οι δυσθεώρητες αυτές υποχρεωτικές επιστροφές έχουν δυσβάσταχτο κόστος για την αγορά φαρμάκου και τους ασθενείς στην Ελλάδα. Επιπλέον, ο ιδιαίτερα σύνθετος τρόπος υπολογισμού τους προκαλεί στρεβλώσεις στην αγορά, στερεί από την ελληνική οικονομία επενδυτικά κεφάλαια για έρευνα και ανάπτυξη και τελικά (καθυ)στερεί την πρόσβαση των ασθενών στην Ελλάδα σε καινοτόμες θεραπείες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προτεραιότητας που δίνει η πολιτεία στον λογιστικό περιορισμό της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης έναντι μίας ολοκληρωμένης πολιτικής υγείας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα αντιμετωπίζουν τις διαχρονικές παθογένειες του συστήματος στην Ελλάδα, φαίνεται και σε τροπολογία που ψήφισε πρόσφατα η Βουλή στο νομοσχέδιο «Γιατρός για άλλους».
Σε αυτήν, η κατάργηση της ρήτρας ανάπτυξης στον τρόπο υπολογισμού του clawback, της υποχρεωτικής δηλαδή επιστροφής που καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρείες στην Ελλάδα, αναλογικά με το μερίδιο αγοράς που κατέχουν και το ποσοστό ετήσιας ανάπτυξης του τομέα (κατά 80/20 στο εξωνοσοκομειακό και κατά 90/10 στο νοσοκομειακό περιβάλλον) αντισταθμίστηκε με μία νέα υποχρεωτική έκπτωση, ένα επιπρόσθετο rebate, που λειτουργεί ως «δημοσιονομικό ισοδύναμο». Το νέο αυτό μέτρο έρχεται μάλιστα χωρίς καμία παράλληλη διασφάλιση για μείωση ή έστω συγκράτηση του συνόλου των επιστροφών.
Με άλλα λόγια, το προσωρινό μέτρο του clawback και του υπολογισμού αυτού με βάση το 80/20 ή το 90/10 (μεριδίου αγοράς-μεριδίου ανάπτυξης), δεν καταργήθηκε κατά το πάγιο αίτημα του κλάδου, αλλά μετατράπηκε σε rebate, «βαφτίστηκε» σε υποχρεωτική έκπτωση. Στην πραγματικότητα, η «προσωρινή» επιβάρυνση των εταιρειών μέσω του clawback μετατράπηκε σε μία ακόμα μόνιμη υποχρεωτική επιστροφή που καταλογίζεται οριζόντια σε όλον τον κλάδο – ίσως απλά και μόνο για να «βγουν τα νούμερα».
Είναι γεγονός ότι η ρήτρα ανάπτυξης στον τρόπο υπολογισμού τoυ clawback, «τιμωρούσε» τη φαρμακευτική καινοτομία και τις φαρμακευτικές εταιρείες που διαθέτουν καινοτόμες θεραπείες στην Ελληνική αγορά. Η κατάργησή του είναι σωστή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι υποχρεωτικές επιστροφές, που συνεχίζουν να αποτελούν ένα τεράστιο πρόβλημα για την ομαλή λειτουργία του κλάδου, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τους παλαιούς «μνημονιακούς» όρους των δημοσιονομικών ισοδύναμων, εν απουσία, μάλιστα, πολιτικής για διαρθρωτικές αλλαγές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Είναι δυστυχώς γεγονός ότι το φάρμακο στη χώρα μας προσεγγίζεται περισσότερο ως κέντρο κόστους που δοκιμάζεται σε μία διαρκή άσκηση δημοσιονομικής πειθαρχίας, και λιγότερο ως θεραπεία και μέσο προαγωγής της δημόσιας υγείας. Ταυτόχρονα, αγνοείται επιδεικτικά το γεγονός ότι αποτελεί σημαντικό πυλώνα της οικονομίας με τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες, που μπορεί να βελτιώσει συνολικά τις οικονομικές προοπτικές της χώρας.
Απέναντι σε αυτή τη λογική, η φαρμακευτική βιομηχανία προωθεί σταθερά προτάσεις για τη στήριξη του φαρμάκου και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος για τις εταιρίες, δίνοντάς τους χώρο να «αναπνεύσουν» και να ακμάσουν. Στόχος των παρεμβάσεων δεν πρέπει να είναι ο λογιστικός περιορισμός του ύψους του clawback, όπως γίνεται σήμερα, αλλά η δομική μείωση των υποχρεωτικών επιστροφών. Μέτρα, που θα συμβάλλουν ουσιαστικά στον έλεγχο της ζήτησης και την ενίσχυση της χρηματοδότησης για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών των ασθενών, που θα απελευθερώσουν την αναπτυξιακή δυναμική του κλάδου στη Ελλάδα. Είναι αυτονόητο ότι ο κλάδος στηρίζει την υιοθέτηση των μεταρρυθμιστικών εργαλείων που χρειαζόμαστε για τον έλεγχο της δαπάνης και τη βελτίωση του συστήματος συνολικά, την ψηφιοποίηση και την ταχεία πρόσβαση των ασθενών στην καινοτομία, μεταρρυθμίσεις που δημιουργούν υπεραξία για τους ασθενείς, το εθνικό σύστημα υγείας, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνία στο σύνολό της.
* Η Πένυ Ρέτσα είναι Director of Market Access & External Relations της AbbVie