Πόσους (και ποιους) τουρίστες θέλουμε
Ανανεώθηκε:
Τα μηνύματα από τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον υπουργό Τουρισμού Βασίλη Κικίλια ήταν πολύ ενθαρρυντικά: To 2022 αναμένονται αθρόες αφίξεις τουριστών, φέρνοντας τον αριθμό τους, αλλά και τα έσοδα πολύ κοντά στα προ πανδημίας επίπεδα.
Και σίγουρα είναι μια μεγάλη «ανάσα» σε έναν κλάδο που βίωσε εντονότατα τις συνέπειες της πανδημίας αλλά και ευρύτερα στην χειμαζόμενη από την ακρίβεια οικονομία. Συνεπώς, όσον αφορά τη φετινή σεζόν, πρώτο και βασικό ζητούμενο είναι η εξασφάλιση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων εσόδων.
Καθώς όμως επιστρέφουμε στην κανονικότητα, και με δεδομένο ότι εξετάζουμε ευρύτερα την πορεία της Ελλάδας στη μετά-πανδημική εποχή, οφείλουμε να εξετάσουμε σοβαρά το ερώτημα, πόσους αλλά και ποιους τουρίστες θέλουμε.
Ας δούμε λοιπόν τα δεδομένα: Οι υποδομές της χώρας, ειδικά στους δημοφιλείς προορισμούς είναι πλέον οριακές. Αρκεί μια επίσκεψη στη Μύκονο ή τη Σαντορίνη στην καρδιά του καλοκαιριού για να διαπιστώσει κανείς του λόγου το αληθές.
Ταυτόχρονα, αν θέλουμε να μιλάμε για βιώσιμο τουρισμό, που δεν θα απομυζά τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους, υπάρχουν συγκεκριμένα ποσοτικά όρια στις αφίξεις. Όρια, τα οποία αγγίξαμε το 2019 και όπως φαίνεται θα προσεγγίσουμε και φέτος.
Με άλλα λόγια, ειδικά σε συγκεκριμένους προορισμούς, τα περιθώρια αύξησης των αφίξεων είναι από περιορισμένα έως μηδαμινά.
Την ίδια στιγμή όμως, είναι ξεκάθαρο πως η Ελλάδα χρειάζεται να αυξήσει τα έσοδά της από τον τουριστικό κλάδο, καθώς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του νέου οικονομικού μοντέλου της χώρας.
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Με δύο βασικούς τρόπους: προσελκύοντας επισκέπτες με μεγαλύτερο κατά κεφαλήν βαλάντιο και ταυτόχρονα επεκτείνοντας την τουριστική σεζόν αλλά και τους δημοφιλείς προορισμούς. Το μοντέλο «ήλιος και θάλασσα», με σεζόν 3-4 μηνών, το οποίο εστιάζεται σε 4-5 νησιά και άλλους 2-3 προορισμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι παρωχημένο.
Στον αντίποδα, η Ελλάδα μπορεί -και οφείλει- να προσελκύει τουρίστες, αν όχι όλο το 12μηνο, τουλάχιστον για 8 με 9 μήνες το χρόνο. Είτε μιλάμε για city breaks σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, είτε για συνεδριακό και θεματικό τουρισμό σε όλη την Ελλάδα, οι δυνατότητες υπάρχουν.
Αυτό που απαιτείται είναι οι σωστές υποδομές αλλά και η αντίστοιχη προβολή στο εξωτερικό. Και όντως έχουν γίνει σοβαρά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια, παρά την πανδημία. Αυτό που απαιτείται είναι μια συντονισμένη προσπάθεια, τόσο από το κράτος, όσο και από τους επαγγελματίες του χώρου ώστε να αλλάξει η εικόνα που υπάρχει στο εξωτερικό για την Ελλάδα.
Και κατά δεύτερον, είναι εξίσου σημαντικό να αναδειχθούν περιοχές με εξαιρετική φυσική ομορφιά που να αποτελέσουν νέους πόλους έλξης ποιοτικού -και εύπορου- τουρισμού. Και σε αυτό το μέτωπο παρατηρείται κινητικότητα, καθώς βλέπουμε μια σειρά από εξαιρετικά σοβαρές επενδύσεις, τόσο σε νησιά δεν ήταν μέχρι πρότινος τόσο δημοφιλή, όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Και, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των κατά τόπους αεροδρομίων αλλά και των οδικών αξόνων το προϊόν γίνεται σαφώς πιο δημοφιλές.
Ομπρέλα σε όλα τα παραπάνω αποτελούν τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς τουρισμός και υποδομές αποτελούν δύο από τους βασικούς άξονες. Αρκεί βέβαια αυτή τη φορά τα χρήματα να πιάσουν τόπο και να μην διασπαθιστούν όπως έγινε κατά κόρον τις δεκαετίες του ’80 και του ΄90 αλλά και πιο πρόσφατα.
Ώστε, για να απαντήσουμε και στο αρχικό ερώτημα, η Ελλάδα να προσελκύσει πλέον εύπορους τουρίστες, που είναι διατεθειμένοι να επισκεφθούν ολόκληρη τη χώρα και τους 12 μήνες και να διαθέσουν αρκετά χρήματα. Έτσι, θα πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα, ακόμα και με λιγότερες αφίξεις. Γιατί, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ»