Η πολιτική των συμμαχιών και η διεθνοποίηση των ελληνοτουρκικών διαφορών
Οι συμμαχίες αποτελούν κεντρικό δομικό στοιχείο του διεθνούς πολιτικού συστήματος. Αυτό ίσχυε στο παρελθόν και έτσι θα παραμένει στο μέλλον.
Διεθνείς συμμαχίες έχουν διαφορετικές μορφές και σχήματα. Το κλασικό μοντέλο μιας επιτυχημένης συμμαχίας θεωρείται το ΝΑΤΟ, το οποίο μετράει πάνω από 70 χρόνια ιστορίας.
Στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας οι συμμαχίες έπαιζαν πάντα σημαντικό ρόλο. Η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ μαζί με την Τουρκία. Επανειλημμένα, οι ελληνοτουρκικές διαφορές επισκίαζαν τις σχέσεις της Αθήνας με το ΝΑΤΟ. Η πιο σοβαρή κρίση έπληξε τις σχέσεις το 1974, όταν η Ελλάδα αποχώρησε από τη στρατιωτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την de facto αδράνεια της Συμμαχίας απέναντι στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Μπορεί κανείς να το αποκαλέσει πράξη απελπισίας που ανατράπηκε λίγα χρόνια αργότερα -με σημαντική διπλωματική προσπάθεια.
Παρόλο που η σχέσεις της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ έχουν εξομαλυνθεί, παραμένουν προβληματικές και ευάλωτες σε κρίσεις. Αυτή η ευπάθεια εχει «δομικούς» λόγους. Στην Ελλάδα υπάρχει ευρεία πολιτική συναίνεση ότι η κύρια απειλή για τη χώρα προέρχεται από την Τουρκία. Αποτελεί μοναδική περίπτωση στη διεθνή πολιτική ότι μια χώρα θεωρεί έναν σύμμαχο ως το κύριο πρόβλημα ασφαλείας της.
Οι υποστηρικτές του ΝΑΤΟ δεν κουράζονται να λένε ότι η δυτική συμμαχία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην άμβλυνση των ζητημάτων μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Και πράγματι, η Συμμαχία παρέχει πολλές ευκαιρίες συνεργασίας κυρίως στις ένοπλες δυνάμεις των δύο χωρών. Αυτές οι συνεργασίες προωθούν την ειρήνη, υποστηρίζουν οι απολογητές. Και επισημαίνουν ότι, παρά τις επανειλημμένες κρίσεις αποφεύχθηκε πάντα η στρατιωτική κλιμάκωση.
«Απαράδεκτη ουδετερότητα»
Από την άλλη πλευρά, η ιδιότητα της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ απαγορεύει την συμμαχία να λάβει σαφή θέση υπέρ των ελληνικών θέσεων. Εν όψει της τουρκικής απειλής, την οποία η πλειοψηφία των Ελλήνων αντιλαμβάνονται ως υπαρκτή, αυτή η ουδετερότητα θεωρείται απαράδεκτη απο πολλούς Έλληνες.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι και για αυτό το λόγο η ελληνική εξωτερική πολιτική προσβλέπει για στηρίγματα πέραν του ΝΑΤΟ στη διαμάχη με την Τουρκία. Το βλέπουμε αυτό στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών, αλλά κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για τους Έλληνες -και σ'αυτό το σημείο συμπεριλαμβάνω την Κυπριακή Δημοκρατία- η ΕΕ (σε σύγκριση με τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ) έχει το τεράστιο στρατηγικό πλεονέκτημα ότι η Τουρκία δεν έχει έδρα ή ψήφο. Κατά συνέπεια, κανένας άλλος διεθνής οργανισμός δεν αντιπροσωπεύει τόσο ξεκάθαρα τις θέσεις της Ελλάδας στα επίμαχα θέματα μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ένα τελευταίο παράδειγμα αυτής της... μεροληψίας αποτελεί η άμεση καταδίκη της τουρκικής αμφισβήτησης της κυριαρχίας των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου με αφορμή την στρατιωτικοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπενθύμισε για μια ακόμα φορά ότι για τους Ευρωπαίους η καλή συμπεριφορά της Άγκυρας προς την Ελλάδα αποτελεί προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων της Άγκυρας με την Ευρώπη. Αυτό το ευρωπαϊκό "linkage" αποτελεί μεγάλη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας και μπορεί να χαρακτηριστεί ως το ισχυρότερο πολιτικοδιπλωματικό όπλο της ελληνικής στρατηγικής διεθνοποίησης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Όμως, η επιτυχία αυτή έχει μια ουσιαστική αδυναμία που σχετίζεται με την πολύπαθη αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ενώ οι Βρυξέλλες είναι ένας σημαντικός οικονομικός και διπλωματικός παράγοντας, η Ένωση δεν διαθέτει τη στρατιωτική ισχύ για να επιβάλει τις θέσεις της στα καίρια διεθνή ζητήματα.
Με το ΝΑΤΟ δεσμευμένο στην ουδετερότητα και μια στρατιωτικά άσχετη Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι λογικό η Ελλάδα να αναζητά πρόσθετη στήριξη στη διαμάχη της με την Τουρκία.
«Εκστρατείας γοητείας» από την Τουρκία
Παραδοσιακά, οι ΗΠΑ έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην περιοχή. Αλλά και η Ουάσιγκτον -εάν το δει κανείς ιστορικά- πάντα λάμβανε υπόψη της και τα συμφέροντα της στην Τουρκία. Υπό τον Τζο Μπάιντεν, παρατηρούμε μια αξιοσημείωτη στρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας -στα λόγια και στις πράξεις. Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν φτάσει στο σημείο να αξιολογούν τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας για τη Δύση ως υψηλότερο από αυτόν της Τουρκίας. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο εαν αυτή η προνομιακή μεταχείριση είναι μόνιμη η όχι.
Το ότι η Ουάσινγκτον θεωρεί την Αθήνα πυλώνα της πολιτικής ασφαλείας της στην περιοχή οφείλεται κυρίως στο ότι έχει χάσει την εμπιστοσύνη στον Ερντογάν.
Τις τελευταίες εβδομάδες βλέπουμε συστηματικές προσπάθειες της Άγκυρας να θέσει σε νέα βάση το σύνολο των εξωτερικών της σχέσεων και, κυρίως, να ξανακερδίσει την κλονισμένη εμπιστοσύνη της Ουάσιγκτον. Το αποτέλεσμα αυτής της «εκστρατείας γοητείας» θα γίνει αισθητό και στην Αθήνα (και στη Λευκωσία).
Ο άξονας Παρίσι - Αθήνα
Όταν πρόκειται για συμμαχίες και στρατιωτικές σχέσεις πέραν του ΝΑΤΟ, η Γαλλία διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο για την Αθήνα. Καμία άλλη χώρα δεν έχει υποστηρίξει τόσο ξεκάθαρα τις ελληνικές θέσεις στα ελληνοτουρκικά όσο η Γαλλία.
Φυσικά, το «πολιτικό ρομάντζο» με τους Γάλλους είχε ένα τίμημα. Η Αθήνα έχει καταστεί σημαντικός πελάτης της γαλλικής βιομηχανίας όπλων. Όμως το πολιτικό αντάλλαγμα είναι σημαντικό: Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία του περασμένου έτους αποτελεί πυλώνα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η συμφωνία αποτελεί μια από τις σημαντικές επιτυχίες της στρατηγικής διεθνοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ενώ και οι δύο πλευρές τονίζουν ότι η συμφωνία δεν στρέφεται κατά της Τουρκίας ή οποιουδήποτε άλλου τρίτου μέρους, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Για πρώτη φορά, Αθήνα και Παρίσι συμφωνούν να παράσχουν στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση επίθεσης. Το πολυσυζητημένο άρθρο 2 της διμερούς συνθήκης θυμίζει το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ. Δεν έχει υπάρξει ποτέ παρόμοια σύμφωνία μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ. Στην Τουρκία, η συμφωνία προκάλεσε έντονες επικρίσεις. «Ο σχηματισμός άλλων συμμαχιών εντός του ΝΑΤΟ αποδυναμώνει το ΝΑΤΟ. Αυτό αποτελεί στην πραγματικότητα απειλή για το ΝΑΤΟ» είπε χαρακτηριστικά ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Χουκουλσί Ακάρ.
Συμπληρώνοντας τον «άξονα Παρίσι-Αθήνα», η ελληνική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια κατάφερε να δημιουργήσει «δομές» συνεργασίας με σημαντικές χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο. Η συνεργασία με την Αίγυπτο και το Ισραήλ σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο έχει μια πρόσθετη «εθνική διάσταση», καθώς περιλαμβάνει για πρώτη φορά την ΚυπριακήΔημοκρατία.
Οι σχέσεις με την Αίγυπτο, τη σημαντικότερη χώρα του αραβικού κόσμου, έχουν να κάνουν κυρίως με την ολοένα και πιο σημαντική διεθνή ενεργειακή πολιτική. Η Αίγυπτος εξελίσσεται σε κόμβο στη νότια πλευρά της Μεσογείου. Η Αθήνα φιλοδοξεί να παίζει το αντίστοιχο ρόλο στη βόρεια πλευρά. Το Ισραήλ είναι ένας σημαντικός στρατηγικός εταίρος, ιδίως από στρατιωτική άποψη. Η Αθήνα αναμένει από το Ισραήλ να την υποστηρίξει στην αντιμετώπιση των τουρκικών «drones» στο Αιγαίο, τα οποία διαδραματίζουν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στην τουρκική αμυντική στρατηγική.
Στην Τουρκία οι νέες ελληνικές «συμμαχίες» στην Ανατολική Μεσόγειο αντιμετωπίζονται καθε άλλο παρά θετικά: «Η Τουρκία βρέθηκε περικυκλωμένη από συμμαχίες μεταξύ των ΗΠΑ, της Ελλάδας, των Ελληνοκυπρίων, του Ισραήλ και της Αιγύπτου εις βάρος των γεωστρατηγικών συμφερόντων (της Τουρκίας) στην περιοχή», γράφει σε πρόσφατη ανάλυσή της η δημοσιογράφος Μπαρτσίν Γινάντς.
Η Άγκυρα θέλει να γυρίσει πίσω τα ρολόγια
Αντιμέτωπος με αυτές τις εξελίξεις, ο πρόεδρος Ερντογάν επιθυμεί να γυρίσει το ρολόι πίσω σε όλα τα μέτωπα. Εκτός από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος αποτελούν τους σημαντικότερους στόχους της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Κατά συνέπεια η Μέση Ανατολή εξελίσσεται σε κεντρικό πεδίο διπλωματικής αντιπαράθεσης μεταξύ των αποξενωμένων γειτόνων.
«Η Ελλάδα δεν επιθυμεί να αποκλείσει την Τουρκία από την περιφερειακή συνεργασία», λέει ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, ο οποίος συνήθως γίνεται πρωτοσέλιδο για τη σκληρή γραμμή του απέναντι στην Άγκυρα.
Οι θέσεις είναι γνωστές: Η Αθήνα δεν κουράζεται να αναζητά λύση στις ελληνοτουρκικές διαφορές με βάση το διεθνές δίκαιο. Αυτή η θέση περιλαμβάνει, σε τελευταία ανάλυση, «να εμπιστευόμαστε στη σοφία του Διεθνούς Δικαστηρίου σε περίπτωση που οι περαιτέρω διαπραγματεύσεις δεν οδηγήσουν σε αποτέλεσμα», όπως το έθεσε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών.
Η κοινή αναζήτηση διεθνούς διαιτητικής απόφασης θα αποτελούσε το αποκορύφωμα της διεθνοποίησης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Ταυτόχρονα, η τύχη ζωτικών εθνικών ζητημάτων θα περνούσε στα χέρια αλλοδαπών.
Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής, σχολιαστής και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Περισότερες πληροφορίες στο www.meinardus.info.