ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο περιούσιος λαός και το εθνικό (του) νόμισμα

MIlos Bicanski/Getty Images/Ideal Image

Τον τελευταίο καιρό μένω με την εντύπωση ότι η παρατεταμένη οικονομική κρίση έχει αρχίσει να επηρεάζει, πραγματικά όμως και όχι στα λόγια, την νοητική και συναισθηματική ισορροπία φίλων και γνωστών.

Έτσι παρακολουθώ ανθρώπους που ανέκαθεν εκτιμούσα να εμφανίζονται ολοένα και πιο δεκτικοί σε “υπερβατικές” ιδέες, όπως η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, ή ακόμα και σε προσεγγίσεις μεταφυσικού χαρακτήρα! Κι αν για τις τελευταίες θεωρώ εαυτόν αναρμόδιο, δεν έχω καμία δυσκολία να σχολιάσω την προτεινόμενη επιστροφή στη δραχμή καθώς και ορισμένες συναφείς οικονομικές δοξασίες.

Εν αρχή ην ο ανιστόρητος λόγος των πάσης φύσεως δραχμολάγνων· διότι την άποψη ότι το εθνικό νόμισμα είναι αναγκαία ή/και ικανή συνθήκη για την “επιστροφή στην ανάπτυξη” μπορεί να ευαγγελίζεται μόνο μια κοινωνία που, όπως ακριβώς η ελληνική, απεχθάνεται παθολογικά την Ιστορία (όχι μόνο των άλλων αλλά και την δική της). Καμία υπόμνηση, είτε της δικής μας ιστορικής εμπειρίας (πχ. , ότι, εκτός από την τωρινή, η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει άλλες πέντε (5) φορές, όλες κρατώντας ψηλά το λάβαρο της δραχμής) είτε της αντίστοιχης διεθνούς (πχ., τις θαυμαστές οικονομικές επιδόσεις, μετά τη υιοθέτηση κοινού νομίσματος, της Ελβετίας (1850) και της Γερμανίας (1875) ή το οικονομικό θαύμα των σκανδιναβικών χωρών υπό τον κανόνα του χρυσού (1873-1914)) δεν μπορεί να διαταράξει την ιδεοληπτική αμεριμνησία του “προοδευτικού διανοούμενου”. Αυτός αναμασάει, χωρίς φυσικά να το ξέρει, την μόνιμη επωδό εκείνων τους οποίους (λέει ότι) απεχθάνεται : “αυτή τη φορά τα πράγματα είναι αλλιώς” (ο τίτλος του λαμπρού βιβλίου των Reinhart και Rogoff).

Αλλιώς ίσως· αλλά πώς αλλιώς; Μια χώρα, οι πολίτες της οποίας θεωρούν δεδομένο ένα life-style που προϋποθέτει ετήσια κατανάλωση εισαγόμενων αγαθών αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων, οφείλει να διαθέτει τα αντίστοιχα μέσα πληρωμής. Ο τρόπος; Προφανώς εξαγωγές ίσης αξίας. Αλλά εδώ ακριβώς είναι που διεφάνη το δαιμόνιον της μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας: διότι, βλέπετε, η (τρισκατάρατη) αγορά είναι ευέλικτη σχετικά με το πότε πρέπει να λάβουν χώρα οι προαναφερθείσες εξαγωγές· αυτές μπορούν να γίνουν στο παρόν ή στο μέλλον, με την προϋπόθεση φυσικά, στην δεύτερη περίπτωση, η αξία τους να προσαυξηθεί με τους αντίστοιχους τόκους.

Και επειδή ως γνωστόν η παραγωγική δραστηριότητα είναι πολλαπλώς επώδυνη, οι Έλληνες της μεταπολιτευτικής περιόδου αποφάσισαν να μεταθέσουν τις απαραίτητες εξαγωγές στο όσο το δυνατόν απώτερο μέλλον. Το ότι κατ' αυτόν τον τρόπο άλλοι ευωχούνται και άλλοι πληρώνουν είναι προδήλως συμπτωματικό· άλλωστε οι πάντες γνωρίζουν ότι η ελληνική κοινωνία θυσιάζεται για τα παιδιά και τα εγγόνια της, έτσι δεν είναι;.

Φυσικά μια κοινωνία που συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχει αύριο είναι καταδικασμένη, αργά ή γρήγορα, να συναντήσει την άρνηση των υπολοίπων να συνεχίσουν να της κάνουν δώρο το σήμερα -εκτός εάν (πέραν του εαυτού της) καταφέρει να πείσει και τους ξένους ότι αποτελεί τον περιούσιο λαό του 21ου αιώνα. Παρεμπιπτόντως, το ότι η άρνηση των ξένων προέκυψε με σχετική καθυστέρηση δείχνει ότι την πλάνη των ημέτερων προοδευτικών συμμερίζονται πολλοί “νεοφιλελεύθεροι”· φαίνεται ότι κατ' αυτούς το ενιαίο νόμισμα ήταν αρκετό να μετουσιώσει μία χώρα σε “κανονική δυτική κοινωνία”.
Πώς λοιπόν θα βοηθήσει την Ελλάδα η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα;

Διότι η περιβόητη υποτίμηση απλά θα μεταβάλλει την σχετική τιμή των εμπορεύσιμων αγαθών της χώρας που, σε απλά ελληνικά, σημαίνει την δραστική μείωση της αγοραστικής δυνάμεως των περισσότερων κατοίκων της ελληνικής επικράτειας τόσο στην εγχώρια όσο και στην διεθνή αγορά.

Αλλά αυτός ακριβώς δεν ήταν ο στόχος της τροϊκανής στρατηγικής έξι (6) χρόνια τώρα και σε αυτόν τον στόχο δεν εναντιώθηκε σθεναρά η ελληνική κοινωνία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα; Και πώς θα δεχτούν οι Έλληνες την μεταβολή του κλάσματος μέσω αυξήσεως του παρονομαστή (όπως συμβαίνει στην κλασσική υποτίμηση) ενώ απορρίπτουν μετά βδελυγμίας την ίδια ακριβώς μεταβολή μέσω μειώσεως του αριθμητή (όπως συμβαίνει στην εσωτερική υποτίμηση);

Το θέμα είναι οι προσδοκίες: μία κοινωνία της οποίας οι πολίτες είναι πεπεισμένοι ότι το βιοτικό επίπεδο πρέπει να προσδιορίζεται όχι από την παραγωγικότητά τους αλλά από αυτό που οι ίδιοι πιστεύουν ότι αξίζουν, είναι μια κοινωνία που έχει χάσει την επαφή της με την πραγματικότητα. Και δυστυχώς, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, στην κοινωνία, όχι λιγότερο απ' ότι στη φύση, η απώλεια επαφής με την πραγματικότητα έχει μοιραίες συνέπειες.


* Ο Ιάκωβος Αράπογλου είναι Διδάκτωρ του City University of New York, ΗΠΑ και διδάσκει Οικονομικά.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης