Πέντε και μία πληγές. Μικρές ιστορίες φόνου του Παναγιώτη Μπρατάκου στο θέατρο Vault
Θα ήθελα να επιστρέψω σε ένα έργο που παρατείνει συνεχώς την παρουσία του στη σκηνή. Πρόκειται για τις Μικρές ιστορίες φόνων του Παναγιώτη Μπρατάκου στο θέατρο Vault, ιστορίες που κερδίζουν τη διαρκή ανταπόκριση του κοινού και αποδεικνύουν την (περίεργη για μερικούς, αυτονόητη για κάποιους άλλους) επιμονή του κοινωνικού ρεαλισμού να επιβιώνει ανάμεσα σε εικονοκλαστικές, αποδομητικές και μεταμοντέρνες τάσεις.
Η εξάχρονη κρίση που διάγει η ελληνική κοινωνία επιτείνει το φαινόμενο στην εγχώρια θεατρική παραγωγή αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, ουδέποτε ο ρεαλισμός έπαυσε να αποτελεί έναν κεντρικό άξονα της γραφής και της σκηνής. Μια μελέτη του ρεπερτορίου θα μπορούσε εύκολα να τεκμηριώσει του λόγου το αληθές.
Ας πούμε αρχικά ότι ο τίτλος του έργου δεν είναι ακριβής. Δεν πρόκειται για πέντε, αλλά για έξι ιστορίες. Η ανακρίβεια αυτή έχει το νόημά της, καθώς η έκτη εγκιβωτίζει τις άλλες πέντε ιστορίες. Αυτή δίνει το αρχικό πλαίσιο αφήγησης, αλλά η ίδια δεν αναπτύσσεται παρά στο τέλος της παράστασης. Ας πούμε επίσης ότι αυτή η ιδιοτροπία της πλοκής αναδιατάσσει την «ιστορία» με τρόπο τέτοιο ώστε, πέραν του αρχικού εγκιβωτισμού, να δημιουργείται η αίσθηση ενός αφηγηματικού mise en abyme, μιας βιωματικής αβύσσου, όπου κάθε ιστορία φόνου χρειάζεται ως αφετηριακό σημείο της μιαν άλλη ιστορία φόνου και αυτή με τη σειρά της μιαν άλλη ιστορία για να μπορέσει να αρθρωθεί ─ και ούτω καθ’ εξής.
Όσο και αν ακούγεται τεχνική, η παρατήρηση αυτή δεν είναι άνευ σημασίας. Η ανακρίβεια του τίτλου κρύβει και συνάμα αποκαλύπτει τη βασική δομή του περιεχομένου: ένα καθρέφτισμα της οδύνης, μια αυτοεπικέντρωση του αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης, της ψυχασθένειας, του φόνου. Του φόνου που έρχεται ως έξοδος, ως αποχώρηση, αλλά και ως ύστατο μένος που πλημμυρίζει το μυαλό. Μια χαίνουσα πληγή που αφήνει να φανεί στην ανοικτή σάρκα μια άλλη πληγή και πάει λέγοντας μέχρι το βαθύ σκοτάδι, όπου τίποτα πια δεν φαίνεται.
Το έργο ανοίγει (όπως και κλείνει) με την έκτη ιστορία, την αφήγηση-πλαίσιο, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει για τη σκηνοθεσία και ένα όνειρο-πλαίσιο, μια νυκτιπολία ή μια μνημονική αναδρομή στους πέντε εφιάλτες. Η φυλακισμένη δημοσιογράφος-αφηγήτρια θα δώσει τον λόγο (αν δεν ονειρεύεται, αν δεν θυμάται απλώς) σε θύματα και θύτες, σε νεκρούς και ζωντανούς, ενίοτε και σε ζωντανούς νεκρούς που ζουν στη σκιά των νεκρών και διαδοχικά σε όλες τις ανθρώπινες φονικές ομάδες, που ακολουθούν η μία την άλλη στη σκηνή ως μικροί θίασοι φαντασμάτων. Κάθε θίασος, ανεξαρτήτως ρεπερτορίου μας υπενθυμίζει ότι «τα φαντάσματα αρχίζουν επιστρέφοντας» και ότι το θέατρο είναι γι’ αυτά ένα πολύ φιλόξενο ενδιαίτημα. Κάθε επιμέρους ιστορία και μία σκηνή πρόωρης και βίαιης αποχώρησης, άρα και μία σκηνή εκμυστήρευσης, όπου ο νεκρός αποκτά δικαίωμα να σπάσει τη σιωπή του. Να ένας άλλος τρόπος να ονομάσει κανείς το φάντασμα.
Ο Δημήτρης Καρατζιάς προσφέρει στην αλεξίλυπη κοινή γνώμη, στην ηδονοβλεπτική της αδηφαγία μια τροφή με γνωστά δυστυχώς υλικά, αλλά καθόλου εύπεπτη. Η πορνεία, η ομοφυλοφιλία και ο ιδεολογικός στιγματισμός, η διακύβευση της τρέλας, η κόλαση των ναρκωτικών, το πνιγηρό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, με δυο λόγια: η απόκλιση και ο αποκλεισμός, είναι υλικά δυστυχώς πολλάκις δοκιμασμένα στο μενού της τηλεανθρωποφαγίας, αλλά ευτυχώς όχι ακόμα εύκολα αφομοιώσιμα ─ τουλάχιστον όχι από το θεατρικό κοινό.
Ο σκηνοθέτης έχει στη διάθεσή του έναν μικρό και, για τις ανάγκες του έργου, δυσλειτουργικό χώρο, αλλά καταφέρνει να τον μεγεθύνει και να τον «πολλαπλασιάσει» με ένα έξυπνο εν πολλοίς montage: η σκηνή μεγαλώνει και ο χώρος πυκνώνει όταν η ανθρώπινη επένδυση είναι ουσιαστική. Σε αυτό συμβάλλουν τόσο τα πρωτότυπα μουσικά περάσματα του Μάνου Αντωνιάδη, όσο και οι διακριτικές φωτιστικές εναλλαγές του Βαγγέλη Μούντριχα. Τα τραγούδια της παράστασης (Μπρατάκος–Αντωνιάδης) δίνουν ένα λυρικό σχόλιο και μια υποκειμενική, πιο εστιασμένη ματιά στην απρόσωπη κοινωνική συνθήκη, η οποία εντούτοις παραμένει ισχυρή και σε κάποιες περιπτώσεις συντριπτική. Οι χρωματικές αποχρώσεις που επέλεξε ο Γιώργος Λυντζέρης για τα λιτά σκηνικά αντικείμενα ταιριάζουν με τη λίμνη του αίματος στην οποία «πνίγεται» κάθε ιστορία, αλλά νομίζω ότι απομακρύνονται από την ατμόσφαιρα του πένθους και την προσπάθεια να επιβιώσουν οι ζωντανοί νεκροί. Ούτε τα φαντάσματα εξάλλου αρέσκονται στο φλογερό κόκκινο. Αντιθέτως, οι ενδυματολογικές επιλογές του συνάδουν με τις απαιτήσεις των χαρακτήρων.
Όλες οι ερμηνείες υποστήριξαν το έργο, όλοι οι ηθοποιοί άγγιξαν τις πληγές. Άλλοι τις πρόβαλαν περισσότερο επιδεικτικά (Πωλ Ζαχαριάδης), άλλοι με μια εμπύρετη ακρίβεια (Μυρτώ Γκόνη,) και άλλοι με μια στοχευμένα αδιάφορη αφέλεια (Βάνα Παρθενιάδου) ή από μια διακριτική απόσταση (Αλέξανδρος Καλπακίδης, Δήμητρα Κολλά, Δώρα Χρυσικού). Δεν έλειψαν και κάποιες αμήχανες στιγμές (Μάριος Μακρόπουλος, Αλεξάνδρα Κόνιακ), που όμως αφομοιώθηκαν γρήγορα από τον ρυθμό της παράστασης.
Ο Μπρατάκος, νέος συγγραφέας που μας υπόσχεται πολλά, ανακατεύει τα κοινωνικά απόνερα για να βρει στον πάτο, σκεπασμένα από τη λάσπη και κρυμμένα από τη λήθη, ξεχασμένα παιδικά παιχνίδια, παιχνίδια-αναμνήσεις, όμορφες στιγμές και ζεστά χάδια. Τα απόνερα όμως γεννούν απόνερα. Το θολό νερό θολώνει περισσότερο όταν ανακατεύεται. Μοιάζει με το μυαλό που σκοτεινιάζει όταν αγγίξεις τις κρυμμένες γωνιές του.
* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.