ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι επιπτώσεις του πολέμου της Ουκρανίας και των κυρώσεων στη Ρωσία

Οι επιπτώσεις του πολέμου της Ουκρανίας και των κυρώσεων στη Ρωσία
AP Photo/Elena Ignatyeva

Είναι πολύ δύσκολο, και άτοπο ίσως, να μιλά κανείς για οικονομικές συνέπειες όταν ο πόλεμος μαίνεται ακόμη και ανθρώπινες ζωές εξακολουθούν να χάνονται.

Δεν είναι όμως άκαιρο, επειδή τόσο ο πόλεμος όσο και οι κυρώσεις που επέβαλαν οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ στη Ρωσία, εξαιτίας της εισβολής της στην Ουκρανία, θα έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες και επομένως είναι σημαντικό να επισημανθούν από τώρα ώστε να προετοιμάσουμε τα σχέδια για την ταχεία ανάκαμψη.

Προφανώς η οικονομία της Ουκρανίας πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλη, αφού ήδη τα λιμάνια της και οι εξαγωγές της έχουν κλείσει ενώ, ως συνέπεια των βομβαρδισμών και της ενασχόλησης των εργατικών χεριών με την άμυνα της χώρας, οι σοδειές των εξαγώγιμων προϊόντων της, όπως τα σιτηρά και το ηλιέλαιο, δεν θα επιτρέψουν σημαντικά έσοδα και ανάκαμψη στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Όσον αφορά στη Ρωσία, οι κυρώσεις προβλέπεται να συρρικνώσουν την οικονομία της κατά 15% για την φετινή χρονιά, ενώ οι αποχωρήσεις επιχειρήσεων, το πάγωμα κεφαλαίων και ο αποκλεισμός από το SWIFT θα έχουν περαιτέρω μακροπρόθεσμες συνέπειες στο νόμισμα και το ΑΕΠ της.

Οι επιπτώσεις στις δυτικές οικονομίες θα είναι επίσης σημαντικές και όπως επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια διαδικτυακής συζήτησης με θέμα της επιπτώσεις του πολέμου στην παγκόσμια οικονομία και στην Ελλάδα που διοργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Ανώνυμων Εταιρειών και Επιχειρηματικότητας (ΣΑΕΕ) εντοπίζονται στους ακόλουθους παράγοντες :

  • αύξηση των τιμών φυσικού αερίου και πετρελαίου και πιθανή απαγόρευση των εισαγωγών από Ρωσία
  • αύξηση πληθωρισμού και πιθανότητες εμφάνισης στασιμοπληθωριστικών πιέσεων στην παγκόσμια οικονομία
  • αυξήσεις τιμών και θέμα επάρκειας στα σιτηρά
    περαιτέρω απώλειες στην εφοδιαστική αλυσίδα, ιδιαίτερα σημαντικών μετάλλων και αερίων (νικέλιο, παλλάδιο, νέο)
  • έκθεση δυτικών τραπεζών σε δάνεια στην Ρωσία και μη αποπληρωμή χρέους ρωσικών επιχειρήσεων.

Η σύρραξη θα έχει σημαντικό αντίκτυπο και στις δυτικές οικονομίες και θα επηρεάσει τον πληθωρισμό μέσω των υψηλών τιμών στην ενέργεια και τα εμπορεύματα. Προφανώς τόσο η διάρκεια του πολέμου όσο και των επιπτώσεων των κυρώσεων θα καθορίσει και το μέγεθος του πληθωρισμού. Η βασική εκτίμηση είναι ότι η διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα θα είναι παρατεταμένη και το πληθωριστικό σοκ λόγω αυτού θα επηρεάσει και τον ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρώπη.

Με αυτό το σκεπτικό η επίπτωση στην ανάπτυξη εκτιμάται στην μισή μονάδα για το 2022 στην Ευρωζώνη, δηλαδή από 4,2 % που ήταν η πρόβλεψη τον Δεκέμβριο αναθεωρείται τώρα στο 3,7% (κατά την ΕΚΤ) και δεν προβλέπεται σήμερα σημαντική αλλαγή στην πρόβλεψη για την ανάπτυξη το 2023 και 2024. Αντίστοιχα προβλέπεται αύξηση του πληθωρισμού στο 5% για φέτος έναντι πρόβλεψης 3,2% τον Δεκέμβριο. Η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό τα επόμενα χρόνια παραμένει στο 2% που αποτελούσε και τον μακροπρόθεσμο στόχο.

Είναι σημαντικό να τονιστεί πάντως, ότι με τα σημερινά δεδομένα, δεν προβλέπεται ύφεση αν και ορισμένοι αναλυτές αναδεικνύουν πρόδρομους υφεσιακούς δείκτες.
Το διμερές εμπόριο της Ελλάδας με Ουκρανία και Ρωσία δεν είναι τόσο σημαντικό ώστε να δημιουργεί κατ’ αρχήν ανησυχία. Με εξαίρεση βεβαίως την ενέργεια όπου η χώρα μας πληρώνει περί τα 4 δις ετησίως στην Ρωσία. Ο τοπικός και κλαδικός χαρακτήρας όμως των εξαγωγών προς Ρωσία και Ουκρανία, όπως και του τουρισμού από τις δύο χώρες επηρεάζει ανισομερώς κάποιες περιοχές ή κλάδους της οικονομίας της χώρας. Την Βόρειο Ελλάδα για τις εξαγωγές κομπόστας και λαχανικών, την Χαλκιδική, Ρόδο και Κρήτη για τον τουρισμό.

Επίσης μεγάλο θέμα είναι και η εισαγωγή σιτηρών τόσο όσον αφορά τις τιμές όσο και την επάρκεια προμήθειας. Οι ελληνικές αλευροβιομηχανίες εισάγουν περίπου το 30% των αναγκών τους από τις εμπόλεμες χώρες. Αν προσθέσει κανείς και τις εισαγωγές από Βουλγαρία, Μολδαβία, Ουγγαρία που με διάφορα προσχήματα έχουν σταματήσει τις εξαγωγές τους, το ποσοστό των εισαγωγών ανέρχεται στο 80% και καθιστά προφανές το πρόβλημα εφοδιασμού της ελληνικής αγοράς.
Ο περιορισμός των ευρωπαϊκών εξαγωγών (κυρίως Γαλλίας και Γερμανίας) προς τρίτες χώρες, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των χωρών μελών αποτελεί μια προτεινόμενη λύση ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα ελλείψεων σε βασικά προϊόντα διατροφής και επακόλουθων πληθωριστικών και κερδοσκοπικών πιέσεων.

Πέραν αυτών, που απαιτούν και ειδική μεταχείριση στα μέτρα στήριξης που σχεδιάζονται, οι επιπτώσεις από το κόστος της ενέργειας θα επηρεάσουν σημαντικά τον πληθωρισμό και μακροπρόθεσμα την ανάπτυξη. Θα επηρεάσουν ακόμη και την οικονομία της φιλοξενίας αφού η ενέργεια αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα κόστους για τα ξενοδοχεία μετά το μισθοδοτικό. Οι άμεσες επιπτώσεις από την απώλεια των αφίξεων Ρώσσων και Ουκρανών, που σημειωτέον ήταν ελάχιστες πέρυσι, εκτιμώνται στο 5% των συνολικών εισπράξεων. Ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος όμως διεθνώς, όπως και το αυξημένο κόστος μετακίνησης θα έχει επίπτωση και έτσι μάλλον δεν θα πρέπει να αναμένεται επιβεβαίωση του θετικού σεναρίου για επάνοδο των εσόδων από τον τουρισμό στα προπανδημικά επίπεδα του 2019. Μια αύξηση της τάξης του 20% από τα έσοδα του 2021 θα πρέπει να θεωρείται πλέον το βασικό και αισιόδοξο σενάριο για φέτος.

Η εκτόξευση του πληθωρισμού στο 7,2% για τον Φεβρουάριο και η εκτίμηση για πληθωρισμό 8% τον Μάρτιο είναι ενδεικτικά του μεγέθους των επιπτώσεων του πολέμου και των κυρώσεων στην ελληνική οικονομία. Αν προστεθούν και η επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου λόγω ενέργειας και αυξήσεων τιμών, η απώλεια τουριστικών εσόδων και η αύξηση του κόστους δανεισμού ως συνέπεια των αναταράξεων, η απώλεια μόνο 1% από την προσδοκώμενη ανάπτυξη θα πρέπει να θεωρείται επιτυχία, όχι όμως αυτονόητη.

Με την βοήθεια των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης η Ελλάδα μπορεί να ανταπεξέλθει και σε αυτή την πρόκληση. Χρειάζεται όμως σαφής προσήλωση στο μεταρρυθμιστικό έργο για να διατηρήσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών και ικανό και έγκαιρο σχεδιασμό προγραμμάτων στήριξης των επιχειρήσεων που πλήττονται από την παρούσα κρίση, μαζί με την υποστήριξη των νοικοκυριών που έχουν ανάγκη.

Ο Σίμος Αναστασόπουλος είναι πρόεδρος Συνδέσμου Ανωνύμων Εταιρειών και Επιχειρηματικότητας (ΣΑΕ|Ε)