Η Τουρκία, η Δύση και οι (ίσες) αποστάσεις
Για τους αναλυτές που ασχολούνται με την Τουρκία, δεν είναι καθόλου εύκολο να βρουν μια λογική εξήγηση για τη ρητορική κλιμάκωση του Τούρκου προέδρου κατά της Ελλάδας.
Ο λεκτικός πόλεμος της Άγκυρας εντάσσεται σε μια σειρά ενεργειών εξωτερικής πολιτικής που θέτουν σε κίνδυνο την συνοχή της Δύσης έναντι της Ρωσίας. Το αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής αποτελεί το βέτο της Τουρκίας στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ -το μεγαλύτερο δώρο του Ερντογάν στον Πούτιν μέχρι στιγμής.
Προφανώς οι ημέρες των «επιθέσεων γοητείας» του Ερντογάν έχουν τελειώσει με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Γινόμαστε μάρτυρες μιας επιστροφής σε μια κατάσταση όπου η τουρκική κυβέρνηση κλιμακώνει τις εντάσεις σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα.
Ο Ερντογάν ήταν πάντα έτσι, λένε πολλοί παρατηρητές, τώρα δείχνει για άλλη μια φορά το πραγματικό του πρόσωπο. Η πιο διαδεδομένη εξήγηση περιλαμβάνει μια εσωτερική πολιτική εκδοχή. Με την επιθετική εξωτερική πολιτική του, ο Ερντογάν προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή του κόσμου από την καταστροφική οικονομική κατάσταση ενόψει των επόμενων εκλογών.
Περισσότερες από μία φορές στο παρελθόν, οι Τούρκοι πολιτικοί κινητοποίησαν τους ψηφοφόρους με περιπέτειες πέρα απο τα σύνορα.
Μια πρόσθετη εκδοχή για τη λεκτική κλιμάκωση προς την Αθήνα που διαδίδεται στον γερμανικό Τύπο έχει ως εξής: Ο Ερντογάν υποθέτει ότι στο τέλος θα πρέπει να υποχωρήσει στο ζήτημα του βέτο στο ΝΑΤΟ για να μη καταστρέψει τις σχέσεις με τη Δύση για πάντα. Και για να μην μείνει με άδεια χέρια σε αυτή την περίπτωση, εντείνει τη ένταση με τους Έλληνες. Η διαμάχη αυτή είναι κστ'εξοχήν κατάλληλη να παρουσιάσει τον εαυτό του ως προστάτη των εθνικών συμφερόντων και «αρχιτέκτονα» της μεγάλης Τουρκίας.
Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι κλιμακούμενες λεκτικές επιθέσεις κατά της Ελλάδας -με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου να αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου- δεν τυγχάνουν της διεθνούς καταδίκης που τους αξίζει.
Η Αθήνα αναμένει μεγαλύτερη -δημόσια - υποστήριξη από τους δυτικούς συμμάχους της και επίσης μια σαφή και κατηγορηματική καταδίκη των τουρκικών απειλών. Η διάχυτη απογοήτευση στο κοινό που εκφράζεται κσι στα ΜΜΕ είναι κατανοητή.
Ωστόσο, δεν είναι σωστό να μιλάμε για «πολιτική των ίδιων αποστάσεων», όπως ακούγεται συχνά αυτές τις ημέρες. Η Δύση -οι ΗΠΑ και η ΕΕ- έχουν καταγράψει τη θέση τους στο επίμαχο θέμα της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου με σαφήνεια τον περασμένο Φεβρουάριο σε μια συντονισμένη δράση: «Η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα όλων των χωρών πρέπει να γίνουν σεβαστές κσι να προστατεύονται. Η κυριαρχία της Ελλάδας σε αυτα τα νησιά δεν αμφισβητείται», τόνισε ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η δήλωση της ΕΕ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και καλεί την Τουρκία να «απέχει από προκλητικές ενέργειες και δηλώσεις».
Φαίνεται ότι στην παρούσα φάση η Δύση έχει συμφωνήσει να μην αντιδρά σε κάθε τουρκική πρόκληση. Κατά κάποιο τρόπο αυτή η γραμμή είναι ανάλογη με τη στάση του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος έχει καταστήσει σαφές ότι η κυβέρνησή του δεν θα πέσει στο επίπεδο των τουρκικών προκλήσεων.
Στο τέλος όμως το θέμα είναι κάτι περισσότερο από ζήτημα στυλ. Εχει σημασία ούτε η Τουρκία, ούτε ο ελληνικός λαός να έχουν αμφιβολίες για το ποία ειναι η θέση και πού βρίσκεται η αλληλεγγύη της Δύσης σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης.
Οι Έλληνες κατηγορούν ιδιαίτερα τη Γερμανία ότι παίρνει μονομερή θέση υπέρ της Τουρκίας. Όταν η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών έρθει στην Αθήνα την επόμενη εβδομάδα, θα είναι μια καλή ευκαιρία να διαλύσει αυτούς τους ελληνικούς φόβους.
Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής, σχολιαστής και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Περισότερες πληροφορίες στο www.meinardus.info.