Πλαστικά νεκρικά λουλούδια. Οστέα ξηρά σφόδρα του Περικλή Μουστάκη στο θέατρο της οδού Κυκλάδων
Πώς να μιλήσεις για τη θρησκεία και μάλιστα σε έναν θρασύ, συμπεριληπτικό ενικό; Έστω, πώς να μιλήσεις για το θείο και την πίστη στο θαύμα σε μια παράσταση εβδομήντα λεπτών, όταν η «ομιλία» πολιορκείται αδιάλειπτα από αντιξοότητες;
Πρώτη αντιξοότητα, οι αφορισμοί που οι ίδιες οι θρησκείες μετέρχονται στα ιερά τους κείμενα και οι οποίοι πρέπει εξ αντικειμένου στο θέατρο να αποφευχθούν ή να αμφισβητηθούν. Δεύτερη αντιξοότητα, η υπέρβαση της ταυτιστικής λογικής, που επιδιώκει αφ’ ενός τη μη αντίφαση σε ένα πεδίο αντιφάσεων και αφ’ ετέρου προϋποθέτει την αφομοίωση του άλλου (του αγνώστου, του ζοφερά ανοίκειου, του θαύματος, της τρέλας, του θανάτου...) στην επικράτεια του ίδιου.
Αντιξοότητα ισχυρή, καθότι ισχυρό παραμένει πάντα και το ερώτημα: «να σωθώ από το άλλο ή να σωθώ μέσω του άλλου»; Ιδίως όταν αυτό το άλλο με στοιχειώνει διττά: με στοιχειώνει, όπως το στοιχειό (το φάντασμα, το τελώνιο) στοιχειώνει ένα δάσος, έναν μαγικό τόπο ή την ψυχή μου, αλλά με στοιχειώνει καθώς μου προσφέρει συστατικά στοιχεία της ύπαρξής μου. Μια τρίτη, τέλος, αντιξοότητα (και όχι η τελευταία), η ενσάρκωση, η σωματοποίηση ενός λόγου μεταφυσικού. Πώς να ενσαρκώσεις το θαύμα, πώς να το σκηνοθετήσεις χωρίς να το εξουδετερώσεις;
Ο Περικλής Μουστάκης επιλέγει το πεδίο του πένθους και την ατμόσφαιρα του ονείρου ή του εφιάλτη για να απαντήσει στις αντιξοότητες αυτές. Η ατμόσφαιρα όμως γίνεται σταδιακά αποπνικτική και πνίγει τον αρχικό στόχο. Και εξηγούμαι. Το όνειρο-εφιάλτης επωμίζεται το έργο μιας οπτικής αφήγησης. Πώς αλλιώς; Θα πρέπει το όνειρο να αναλάβει αυτό που πρέπει να μείνει μακριά από το θαύμα: την αφήγηση.
Εάν αφηγηθώ το θαύμα, εάν επιχειρήσω να εκδιπλώσω το αδιανόητο ως «ήταν μια φορά που...», μια μόνη φορά, που ένας προφήτης (ένας καλλιτέχνης, ένας αναχωρητής) είχε ένα όραμα: σε μια έρημο τα σφόδρα ξηρά ανθρώπινα οστά, τα χαλάσματα του ανθρώπινου σώματος αρχίζουν να λαμβάνουν ζωή· εάν ακολουθήσω λοιπόν αυτό το «ήταν μια φορά που...», τότε το θαύμα κινδυνεύει να γίνει συστατικό μιας πλοκής, θέμα μιας αφήγησης, προτερόχρονο γεγονός που ανακαλείται από το τότε στο τώρα και να μην είναι πλέον θαύμα.
«Ήταν μια φορά που...», αυτό φτάνει (έστω και αν ήταν μια μόνη φορά στις ρίζες του χρόνου) για να κατέλθει το θαύμα από τα ουράνια της εξαίρεσης στο λασπωμένο χώμα της εμπειρίας. Το θαύμα είτε είναι ανείπωτο είτε είναι απλώς «θαυμάσιο» για τα γούστα, ας πούμε, ενός εκλεπτυσμένου θεατρικού κοινού.
Ο Μουστάκης σωστά θέλει να προφυλάξει το άφατο του θαύματος και τη διεργασία του πένθους, γι’ αυτό στρέφεται στη δύναμη του ονείρου-εφιάλτη. Αυτό θα αφηγηθεί χωρίς λόγια σχεδόν (όχι πολλά λόγια, μόνο μια κερματισμένη αφήγηση στο τέλος της παράστασης) μια πορεία ούτε λίγο ούτε πολύ από τον Ηράκλειτο και την Παλαιά Διαθήκη έως τις ευφορικές καταναλωτικές δημοκρατίες μας. Από την ιδρυτική ηρακλείτεια εικόνα του παιδιού-αιώνα και τα αποκαλυπτικά οράματα του Ιεζεκιήλ, στην κατά Levinas φιλοσοφία του άλλου και στις «αρνητικές βεβαιότητες» του Jean-Luc Marion, όλη αυτήν τη μυστική, θρησκευτική, μεταφυσική και φαινομενολογική «εγκυκλοπαίδεια» αναλαμβάνει να ξεφυλλίσει η ονειρική-εφιαλτική ατμόσφαιρα της παράστασης.
Ο εφιάλτης συντροφεύει το όνειρο, καθώς το όλο εγχείρημα λαμβάνει χώρα σε μία κοινωνία που έχει απολέσει το κέντρο βάρους της, όπως και όλα τα κέντρα συνοχής της. Με λυμένους τους αρμούς της, προσπαθεί να συντηρήσει τα χαμογελαστά χρόνια των λαμπερών μαλλιών και του φωτεινού δέρματος με υαλουρονικό οξύ και ταχυδακτυλουργίες. Μια κοινωνία γερασμένη που φετιχοποιεί την αντιγήρανση με κολλαγόνα προσδοκίας, μια εποχή που τζογάρει το παρόν της όταν η τρέλα και ο θάνατος καραδοκούν.
Δίπλα στη θεία απλότητα και στο ζοφερό χαμόγελο του ψυχοπαθούς (Θανάσης Δόβρης), ένα πτώμα σιωπηλό (Μουστάκης) καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και μια γυναικεία μορφή να ζητά συνεχώς συγgνώμη. Συγgνώμη από ποιον; Συγgνώμη γιατί; Ποιος είναι ο χρεώστης και ποιος ο οφειλέτης; Και κυρίως: ποιο είναι το αδίκημα; Η ζωή; Η ίδια η ύπαρξη; Δεν παίρνουμε απάντηση. Στο ίδιο τραπέζι που χύνεται ο ορός της τρέλας κάθεται και ένας αδιάφορος τζογαδόρος (Σπύρος Αλιδάκης), που μπορεί να είναι και λογιστής, κάποιος πάντως που με θανατερή ψυχρότητα μετράει και ξαναμετράει πλημμυρισμένος στα πλαστικά ταφικά λουλούδια.
Το μετρήσιμο και το απροσμέτρητο, το θνητό και το αιώνιο, το φανερό και το μυστικό, το λογικό και το αδιανόητο: η παράσταση μοιάζει να ακολουθεί το ρητό του Αυγουστίνου: «redi in interiorem hominem», να διαβάσει στο εσωτερικό των ανθρώπων, στην κρύπτη όπου φυλάσσεται η φλόγα της ιουδαϊκής και αρχαιοελληνικής σκέψης, αλλά δεν τη βρίσκει. Η φλόγα σβήνει στην παρατακτικότητα των επιμέρους σκηνών, στην επίμονη επαναληπτικότητα κινήσεων, στην κουραστική (για την ηθοποιό, αλλά και για τους θεατές) εμμονή στον θρήνο και τον οδυρμό. Η διεργασία του πένθους είναι σιωπηλή: το βάθος της σιωπής είναι το βάθος του πένθους. Πόσο μεγάλη διαφορά εδώ με τις εξαιρετικές μουσικές επιλογές της Ντίνας Σταματοπούλου. Το να ποτίζεις ένα ξεραμένο δέντρο, όπως ο καλόγερος στη Θυσία του Andrei Tarkovsky, έχει νόημα όταν το κάνεις σιωπηλά.
Τα πτώματα που σωριάζονται το ένα μετά το άλλο και σαβανώνονται (όχι χωρίς κάποιο χιούμορ, το χιούμορ του τάφου) μπορεί να χορταίνουν το θηρίο του θανάτου, οι πόρτες που ανοίγουν μόνες τους σε έναν φαντασματικό υπαινιγμό, το νερό που τρέχει άφθονο σαν ένα ηρακλείτειο ποτάμι και τα μαγικά κόλπα του ταχυδακτυλουργού (η ταχυδακτυλουργία της εφήμερης ζωής, του θεατρικού ψεύδους, του ίδιου του Θεού;) δεν καταφέρνουν να δώσουν κάποιον ρυθμό και δεν προετοιμάζουν την τελική ρήση του νεκρού που εν τέλει ομιλεί για το θάνατο, την απώλεια, το πένθος και το θαύμα. Όταν το πένθος είναι στιλιζαρισμένο, το θαύμα αναβάλλεται.
Συντελεστές
Σύλληψη-Σκηνοθεσία: Περικλής Μουστάκης
Μετάφραση: Γιώργος Κοροπούλης
Διαμόρφωση Σκηνικού Χώρου: Ελένη Σουμή
Κοστούμια: Μάριος Ράμμος
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική Επιμέλεια: Ντίνα Σταματοπούλου
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Αννίτα Καπουσίζη, Ντίνα Σταματοπούλου, Γκέλυ Πεντεφούντη
Φωτογραφίες: Γιάννης Μαρμάρας, Σπύρος Αλιδάκης
Γραφιστικά: Γιάννης Στύλος
Promo video: Σπύρος Αλιδάκης
Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου Άσκηση και Η νέα ΣΚΗΝΗ
Ερμηνεύουν: Περικλής Μουστάκης, Θανάσης Δόβρης, Σπύρος Αλιδάκης, Ελένη Γαρυφαλλή, Ντίνα Σταματοπούλου και ο ταχυδακτυλουργός Fanua.
* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.