ΑΠΟΨΕΙΣ

Η επικίνδυνη ελληνική κυβέρνηση ενισχύει τους πολεμικούς κινδύνους

Η επικίνδυνη ελληνική κυβέρνηση ενισχύει τους πολεμικούς κινδύνους
«Η πατρίδα μας πρέπει πάντα να αποτελεί φωνή η οποία στηρίζει την ειρήνη και το διεθνές δίκαιο- μαζί- στην παγκόσμια σκηνή», τονίζει ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, Γιώργος Κατρούγκαλος AP Photo/Petros Giannakouris

Από την αρχή ο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ως αντίθετη στο διεθνές δίκαιο και τις θεμελιώδεις αρχές της κρατικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας. Έθεσε ως απόλυτη προτεραιότητα το άμεσο τέλος του πολέμου, με βασικό μέσο ισχυρές και στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις.

Σκοπός των τελευταίων πρέπει να αποτελεί η άσκηση πίεσης στην ρωσική κυβέρνηση ώστε να τερματιστεί η εισβολή, όχι η παγίωση ενός νέου οικονομικού ψυχρού πολέμου. Πολύ λιγότερο δεν μπορεί να αποτελεί στόχο των κυρώσεων η αλλαγή καθεστώτος στην Ρωσία, όπως υποστήριξε- για να ανασκευάσει αργότερα- ο ΑΝΥΠΕΞ. Τονίσαμε επίσης, ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να αποτραπεί, εάν η Ευρώπη είχε πετύχει την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα μια νέα αρχιτεκτονική αδιαίρετης ασφάλειας, που θα ενσωμάτωνε και τη Ρωσία, με όρους διεθνούς δικαίου.

Συναντηθήκαμε σε αυτή την ανάλυση με τους πιο έγκυρους- και καθόλου ρωσόφιλους- διπλωματικούς και ακαδημαϊκούς αναλυτές, από τον Τζ. Κένναν και τον Χ. Κίσσινγκερ έως τον Τζ. Μερσχάιμερ. Ο τελευταίος, σε πρόσφατο άρθρο του στον Εκόνομιστ επισημαίνει ιδιαίτερα τον κίνδυνο από την παράταση του πολέμου, όπως θέλουν τα «γεράκια» της Δύσης, με σκοπό την πλήρη απομόνωση της Ρωσίας, στο πλαίσιο ενός νέου ισχυρού διπολισμού, ενός ψυχρού πολέμου χωρίς τις εγγυήσεις και τις δικλείδες ασφαλείας του προηγούμενου:

«To συμπέρασμά μου είναι ότι βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, με τη δυτική πολιτική να επιδεινώνει αυτούς τους κινδύνους. Για τους ηγέτες της Ρωσίας, αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία δεν έχει να κάνει με τις “αυτοκρατορικές τους φιλοδοξίες”. Πρόκειται για την αντιμετώπιση αυτού που θεωρούν ως άμεση απειλή για το μέλλον της Ρωσίας».

Μια περιεκτική αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη δεν ήταν ανέφικτη. Μάλιστα, σημαντική πρόοδος προς την κατεύθυνση αυτή είχε επιτευχθεί κατά την δεκαετία του 1990, με την ιδρυτική πράξη ΝΑΤΟ- Ρωσίας (1997), καθώς και την αναθεωρημένη Συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (revised CFE Treaty) και τη «Χάρτα της Κωνσταντινούπολης» που συμφωνήθηκαν το 1999 στο πλαίσιο του Οργανισμού Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Εκεί, Ρωσία και Δύση είχαν συμφωνήσει στις γενικές αρχές ενός νέου συστήματος που θα κατοχύρωνε τον έλεγχο εξοπλισμών, το δικαίωμα κάθε κράτους να εξασφαλίσει την άμυνά του, αλλά και την ανάγκη να εργαστούν όλες οι χώρες μαζί για το αδιαίρετο της ευρωπαϊκής ασφάλειας: «τα κράτη δεν θα ενισχύουν την ασφάλειά τους σε βάρος της ασφάλειας κανενός άλλου κράτους» και «κανένα κράτος ή ομάδα κρατών δεν μπορεί να έχει παραπάνω ευθύνη για την διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην Ευρώπη».

Η επόμενη δεκαετία δεν κινήθηκε σε αυτή την κατεύθυνση. Στο πλαίσιο της διακυβέρνησης Μπους στις ΗΠΑ, πολλοί θεώρησαν εσφαλμένα ότι η Ρωσία είναι πλέον μία δεύτερης κατηγορίας δύναμη, παραγνωρίζοντας τις ανησυχίες περικύκλωσης που ιστορικά χαρακτηρίζουν την εξωτερική της πολιτική. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ στις Βαλτικές χώρες, Βουλγαρία και Ρουμανία προχώρησε χωρίς παράλληλη ενίσχυση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ - Ρωσίας, με τις νατορωσικές διαβουλεύσεις για συνεργασία στην πυραυλική άμυνα να αποτυγχάνουν και το ΝΑΤΟ να ανακοινώνει δική του πυραυλική ασπίδα. Στη συνέχεια οι χώρες του ΝΑΤΟ δεν κύρωσαν την αναθεωρημένη Συνθήκη CFE (σε αντίθεση με τη Ρωσία), ενώ οι ΗΠΑ αποχώρησαν μονομερώς (2001) από την Συνθήκη αντιβαλλιστικών πυρηνικών πυραύλων.

Το 2008 στο Βουκουρέστι το ΝΑΤΟ άνοιξε το θέμα της ένταξης σε αυτό Γεωργίας και Ουκρανίας. Μετά την εκλογή Ομπάμα (2009) έγινε μια νέα προσπάθεια από τις ΗΠΑ για επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για ένα νέο πλαίσιο ελέγχου εξοπλισμών, στην οποία συνέβαλε και η Ελλάδα -ως προεδρεύουσα χώρα στον ΟΑΣΕ- μέσω της λεγόμενης Διαδικασίας της Κέρκυρας. Ωστόσο, αυτές οι πρωτοβουλίες απέτυχαν, ενώ λίγα χρόνια αργότερα (2014), την επαύριο της εξέγερσης στο Μεϊντάν, η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία και προσάρτησε την Κριμαία, με τις νατορωσικές σχέσεις να παγώνουν για όλα τα υπόλοιπα χρόνια.

Τα παραπάνω δεν έχουν μόνο ιστορική σημασία. Το κρίσιμο ζητούμενο σήμερα δεν είναι μόνον το πώς θα τελειώσει το γρηγορότερο δυνατό ο πόλεμος, αλλά και το πώς θα αποφύγουμε την επιστροφή σε ένα καθεστώς ακραίου διπολισμού που θα αντιπαραθέτει τη Δύση με ένα συμπαγές μπλοκ Κίνας και Ρωσίας. Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία ήταν αυτή που έδινε πάντα η αριστερά, αλλά και σε μεγάλο βαθμό και η πάγια μεταπολιτευτική εξωτερική πολιτική της χώρας μας: έμφαση στην διπλωματία, εμμονή στο ότι η πατρίδα μας είναι ευρωπαϊκή δύναμη ειρήνης και ήπιας ισχύος.

Η αντίθετη επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη για αποστολή θανατηφόρων όπλων αποτελεί ανατροπή πάγιου δόγματος της εξωτερικής πολιτικής, χωρίς καμία διαβούλευση, όπως και η προηγούμενη απόφασή του να στείλει Πάτριοτ στην Σαουδική Αραβία. Η κυβέρνηση στη συνέχεια έγινε ακόμη πιο επικίνδυνη, αλλά και αλλοπρόσαλλη: πραγματικά το «τερμάτισε» με τις προαναφερθείσες δηλώσεις του ΑΝΥΠΕΞ, οι οποίες πολύ χλιαρά ανασκευάστηκαν στη συνέχεια από τον ίδιο. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τη ζημία για τη διεθνή θέση της πατρίδας μας από παρόμοιες θέσεις.

Είναι σαφές ότι στο εξής η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στη διπλωματία. Ένας γενικευμένος πόλεμος στην ήπειρό μας είναι αδιανόητος. Αδιανόητος, όμως, πρέπει να είναι και ένας νέος, «άγριος» ψυχρός πόλεμος. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αξιοποιώντας όλα τα διπλωματικά μέσα, θα πρέπει να συμβάλει ενεργά στην αποκλιμάκωση της έντασης. Ο στρατηγικός στόχος πρέπει να παραμείνει η ένταξη της Ρωσίας σε ένα σύστημα αρχιτεκτονικής ασφάλειας και ελέγχου εξοπλισμών της Ευρώπης, όσο δύσκολο και να φαίνεται αυτό σήμερα. Η θέση της Ελλάδας πρέπει να είναι επίσης ξεκάθαρη.

Ακόμη και εάν τα πράγματα εξελιχθούν με βάση το χειρότερο σενάριο, δεν θα πρέπει να έχουμε καμία συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις. Η πατρίδα μας πρέπει πάντα να αποτελεί φωνή η οποία στηρίζει την ειρήνη και το διεθνές δίκαιο- μαζί- στην παγκόσμια σκηνή.

Για την επόμενη ημέρα μία αναβαθμισμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, με αυτόνομη εξωτερική πολιτική και άμυνα, θα αποτελούσε εγγύηση και για την αποτροπή ενός νέου ψυχρού πολέμου και για την ελληνική ασφάλεια. Και εδώ, όμως, υπάρχει ένα ερώτημα: θα είναι πράγματι στρατηγικά αυτόνομη η ευρωπαϊκή άμυνα, ή απλώς «καθρέφτης» και προέκταση του ΝΑΤΟ; Ακόμη σημαντικότερο, θα μπορέσει να αποτελέσει αυτόνομο εξισορροπιστικό πόλο η ΕΕ στην διεθνή σκηνή; Για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται: θα επικρατήσει η γαλλική πρόταση, περί «ευρωπαϊκής κυριαρχίας», ή οι φιλοατλαντικές αντίθετες Πολωνίας και Βαλτικών χωρών; Εάν συμβεί το δεύτερο, το πιθανότερο είναι ότι το μέλλον κρύβει μια δυστοπική επανάληψη του ψυχρού πολέμου, με προσέγγιση Ρωσίας- Κίνας και δραματική ένταση των διεθνών ανταγωνισμών.

Να μην ξεχάσουμε, όμως, και τα απολύτως άμεσα: Ιδιαίτερα σοβαρές θα είναι οι επιπτώσεις του πολέμου στην οικονομία της χώρας μας και στο εισόδημα όλων των Ελλήνων. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η Ελλάδα θα είναι η χώρα που θα δεχθεί το δεύτερο μεγαλύτερο πλήγμα ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη, με απώλειες που μπορεί να ξεπεράσουν το 2,5% του ΑΕΠ. Και στο επίπεδο αυτό, η κυβέρνηση έχει επιλέξει να μην στηρίξει αποτελεσματικά ούτε το λαϊκό εισόδημα, ούτε τους κλάδους της οικονομίας που θα δοκιμαστούν περισσότερο. Δυστυχώς, οι κίνδυνοι από τον πόλεμο ενισχύονται πλέον εκθετικά από τις επιλογές μιας επικίνδυνης κυβέρνησης.

Και για τους λόγους αυτούς, συνεπώς, χρειαζόμαστε μια νέα, προοδευτική κυβέρνηση, που θα δώσει απάντηση σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

*Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, τομεάρχης Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία.