Τουρκία και Δύση: Η επιστροφή του «Ασώτου»;
Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το οικοδόμημα ασφαλείας της Δύσης υποχρεωτικά εισέρχεται σε μία νέα εποχή. Οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται σαφείς και το μοντέλο που επέτρεπε στην Ευρώπη να στηρίζει την άμυνά της μέσω του στις ΗΠΑ και παράλληλα να ευημερεί συναλλασσόμενη με την με τη Ρωσία και την Κίνα είναι πλέον μη λειτουργικό.
Στο ειδικό ελληνικό ενδιαφέρον, η αλλαγή αυτή στη διεθνή τάξη πραγμάτων, για την οποία μπορούν να καταναλωθούν τόνοι μελάνης για την ανάλυσή της, σηματοδοτεί μεταξύ πολλών άλλων και μία αναθεώρηση της θέσης της Τουρκίας στις σχέσεις της με τη Δύση.
Οι περισσότερες αναλύσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ήρθε η ώρα για την επιστροφή στην πατρική αγκαλιά της Δύσης του «Άσωτου υιού», ο οποίος συνεργάστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια με τον Πούτιν σε σειρά πολεμικών μετώπων, αγόραζε ρωσικά όπλα, συγκρούστηκε με τις ΗΠΑ, κυνήγησε το όνειρο της περιφερειακής δύναμης αυτονομούμενη από το ΝΑΤΟ, ήλθε σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ, απομακρύνθηκε από την ΕΕ κ.ο.κ. Εν συντομία, η στρατηγική επιλογή για στροφή προς την Ανατολή, υπό τις διαμορφούμενες συνθήκες, παύει να αποτελεί επιλογή για τη Τουρκία. Πολλοί είναι μάλιστα οι «αισιόδοξοι» εκείνοι που εκτιμούν ότι η επιστροφή της συμμάχου Τουρκίας στη Δύση θα συνοδευτεί και από την επιστροφή στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της χώρας στο εσωτερικό.
Εξάλλου, η ίδια η Δύση έδειχνε με τη στάση της όλο το προηγούμενο διάστημα ότι άφηνε περιθώρια ανοχής προς την Άγκυρα, αναμένοντας έναν «από μηχανής θεό», μία πιθανή ανατροπή των διεθνών συνθηκών δηλαδή, σαν αυτή της εισβολής στην Ουκρανία, που θα επανέφερε την Τουρκία και πάλι πίσω στους κόλπους της. Η διατήρηση της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟϊκού πλαισίου και η αποτροπή του προσεταιρισμού της από τη Ρωσία αποτελούσε ανέκαθεν και συνεχίζει να αποτελεί για Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες «κόκκινη γραμμή», όπως «κόκκινη γραμμή» για τη Ρωσία αποτελεί η Ουκρανία.
Η στροφή της Τουρκίας και πάλι στη Δύση, ύστερα από χρόνια σύγκρουσης μαζί της, αποτελεί μείζονα στρατηγικό αναπροσανατολισμό, ίσως θα μπορούσε να θεωρηθεί και ήττα για την ίδια αν αναλογιστούμε ότι η στροφή της προς την Ανατολή ήταν το «κλειδί» για να καταστεί παγκόσμια δύναμη, όπως το ονειρευόταν ο Ερντογάν.
Το ζητούμενο, υπό τις νέες συνθήκες, δεν είναι το εάν η Τουρκία θα επαναπροσδιορίσει τους στρατηγικούς της στόχους, αλλά σε ποιο βαθμό, πότε και υπό ποιους όρους θα επιστρέψει στη Δύση.
Η μετατόπιση του στρατηγικού άξονα της Τουρκίας, με επαναφορά του πιο κοντά στη Δύση, δεν είναι μία εύκολη διαδικασία. Υπάρχουν σημαντικά εμπόδια που καθορίζονται κυρίως από τρεις παράγοντες: Τη Δύση, τη Ρωσία και το κυριότερο τις εγγενείς αδυναμίες του ίδιου του τουρκικού καθεστώτος.
1- Ο παράγοντας Δύση
Παρά τα μηνύματα που έστειλε η Αγκυρα, μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, ότι θα ανταποκριθεί στις συμμαχικές της υποχρεώσεις, δεν βρίσκεται ακόμη σε απόσταση ασφαλείας από την προαναφερθείσα «κόκκινη γραμμή», ώστε να καθησυχάσει τη Δύση.
Η Αγκυρα εισπράττει το αναβαθμισμένο ενδιαφέρον της Δύσης απέναντί της ως αλλαγή του εις βάρος της κλίματος και αποδοχής του ρόλου της ως αναβαθμισμένης περιφερειακής –γιατί όχι και παγκόσμιας- δύναμης, γεγονός που ως ένα βαθμό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εισέπραξε τις επαφές σε ανώτατο επίπεδο με την αμερικανική ηγεσία και τον γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς που έσπευσε στην Άγκυρα μετά την ρωσική εισβολή ως άνοδο της αξίας της στο «γεωστρατηγικό χρηματιστήριο». Την άποψή της αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι επικοινωνεί και με τις δύο εμπόλεμες πλευρές, διεκδικώντας αναβαθμισμένο ρόλο «διαμεσολαβητή», «εγγυήτριας δύναμης» κ.ο.κ.
Όπως όλα δείχνουν, θα προσπαθήσει να εξαργυρώσει την επιστροφή της στη Δύση αποσπώντας ως αντάλλαγμα την κατοχύρωση, αν όχι όλων, τουλάχιστον μέρους των κεκτημένων της το προηγούμενο διάστημα σε Συρία, Ανατολική Μεσόγειο, Λιβύη κ.ο.κ., την επαναπροσέγγιση με την ΕΕ, κυρίως όσον αφορά σε θέματα οικονομικού ενδιαφέροντος, αλλά και την άρση των αμερικανικών κυρώσεων, την πώληση μαχητικών F-16 και ίσως την επιστροφή της στο πρόγραμμα των F-35. Στη διαδικασία αυτή γίνεται κατανοητό τόσο από την τουρκική ηγεσία, όσο και από την Ουάσινγκτον ότι δέον να αποφευχθεί είναι η όποια ελληνοτουρκική ένταση, εξ ου και το καλό κλίμα στην πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη.
Αυτή όμως είναι η μία όψη του νομίσματος.
Η Δύση έχει μεν κάθε λόγο να αισθάνεται ικανοποίηση από τα θετικά μηνύματα που λαμβάνει από την Άγκυρα, την επαναπροσέγγιση της και με τη δεδομένη συγκυρία επικεντρώνεται στο να διαμορφώσει μία θετική ατζέντα και βάζει στον «πάγο» τα προβλήματα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επιλύθηκαν κιόλας. Η Τουρκία είναι, για παράδειγμα, η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ και μαζί με τη Σερβία και τη Λευκορωσία μία από τις τρεις ευρωπαϊκές χώρες που δεν εφαρμόζουν κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Οι πτήσεις από και προς τη Ρωσία συνεχίζονται κανονικά, το ίδιο και οι οικονομικές συναλλαγές, με την Τουρκία να αποτελεί, μαζί με την Κίνα, ένα ευήλιο παράθυρο για τη ρωσική οικονομία προς τον έξω κόσμο.
Θα αναγνωρίσει η Συμμαχία στην Τουρκία το δικαίωμα να αποκλίνει από την κοινή γρμμή των υπολοίπων μελών της και σε ποιο βαθμό; Θα της αναγνωρίσει το δικαίωμα να κάνει στρατιωτικές επεμβάσεις σε γειτονικές χώρες, την ώρα που για τον ίδιο ακριβώς λόγο στρέφεται κατά της Ρωσίας;
Εξάλλου, παρά τις ευχαριστίες και τα καλά λόγια, η Δύση δεν φαίνεται να αποκτά μέχρι στιγμής μία βελτιωμένη εικόνα για την κυβέρνηση Ερντογάν. Η έκκλησή του για ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ έμεινε αναπάντητη από τις Βρυξέλλες, η Τουρκία δεν περιλαμβάνεται στη νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης και οι ΗΠΑ διατηρούν τις κυρώσεις. Οι όποιες θετικές αναφορές είναι στα λόγια.
Με τον καταιγισμό των γεγονότων το κεφάλαιο «Τουρκία» δεν πρόλαβε να ανοίξει ακόμα για τη Δύση σε όλη του την έκταση. Σίγουρα το κλίμα είναι ευνοϊκότερο για την ίδια, παραμένει όμως άγνωστο πώς θα τελικά διαμορφωθεί το νέο πλαίσιο των σχέσεων Τουρκίας-Δύσης.
2- Ο παράγοντας Ρωσία
Από την άλλη πλευρά η Ρωσία διαθέτει αρκετά μέσα για να ασκήσει επιρροή στην Τουρκία.
Ο Πούτιν έχει στα χέρια του αρκετά και πειστικά μέσα για να ταρακουνήσει την Αγκυρα: Φυσικό αέριο, εξαγωγές σιτηρών, εξαγωγές νωπών λαχανικών και φρούτων, εξοπλισμοί, πυρηνικοί σταθμοί, έργα Τούρκων κατασκευαστών στη Ρωσία, δυνατότητα ανακίνησης του Κουρδικού ζητήματος από τη Ρωσία, στρατιωτική σύγκρουση σε Συρία και Λιβύη, συνεργασία στον Καύκασο, κίνδυνος αποκλεισμού της Τουρκίας στη Μαύρη Θάλασσα κ.ά.
Η Μόσχα θα συνεχίσει να κινείται στην περιοχή των κόκκινων γραμμών του ΝΑΤΟ, και ει δυνατόν να τις παραβιάσει, επιδιώκοντας τον προσεταιρισμό της Τουρκίας, προκαλώντας έτσι πρόβλημα στην νοτιοανατολική της πτέρυγα της Συμμαχίας, είτε εκβιάζοντας την Αγκυρα είτε προσφέροντας της το δέλεαρ της αναβάθμισης της ισχύος και της διεθνούς επιρροής της.
Ως εκ τούτου, η όποια απόφαση της Τουρκίας για επανακαθορισμό των σχέσεων της με τη Δύση δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπ’ όψη της και τη Ρωσία. Κι αν στην Άγκυρα την αγνοήσουν, η Μόσχα θα είναι εκεί να τους «προσγειώσει» στην πραγματικότητα.
3- Η ίδια η Τουρκία
Ο τρίτος ανασταλτικός παράγοντας στην προσέγγιση Τουρκίας - Δύσης έχει να κάνει με εγγενή χαρακτηριστικά της ίδιας Τουρκίας.
Η τουρκική κοινωνία ισλαμοποιείται και απομακρύνεται ταχύτητα από τη Δύση. Συστατικό χαρακτηριστικό του κυρίαρχου στη χώρα πολιτικού Ισλάμ είναι η αντίθεση σε οτιδήποτε έχει αναφορά στη Δύση, μια τάση που τη συναντάμε όμως και σε αντίπαλο πολιτικό χώρο των κεμαλικών, που εκφράζουν θέσεις «πατριωτικές», ενίοτε μιλιταριστικές, και πλειοδοτούν στην έναντι της κυβέρνησης στον εθνικιστικό, αντιδυτικό λόγο.
Το αντιδυτικό μένος εκφράζεται πλέον ενισχυμένα και με υπερηφάνεια μετά την στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η αντιδυτική ρητορική δεν περιορίζεται στην εξωτερική πολιτική, αλλά αποτελεί κυρίαρχη έκφραση του μέσου Τούρκου πολίτη καθημερινά, μέρος του συλλογικού του θυμικού. Ειδικά η σημερινή κυβέρνηση του Ερντογάν, που επένδυσε για την επιβίωσή της σε αυτή ακριβώς την αντιδυτική ρητορική, έχει περιορισμένες δυνατότητες για να ικανοποιήσει τις όποιες απαιτήσεις της Δύσης, είτε αυτές αφορούν στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας είτε σε βήματα εκδημοκρατισμού στο εσωτερικό, σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει με απώλεια της εκλογικής βάσης της.
Πρόκειται για μία τάση που, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, διαπερνά οριζόντια, σχεδόν το σύνολο του πολιτικού φάσματος της Τουρκίας. Πέραν από κάποιες αδύναμες φωνές, η πλειονότητα των Τούρκων, μαζί με την κυβέρνηση και σε συντριπτικό ποσοστό την αντιπολίτευση είναι ενάντια στη Δύση. Ίσως από διαφορετικές γωνίες προσέγγισης, αλλά ενάντια σε κάθε περίπτωση...
Η Τουρκία μπορεί για τακτικές σκοπιμότητες να φαίνεται στο πλευρό της Δύσης, η ψυχή της όμως βρίσκεται απέναντι.