ΑΠΟΨΕΙΣ

100 ημέρες πολέμου: Τι μέλλει γενέσθαι με την Τουρκία;

Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Βλαντίμιρ Πούτιν σε συνάντησή τους στο Κρεμλίνο, 5 Μαρτίου 2020 AP Photo/Pavel Golovkin, Pool

Η συμπλήρωση των 100 ημερών από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία δεν αποτελεί μόνο ένα συμβολικό ορόσημο για τη Δύση στην προσπάθειά της να βρει τον βηματισμό της έναντι της Ρωσίας, αλλά αναδεικνύει με έναν ακόμη πιο επιτακτικό τρόπο την ανάγκη να βγουν από το θολό τοπίο μέσα στο οποίο κινούνται εδώ και πολύ καιρό οι σχέσεις της με την Τουρκία. 

Από την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η Τουρκία επιχείρησε να διαδραματίσει διαμεσολαβητικό ρόλο, εκμεταλλευόμενη τρία βασικά στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής της μέχρι εκείνη τη στιγμή: α) τις πολύ καλές -συμμαχικές σε αρκετές περιπτώσεις- σχέσεις της με τη Ρωσία, β) την εμπιστοσύνη που απολάμβανε, στο Κίεβο χάρη κυρίως στις εμπορικές σχέσεις και γ) το γεγονός ότι ήταν μέλος του ΝΑΤΟ.

Ειδικά όσον αφορά στις σχέσεις της με τη Ρωσία, ο Ερντογάν όλα τα προηγούμενα χρόνια είχε κατορθώσει, έπειτα από συνεχείς διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν, να εδραιώσει τη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στη βόρεια Συρία, με την την ανοχή των Ρώσων. Στον Καύκασο όχι μόνο επέτυχε να αλλάξει τις ισορροπίες υπέρ του Αζερμπαϊτζάν στη διένεξη του Ναγκόρνο Καραμπάχ, σε μία προνομιούχο για τη Μόσχα γεωγραφία, αλλά κατόρθωσε να έχει και λόγο για το μέλλον της περιοχής.

Πέραν από τη διεύρυνση των εμπορικών συναλλαγών, η Τουρκία διοχέτευσε εκατομμύρια δολάρια στη Ρωσία, κλείνοντας συμβόλαια για την εγκατάσταση στα εδάφη της πυρηνικό εργοστάσιο και αγοράζοντας το αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα S-400, οδηγώντας στα όρια τις σχέσεις της με τους δυτικούς συμμάχους της. Την ίδια ώρα, η στρατιωτική στήριξη που παρείχε στο καθεστώς της Τρίπολης στον εμφύλιο της Λιβύης μπορεί να την έφερε αντιμέτωπη με τη Ρωσία που στήριζε τον στρατάρχη Χαφτάρ και το κοινοβούλιο στο Τομπρούκ, δεν στάθηκε όμως αρκετό για να διαταράξει το κλίμα αμοιβαίας κατανόησης στον άξονα Μόσχας-Άγκυρας.

Από την άλλη, ο ίδιος ο Ερντογάν λίγο πριν την έναρξη του πολέμου είχε επισκεφθεί το Κίεβο, κλείνοντας συμβόλαια εκατομμυρίων δολαρίων και –το κυριότερο- οι τουρκικές βιομηχανίες προμήθευαν την Ουκρανία με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ίσως ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα υψηλής τεχνολογίας που είχε να παρατάξει η Ουκρανία απέναντι στη Ρωσία.

Με την έναρξη του πολέμου η Τουρκία διέκρινε ένα παράθυρο ευκαιρίας να αποκαταστήσει τις διαρρηγμένες σχέσεις της με τη Δύση, η οποία από την πλευρά της πίστεψε προς ώρας ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για την επιστροφή του «Ασώτου» πίσω στις αγκάλες της δυτικής οικογένειας και να αφήσεις τη λήθη την ένταση που προηγήθηκε, εξαιτίας κυρίως της συμπόρευσής Άγκυρας-Μόσχας.

Έτσι η Τουρκία, με δηλώσεις τόσο του ίδιου του Ερντογάν, όσο και του υπουργείου Εξωτερικών εμφανίστηκε αρχικά ότι ευθυγραμμίζεται με τις θέσεις του ΝΑΤΟ στην Κρίση της Ουκρανίας και παρέμεινε η μόνη ΝΑΤΟϊκη χώρα που συνομιλούσε με τον πρόεδρο Πούτιν (με εξαίρεση ίσως αρχικά και για ένα πολύ μικρό διάστημα τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος επίσης διατηρούσε διαύλους επικοινωνίας με το Κρεμλίνο). Στο πλαίσιο αυτού του διαμεσολαβητικού της ρόλου, η Τουρκία κατάφερε μάλιστα να φιλοξενήσει και συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των αντιμαχόμενων πλευρών. Αλλά ακόμα και τώρα, σε συνεννόηση και με τις δύο εμπόλεμες πλευρές, δρομολογεί τη δημιουργία στα στην Κωνσταντινούπολη ενός μηχανισμού για να επανεκκινήσουν οι εξαγωγές ουκρανικών σιτηρών από τα αποκλεισμένα ουκρανικά λιμάνια και την αποναρκωθέτηση της Μαύρης Θάλασσας για να αποκατασταθεί η ασφαλής ναυσιπλοΐα.

Η Βορειοατλαντική Συμμαχία μπορούσε να ανεχθεί το γεγονός ότι η Τουρκία δεν συμμετείχε στις κυρώσεις κατά της Μόσχας, αφενός για να υπάρχει αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας με τον Πούτιν, αφετέρου δε για να κρατήσει την Τουρκία στο «άρμα» της Δύσης.

Οι ψευδαισθήσεις όμως για τη στάση αυτή της Τουρκίας γρήγορα «προσγειώθηκαν», όταν ο πρόεδρος Ερντογάν ανακοίνωσε ότι ασκεί βέτο σε μία από τις πλέον στρατηγικές επιλογές σύσσωμων των υπολοίπων 29 μελών του ΝΑΤΟ, την ταχεία ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας, επικαλούμενος το γεγονός ότι οι δύο βαλτικές χώρες προσφέρουν άσυλο σε Κούρδους και Γκιουλενιστές αντιφρονούντες. Η στάση αυτή εξελήφθη στις δυτικές πρωτεύουσες ως «δώρο» της Τουρκίας στη Ρωσία, για την οποία ο έλεγχος της Βαλτικής έχει τέτοια στρατηγική σημασία, ώστε να φτάσει στο σημείο να απειλήσει με πυρηνικό πόλεμο.

Εξάλλου η Τουρκία, στις 100 ημέρες που συμπληρώνονται από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ετοιμάζεται για μία ακόμη στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία, όπου θα χρειαστεί και πάλι την ανοχή του Κρεμλίνου και θα πρέπει να βρεθεί εκ νέου απέναντι σε βασικές επιλογές των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών.

Η επιχειρηματολογία της επίσης απέναντι στην Ελλάδα θυμίζει έντονα τη ρητορική της Ρωσίας για να προετοιμάσει και να δικαιολογήσει την εισβολή στην Ουκρανία. Το γεγονός αυτό δεν περνάει επίσης απαρατήρητο στις δυτικές πρωτεύουσες.

Έτσι, η ελπίδα της Δύσης για επιστροφή του «Ασώτου» γρήγορα έσβησε και, μαζί με το πρόβλημα της Ρωσίας, παραμένει το κρίσιμο ερώτημα «τι μέλλει γενέσθαι με την Τουρκία;»

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης