Κοινοί προβληματισμοί: Διερευνητικές προθέσεις Ελλάδας-Τουρκίας στη συνάντηση της Κωνσταντινούπολης
Υπό την σκιά του πολέμου στην Ουκρανία οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποκτούν αυξανόμενη γεωπολιτική σημασία. Η συνάντηση των Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Έλληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη στις 13.3.2022 έστειλε μήνυμα συναντίληψης και σταθερότητας στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Χωρίς να αλλάζει κάτι σε σχέση με τις πάγιες θέσεις των δύο χωρών στα θέματα των διμερών τους σχέσεων, οι δύο πλευρές εξέφρασαν την πρόθεση να δομήσουν εμπιστοσύνη και πλαίσιο συνεργασίας χωρίς οξύτητα κι ένταση. Αντιλαμβανόμενες τις τεκτονικές αλλαγές που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι το να ρίξουν τους τόνους είναι προς όφελος όλων να υπάρξει σταθερότητα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Σε αυτό το πλαίσιο εξετάστηκαν οι διμερείς οικονομικές σχέσεις και συμφώνησαν να πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη το Ε’ Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας και να λάβει χώρα στην Άγκυρα ο νέος γύρος συναντήσεων για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Ενώπιον των προκλήσεων που θέτει ο πόλεμος στην Ουκρανία το πιο χειροπιαστό αποτέλεσμα της Συνάντησης της Κωνσταντινούπολης ήταν η συμφωνία για συνεργασία στη δημιουργία ανθρωπιστικών διαδρόμων προς την Ουκρανία.
Η ανθρωπιστική διπλωματία στο Ουκρανικό αποτελεί το κοινό πεδίο δράσης για τις δύο πλευρές σε σχέση με τις νατοϊκές υποχρεώσεις τους και την στάση τους έναντι της Μόσχας. Παράλληλα αναμένεται να αποτελέσει ουσιαστική συμβολή στον δοκιμαζόμενο λαό της Ουκρανίας.
Σε σχέση με την ελληνική πλευρά πρέπει να τονισθεί ότι το αποτέλεσμα της Συνάντησης στην Κωνσταντινούπολη έχει γίνει δεκτό με συγκρατημένη αισιοδοξία στις τάξεις της ελληνικής κυβέρνησης και κοινής γνώμης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Αθήνας οι δύο πλευρές στην Κωνσταντινούπολη συνομίλησαν ως σύμμαχοι. Ο Πόλεμος στην Ουκρανία έχει αλλάξει άρδην την αίσθηση ασφάλειας στην Ευρώπη και καλεί την Ελλάδα και την Τουρκία να δώσουν έμφαση σε αυτά που τους ενώνουν στο όνομα της κοινής ασφάλειας έναντι των κοινών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν.
Η ελληνική πλευρά περιμένει να δει εάν οι γεωπολιτικές αλλαγές που φέρνει στην Αν. Ευρώπη ο πόλεμος στην Ουκρανία θα ενισχύσει την δόμηση εμπιστοσύνης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ή αν θα τις θέσει σε δοκιμασία σε ένα νέο πλαίσιο. Οι Έλληνες αξιωματούχοι πιστεύουν ότι ο Πόλεμος στην Ουκρανία είναι μια ευκαιρία βελτίωσης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων που δεν πρέπει να πάει χαμένη.
Αναφορικά με την τουρκική πλευρά η συνάντηση της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέρος της ευρύτερης προσπάθειας εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με χώρες της περιοχής.
Η Τουρκία προσπαθεί επί του παρόντος να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με τη Δύση καθώς και με χώρες πιο κοντά στην περιοχή της, συμπεριλαμβανομένων των κρατών του Κόλπου, της Αιγύπτου και του Ισραήλ, με τα οποία η Ελλάδα έχει επεκτείνει τις σχέσεις της τα τελευταία χρόνια.
Από την τουρκική σκοπιά, η κυβέρνηση στοχεύει να εκτονώσει τις εντάσεις με τις χώρες με τις οποίες βρισκόταν σε αντίθεση ενόψει των κρίσιμων εκλογών που θα διεξαχθούν το επόμενο έτος. Άγκυρα και Αθήνα έχουν ήδη επαναλάβει τις διερευνητικές συνομιλίες το 2021 μετά από μια πενταετή παύση για να τεθούν οι βάσεις για την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων. Αν και δεν έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος, με την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι τουρκικές και οι ελληνικές πλευρές φαίνονται πρόθυμες να διερευνήσουν περαιτέρω τομείς συνεργασίας προκειμένου να αντιμετωπίσουν κοινές προκλήσεις.
Στον απόηχο της συνάντησης Ερντογάν-Μητσοτάκη, σε δήλωση της διεύθυνσης επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας σημειώνεται ότι οι δύο χώρες έχουν ιδιαίτερη ευθύνη στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας που άλλαξε με την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, προσθέτοντας ότι και οι δύο πλευρές πρέπει να επικεντρωθούν στη συνεργασία για περιφερειακά οφέλη. Η Τουρκία και η Ελλάδα εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ την ίδια χρονιά, το 1952, και αμφισβητείται από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων εδώ και δεκαετίες. Παρά τις υπάρχουσες διαφορές τους σε πολλά ζητήματα που σχετίζονται με την Ανατολική Μεσόγειο, αντιμετωπίζουν και πάλι μια κοινή απειλή που προέρχεται από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας.
Πρώτον, η Τουρκία και η Ελλάδα είναι οι δύο χώρες που μοιράστηκαν το μεγαλύτερο βάρος της προσφυγικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας. Αυτή η νέα κρίση είναι πιθανό να προκαλέσει μια μεγαλύτερη ροή προσφύγων που έχει γίνει ανησυχία για όλες τις χώρες της περιοχής.
Δεύτερον, οι δύο χώρες συνεργάζονται σε ενεργειακά έργα, συμπεριλαμβανομένου ενός πρόσφατα κατασκευασθέντος αγωγού που εκτείνεται στις χώρες τους μεταφέροντας φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν στη Δυτική Ευρώπη – ένα έργο που αποτελεί μέρος της προσπάθειας της Ευρώπης να μειώσει την εξάρτηση από τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας.
Τέλος, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η αυξανόμενη αστάθεια σε μεγάλο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης υπογραμμίζουν την ανάγκη να τερματιστεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κομβικών κρατών της περιοχής, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Από τη σκοπιά και των δύο χωρών, η ύπαρξη οποιασδήποτε κρίσης στη σχέση τους θα ήταν σίγουρα ιδιαίτερα ανεπιθύμητη σε αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ως εκ τούτου, η συνάντηση έδωσε την ευκαιρία να «φέρουν τις δύο χώρες πιο κοντά» μετά από μια δύσκολη περίοδο στις σχέσεις.
* Η Σινέμ Τζενγκίζ είναι ειδικός στις σχέσεις Τουρκίας και Μέσης Ανατολής.
Ο Ευάγγελος Βενέτης είναι ειδικός σε θέματα Ισλάμ και Μέσης Ανατολής.