ΑΠΟΨΕΙΣ

Η πολιτική ως ένα θεατρικό σενάριο. Christophe Meierhans: Some use for your broken clay pots

Στην οπτική του θεατρικού κοσμοειδώλου ο δημόσιος βίος μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύνολο επιμέρους σκηνών, καθεμιά από τις οποίες έχει ως πρωταγωνιστές τους κοινούς, καθημερινούς ανθρώπους.

Η έκδοση, πριν από μισό ακριβώς αιώνα, του βιβλίου The Presentation of Self in Everyday Life (1956) του Erving Goffman επανέφερε στο προσκήνιο της κοινωνιολογικής συζήτησης το θέμα, με πολλές ενδιαφέρουσες εξελίξεις και στον χώρο των παραστατικών τεχνών.

Έκτοτε, κάθε συναναστροφή και εστιασμένη συνάντηση μπορεί να πάρει τη μορφή μιας (θεατρικής) παράστασης στο πλαίσιο μιας ισχυρής ή λεπτής μεταφοράς: η παράσταση στα δικαστήρια, στα εμπορικά κέντρα, στα δείπνα, στους χώρους εργασίας, (γιατί όχι λοιπόν και) στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Σε αυτά τα τελευταία, άλλωστε, βιώνουμε καθημερινά την ατμόσφαιρα της σκηνής με ρόλους και ακροατήρια που εναλλάσσονται, με «σενάρια» και διαλόγους που εμπλουτίζονται από τις ερωτήσεις των φοιτητών.


Ο Ελβετός περφόρμερ Christophe Meierhans, σε μετάκληση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, δίνει μια οιονεί διάλεξη-performance, οιονεί διάλεξη και οιονεί performance, γιατί δεν είναι ακριβώς ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ως διάλεξη απαιτεί ενδελεχή και σοβαρή έρευνα. Ως performance προϋποθέτει αν μη τι άλλο μια συστατική πράξη πλαισίωσης, μια επιτελεστική διάθεση και μια στοιχειώδη συγκρότηση ενός σκηνικού κόσμου. Και στις δύο περιπτώσεις το τοπίο είναι κάπως θολό και συγκεχυμένο.

Η επιστημονική κατάρτιση προσφέρεται προφανώς από τη συνταγματολόγο Anne-Emmanuelle Bourgaux (Université Libre de Bruxelles), τους πολιτικούς επιστήμονες Jean Benoît Pilet (από το ίδιο πανεπιστήμιο) και Dave Sinardet (Vrije Universiteit Brussel), καθώς και από τον κοινωνιολόγο Rudi Laermans (Katholieke Universiteit Leuven). Έτσι διαμορφώνεται μια συμβουλευτική, όπως ονομάζεται, ομάδα, που προσφέρει την πρώτη ύλη σκέψης, την καταγραφή την πολιτικής πραγματικότητας και του θεσμικού πλαισίου στο οποίο λειτουργούν οι δημοκρατίες, όπως επίσης ονομάζονται, της δυτικής Ευρώπης.

Ένα ευρύ πεδίο σκέψης και έρευνας ανοίγεται εδώ για την πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία, τις πολιτικές και νομικές επιστήμες, την οικονομία και την ηθική. Ειδικότερα, εγείρονται ζητήματα γλώσσας και πολιτικού διαλόγου σε πολυγλωσσικές κοινωνίες (όπως η βελγική ή η ελβετική), θέματα της ουσιαστικής κοινωνικής ενσωμάτωσης, της προσωποποίησης των εκλογικών συστημάτων στην Ευρώπη, της ηλεκτρονικής ψήφου, της αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας, της εκλογικής συμπεριφοράς των κοινωνικών ομάδων, των λειτουργιών του δημοσίου χώρου κ.ά.

Αυτή η πρώτη ύλη παίζει τον ρόλο ας πούμε ενός μυθοπλαστικού σεναρίου, ενός κειμενικού πλαισίου δράσης (ή ενός ελάχιστου κειμένου) που θα ήταν απαραίτητο για τη δημιουργία μιας performance. Είναι αυτονόητη η αδυναμία ενός σημειώματος να μιλήσει για όλη αυτήν την πολιτική ύλη, όπως επίσης αυτονόητη είναι και η αντίστοιχη αδυναμία της performance. Άρα, ποιο είναι το περιεχόμενο και ποια η στόχευση της παράστασης του Meierhans; Ο ίδιος συγγράφει ένα βιβλίο, ένα σχέδιο συντάγματος 350 άρθρων με στόχο, μαθαίνουμε, να ξανακάνει τον πολίτη κοινωνικά και πολιτικά ενεργό. Να τον «ξανακάνει»: άρα υπάρχει η αναγνώριση της απομάκρυνσης των πολιτών από τα δρώμενα, της αδιαφορίας τους για τα κοινά. Ήδη έχουμε μια πρώτη πολιτική αφετηρία που οδηγεί σε ένα θεωρητικό πόνημα (το βιβλίο) και σε ένα παραστατικό γεγονός, όπου οι θεατές καλούνται να συζητήσουν σχετικά με το περιεχόμενο αυτού του πονήματος. Τι είναι όμως αυτό που επιτελείται πραγματικά στην παράσταση, ένα σχέδιο πολιτικής μεταρρύθμισης ή η επί σκηνής δυνατότητα κατανόησης, συζήτησης και ανάλυσης αυτού του σχεδίου ως παραδείγματος πολιτικής σκέψης;

Μολονότι η παράσταση κινείται στα όρια, πραγματικά στα όρια· μολονότι υπάρχει αυτό το βιβλίο (το οποίο μας προτείνεται και να αγοράσουμε) τείνω να υιοθετήσω τη δεύτερη εκδοχή. Και αυτό όχι διότι υπάρχει η παραστατική συνθήκη: εκτός από δύο γλαστράκια με λουλούδια, που αφήνονται να πέσουν από ψηλά σε ανύποπτες στιγμές δεν υπάρχει κανένα ένα άλλο στοιχείο. Μια επιτέλεση λοιπόν γυμνή από επιτελεστικά στοιχεία, που στηρίζεται μόνο στην προβολή διαφανειών με σχεδιαγράμματα των συνταγματικών και εκλογικών αλλαγών που προτείνει ένας performer; Περί αυτού πρόκειται. Και αυτό που επιτελείται είναι όντως η δυνατότητα να σκεφτούμε αυτές τις αλλαγές, ίσως δε η δυνατότητα να σκεφτούμε τη δυνατότητα οποιωνδήποτε αλλαγών.

Εδώ εντοπίζω το ενδιαφέρον της παράστασης, καθώς και στο γεγονός ότι αυτή η δυνατότητα ανιχνεύεται σε έναν θεατρικό χώρο ο οποίος, επιπροσθέτως, χαρακτηρίζεται ως «πειραματικός», ως σκηνή δηλαδή που τολμά να στερηθεί τα οικεία εφόδιά της, να ανοιχθεί στο ξέφωτο της πολιτικής δράσης, να αναζητήσει εκεί θεατρικές διαστάσεις και εδώ πολιτικούς πυρήνες. Από την άποψη αυτήν πρέπει να αποδοθούν τα εύσημα στους Πρόδρομο Τσινικόρη και Ανέστη Αζά για την πρωτοβουλία τους να στήσουν έναν πολιτικό διάλογο σε θεατρικά πλαίσια.

Η ανάλυση των πολιτικών θέσεων του Meierhans απαιτεί άλλο χώρο και άλλο χρόνο. Δεν μπορεί όμως να μείνει ασχολίαστη τουλάχιστον η απάντησή του σε μια ερώτηση των θεατών για το πώς θα αντιμετωπίζονται από την πολιτεία οι έχοντες και κατέχοντες που δεν θέλουν να συμμορφωθούν με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, δεδομένου ότι αυτοί διαθέτουν πολλούς τρόπους όχι μόνο να αποφύγουν τα κοινωνικά τους βάρη αλλά και, όπως αποδεικνύεται καθημερινά, να «προσεταιριστούν» την εκάστοτε εξουσία.

Εάν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα με αυτούς, ας τους αφήσουμε να ζήσουν τη ζωή τους, πληρώνοντας κατ’ ανάγκην τους έμμεσους φόρους τους στις καταναλωτικές τους συνήθειες. Μια τεχνητή, λοιπόν, γκρίζα ζώνη κοινωνικής και οικονομικής διάκρισης και μια αφοπλιστικά αφελής (αν όχι υπερβολικά «ελβετική») απάντηση σε ένα από τα πιο επείγοντα ερωτήματα που θέτουν σήμερα οι κατ’ όνομα δημοκρατίες.

Δεν περίμενα φυσικά να ακούσω κάτι για συντεταγμένη αναδιανομή του πλούτου, αλλά εάν θέλουμε να είμαστε πραγματικά πολίτες, να ανήκουμε σε μια φαντασιακή, όσο και πραγματική ενότητα που λέγεται «πόλις», να αναγνωρίζουμε όντως και να ενεργοποιούμε κάθε φορά το σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που το ανήκειν σε αυτήν την πόλη συνεπάγεται, τότε θα έπρεπε να απαντήσουμε το ερώτημα: Πώς συγκροτούμε και πώς επιτελούμε καθημερινά αυτήν την κοινωνική, πολιτική, ηθική και πολιτισμική συλλογικότητα μέσα σε παρόμοιες γκρίζες ζώνες;


* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης