ΑΠΟΨΕΙΣ

Ημέρες και νύχτες ελληνικές

Νεκροθάφτες, μαφιόζοι κι υπουργοί

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, «Υπουργός Νύχτας», Αθήνα, εκδ. Πατάκη.

Ένας αποτυχημένος αρχιτέκτονας σπουδαγμένος στην Ιταλία, ο Γιάννης Μπεχτσής, εραστής του καζίνου, αριστεριστής στα νιάτα του, γόνος φτωχής οικογένειας που είδε άσπρη μέρα όταν ο πατέρας του άνοιξε γραφείο τελετών, αναλαμβάνει εξ ανάγκης το εν λόγω γραφείο και το τρέχει με άριστα αποτελέσματα, μαζί με τους «κόρακές» του, όπως ονομάζει τους υπαλλήλους του με τα ευφάνταστα παρανόμια, Ντάφφυ, Μπιούτιφουλ κ.λπ. Τον ίδιο τον φωνάζουν Πρίμο, Πρώτο, παρατσούκλι-κατάλοιπο της ιταλικής του περιόδου, από την οποία διατηρεί την αδυναμία για το Καμπάρι και το ιταλικό φαγητό.

Συχνά όμως, όταν η μανία του τζόγου τον καταλαμβάνει, όλα βαίνουν καλώς εναντίον του – για να θυμηθούμε το προηγούμενο μυθιστόρημα του Σκαμπαρδώνη. Κοινώς, βρίσκεται συχνά-πυκνά στον άσσο και έτσι κάποια στιγμή καταλήγει στον μεγαλύτερο τοκογλύφο της Βόρειας Ελλάδας, τον Υπουργό Νύχτας, που μένει σε ένα εγκαταλειμμένο χωριό στο Κιλκίς μαζί με κάποιους αφοσιωμένους του άντρες, είναι δικτυωμένος παντού στην Ελλάδα αλλά και στα Βαλκάνια, έχει έναν φαγανό κροκόδειλο στο σαλόνι του, προς συμμόρφωση των ανυπάκουων, έναν πανέμορφο και μοβόρο γιο τον οποίο λατρεύει, κι έναν βαρβάτο καρκίνο που τον φέρνει όλο και πιο κοντά στον θάνατο.

Από το σημείο αυτό και μετά, η ζωή του, που δεν ήταν και ποτέ ατρικύμιστη, αλλάζει άρδην. Θα γίνει σταδιακά μαφιόζος και πολιτικός, διαγράφοντας έναν μεγάλο κύκλο για να καταλήξει στην αφετηριακή του ψυχική συνθήκη, τον τζόγο, ως διακινδύνευση, μορφή ελευθερίας και αυτοβουλίας μέσα από τον καταναγκασμό, ιδιότυπης αναρχίας.
Η πρώτη ανάγνωση είναι προφανής: ελληνική κρίση.

Βεβαίως - παρότι η αναλογία με την Ιταλία δεν είναι τυχαία. Στο μυθιστόρημα περιγράφονται παθογένειες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, που διαμορφώθηκαν και κυριάρχησαν πολύ πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Μια μονοσήμαντη ανάγνωση όμως θα αδικούσε το κείμενο, για πολλούς λόγους, αλλά και εξαιτίας της συνθηματολογικής, και συνακόλουθα απλουστευτικής, χρήσης του όρου «κρίση» και στο πεδίο της λογοτεχνίας, που παραπέμπει σε διδάγματα, ερμηνείες και καταγγελίες. Όπως επίσης επειδή μπορεί στον τίτλο να συνυπάρχουν το πολιτικό σύστημα και ο υπόκοσμος, ο ίδιος όμως αυτός ο τίτλος είναι εντέλει πολύσημος και υποστηρίζει διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης του βιβλίου.

Ραγισματιές και μαχαιριές

Υπουργός νύχτας λοιπόν. Ο νεκροθάφτης που γίνεται γκάγκστερ, ελληνικού τύπου πάντα, και έπειτα πολιτικός. Αν όμως δούμε τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία, ο Πρίμο είναι εξαρχής υπουργός νύχτας, διαχειρίζεται τη μεγάλη νύχτα, τον θάνατο, γύρω από τον οποίο αποκαλύπτεται η ανθρώπινη αλήθεια, με τον ίδιο τρόπο όπως και στον τζόγο. Διαχειριστής θανάτου γίνεται επειδή ακριβώς δεν μπορεί να δαμάσει μια άλλη νύχτα, τη μέσα νύχτα της ψυχής του, την Άβυσσο όπως την ονομάζει, που από τα νεανικά του χρόνια τον οδηγεί σε έναν αγώνα δρόμου με τον ίδιο του τον εαυτό – ή αλλιώς σε μια κατάβαση στα κάτω πατώματα, σε αναζήτηση του διαβόλου.

Έτσι, είναι υπουργός νύχτας και επειδή έχει τη νύχτα μέσα του και τη διαχειρίζεται κατά το δοκούν: διαβασμένος, περπατημένος, ο Πρίμο πιστεύει στην τύχη, ή μάλλον, ακόμη καλύτερα, στην υπαρξιστική τυχαιότητα και ενδεχομενικότητα, στην αδιαφορία ενός κενού σύμπαντος χωρίς Θεό, όπου ο άνθρωπος κάνει πράξη την ελευθερία του εξεγειρόμενος απέναντι σε όλους και σε όλα, στον Θεό, την τύχη, την κοινωνία, τον πατέρα και το όνομά του, όπως λέει, μοναχικός και μόνος.

Παράλογο, μηδενισμός, εξέγερση, Καμύ, Σίσυφος, αλλά μήπως και κατά Γκράμσι – «ποιος είναι αυτός;» ρωτάει η ατυχήσασα στη συνέχεια γραμματέας του – υπεράνθρωπος-αναρχικός κόμης Μοντεχρήστος; Όλα μαζί προφανώς και άλλα πολλά ακόμη. Απουσία ηθικής; Μάλλον έλλειψη ηθικολογίας και αναγνώριση της πολυπλοκότητας των πραγμάτων, σε όλα τα περιβάλλοντα. Ο διδακτισμός δεν είχε ποτέ θέση στα κείμενα του Σκαμπαρδώνη, με την κριτική να εντοπίζεται κυρίως στη σάτιρα, που και σ’ αυτό το βιβλίο απογειώνεται.

Αλλιώς, «Λουφτχάνσα», όπως φωνάζουν στο σκυλάδικο οι θαμώνες όταν απογειώνονται από τη μουσική. Ενορατικός ως άλλος τζογαδόρος που ερμηνεύει οιωνούς και διαθέτει όραση περισκοπική, ο συγγραφέας κάνει τη δική του εξέγερση απέναντι στον κόσμο αλλά και την αναπαράστασή του, μεγεθύνοντας τις ραγισματιές των πραγμάτων και των ανθρώπων, σε σημείο που να αναδύεται η τραγικωμωδία της ύπαρξης. Ο κατεδαφιστικός του οίστρος μπορεί να μετριάζεται πάντα από την τρυφερότητά προς τα πρόσωπά του, αλλά δεν αφήνει τίποτε όρθιο, διατρέχοντας με δεξιοτεχνία όλη την κλίμακα του κωμικού σε όλους τους αφηγηματικούς τρόπους.

Έτσι καταγράφει το χυδαίο και το ειδεχθές, βάζοντας την ίδια στιγμή «νερό στο παράπονο». Κάτι ανάλογο έκανε με πολύ μεγάλη επιτυχία στο εξαιρετικό «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου», το τρίτο του μυθιστόρημα, με το οποίο έχει κανείς την αίσθηση ότι το ανά χείρας κείμενο συνομιλεί διαρκώς. Στο ένα, το παρακράτος, στο άλλο η μαφία και η πολιτική.

Τραγικωμικό και γκροτέσκο

Ρωμαϊκό ψηφιδωτό, 2ος αιώνας μ.Χ. Παλάτσο Νουόβο, Μουσεία Καπιτωλίου

Η αφήγηση είναι χτισμένη πάνω σε μια γερή τεκμηρίωση, που επιτρέπει την απολύτως επιτυχή αναπαραγωγή των κοινωνιολέκτων, σε όλες τις εκφάνσεις τους, των χώρων, ανοικτών και κλειστών, των αντικειμένων – με μια απαρίθμηση των οποίων ξεκινά το κείμενο.

Για να ακριβολογούμε, ξεκινά με ένα όνειρο και κλείνει με ένα σημάδι, έναν οιωνό, ένα γεράκι που μετεωρίζεται, υπογραμμίζοντας το εξωλογικό στοιχείο. Αμέσως μετά, όμως, έρχονται στην αρχή τα αντικείμενα, τα ατελείωτα ροζ μικροπράγματα της γυναίκας του Πρίμο, η απαρίθμηση των οποίων σχολιάζει τα πρόσωπα, την πραγμοποίηση του κόσμου, αλλά και την αντίληψη του φύλου, ως αυτοπροσδιορισμό και πρόσληψη του άλλου και της σχέσης. Τα δύο κυρίαρχα γυναικεία πρόσωπα στη ζωή του Πρίμο, άλλωστε, σχεδιάζουν έναν άλλο σκοτεινό κύκλο, από την Μπάρμπι στην όμορφη πόρνη που καθαγιάζεται ποιητικά με μπωντλερικούς όρους.

Για να γυρίσουμε στο γέλιο, ο Σκαμπαρδώνης χρησιμοποιεί το κωμικό με μεγάλη μαστοριά, ξεκινώντας από το μπουρλέσκο και καταλήγοντας, ωστόσο, στο σύνθετο γκροτέσκο. Κλασικά έως και κασικά ή κασιάρικα εν προκειμένω γκαγκ, πολύ κινηματογραφικά: η νεκροφόρα να καταδιώκεται από ένοπλους Πομάκους που τελικά θέλουν να τους γυρίσουν πίσω το άχρηστο γι’ αυτούς φέρετρο του νεκρού και είναι οπλισμένοι γιατί θα πάνε για κυνήγι· ή να κάνει κόντρες με περιπολικό μέσα στη νύχτα, το οποίο ντεραπάρει μόλις οι αστυνομικοί βλέπουν έντρομοι να ανάβουν οι μοβ πλαφονιέρες και οι ηλεκτρικές λαμπάδες πάνω από το φέρετρο.

Εξαιρετικά παρατσούκλια, Γιαννάκης ο Αιμορραγώ, Ζαρζαβατικός, Χιλιαρικάκιας, Λουτροκαμπινές και άλλα τινά, συνδυασμένο με το κωμικό των προσώπων. Λεκτικό χιούμορ που ενσωματώνεται με απόλυτη φυσικότητα στον λόγο των προσώπων, όπως όταν ο γιος του αρχιμαφιόζου σχολιάζει την εκλογή του Πρίμο ως βουλευτή, «δεν φτάνει που κονομούσε παραχώνοντας τους πεθαμένους, τώρα θα κονομάει θάβοντας τους ζωντανούς», αλλά και ο ίδιος σχολιάζοντας την τρίτη θέση που κατέλαβε, «αν ήμασταν σε άλλα χρόνια, τότε που ψήφιζαν και οι πεθαμένοι, με τόσους που θάψαμε, θα έβγαινα πρώτος...»· ο φούρνος που περιγράφεται ως παρεκκλήσι και σημαίνει πια αποτεφρωτήριο, σχέδιο καινοτόμο πλάι στο εικονικό νεκροταφείο.

Όλο αυτό το κωμικό στοιχείο, όμως, υποτάσσεται εντέλει σε ένα ειρωνικό σχέδιο, σχεδιάζοντας μια γκροτέσκα, τραγικωμική εικόνα του κόσμου, σε συμφωνία προς την υπαρξιακή αγωνία που διατρέχει από την αρχή ως το τέλος το μυθιστόρημα. Ένα κείμενο που είναι καμωμένο με σαν λεπτοδουλεμένο ψηφιδωτό και διαβάζεται με μια ανάσα.

* Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι Αναπληρώτρια καθηγήτρια ΑΠΘ, κριτικός λογοτεχνίας

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης