ΑΠΟΨΕΙΣ

«Σα να γεννάμε μεις απ’ την αρχή ό,τι υπήρξε, υπάρχει, θα υπάρχει...» (Γιάννης Ρίτσος)

www.yannisritsos.gr

Γιάννης Ρίτσος-Μέλπω Αξιώτη, Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά. Σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966). Επιμέλεια-εισαγωγή-σημειώσεις: Μαίρη Μικέ. Αθήνα, Άγρα.

Νόστος

Στις 6 Απριλίου 1960, ημέρα Τετάρτη, στο ξενοδοχείο Johannishof όπου διαμένει στο Βερολίνο, διδάσκοντας νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ, η Μέλπω Αξιώτη πιάνει ένα στυλό κι αρχίζει να γράφει το πρώτο γράμμα της, από τότε που άφησε πίσω της την Ελλάδα, στον παλιό της φίλο, ομότεχνο και συναγωνιστή Γιάννη Ρίτσο.

«Αγαπητέ μου Ρίτσο», ξεκινάει το γράμμα, όχι Γιάννη, κι ακολουθεί πρώτα το παράπονο, με ξέχασες του λέει, και αμέσως μετά το αίτημα, βοήθησέ με να δημοσιεύσω το ποίημα που σου στέλνω στην Ελλάδα. Καμία ευγένεια κι αβροφροσύνη. Παρότι με ξέχασες, εγώ σου γράφω και σου ζητώ βοήθεια.

Η Μέλπω Αξιώτη λείπει δεκατρία χρόνια, η νοσταλγία την έχει τσακίσει, η μοναξιά τη διαλύει καθημερινά σε έναν τόπο που ποτέ δεν τον ένιωσε δικό της. Οι σύντροφοί της δεν την καταλαβαίνουν. To 1949 είχε βάλει μια τελεία στο γαλλικό της μυθιστόρημα, το Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη, αλλά στις χώρες όπου πέρασε μετά την απέλασή της το 1950 δεν μπόρεσε να το εκδώσει.

Έχει κουραστεί να παλεύει με την Επιτροπή Διαφώτισης, να απορρίπτουν τα κείμενά της, να την κατηγορούν για αυτοπροβολή και για εγωισμό· έχει κουραστεί να γυρίζει στις χώρες του Βορρά, μόνη, ξεκομμένη από την Ελλάδα, όπως και όλοι οι άλλοι έλληνες συγγραφείς που έχουν σκορπίσει στις κομμουνιστικές χώρες με τον εμφύλιο.

Τώρα έχει γράψει ένα ποίημα, το Κοντραμπάντο. Και θέλει να επιστρέψει μέσω αυτού στη χώρα της, στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή, δεν θέλει να το υποβάλει στην Επιτροπή διαφώτισης, να το συζητήσει, να το υπερασπιστεί. Θέλει να το εκδώσει, έτσι απλά. Ζητά, απαιτεί με τον τρόπο της, από τον Ρίτσο να τη βοηθήσει. Του θυμίζει πώς συναντήθηκαν τις παραμονές του φευγιού της στο Παρίσι και της είπε ότι οι 2-3 μήνες είναι πολλοί και δεν θα αντέξει. Του στέλνει την αγάπη της. Κι ο Γιάννης Ρίτσος ανταποκρίνεται σαν να μην πέρασε μια μέρα.

«Αγαπημένη μου Μέλπω», ξεκινά το θερμό του γράμμα, μακροσκελές, σε αντίθεση με της Αξιώτη. Γεμάτο ερωτήσεις, πληροφορίες, ξαναστήνει το παλιό τους κουβεντολόι, έστω κι εξ αποστάσεως. Της στέλνει βιβλία του, της υπόσχεται να τη βοηθήσει όσο μπορεί κι ακόμα παραπάνω. Δεκατρία χρόνια και χιλιάδες χιλιόμετρα μεταξύ τους. Δυο κόσμοι και δυο δημιουργοί. Κι η Αξιώτη να προσπαθεί απελπισμένα να επανέλθει στον δικό του κόσμο, του Ρίτσου, τον ελληνικό, τον οποίο ονειρεύεται ως παράδεισο.

Πηγή: Αρχείο Κέδρου

Προϋπάντηση

Για την Αξιώτη η επιστροφή έχει ξεκινήσει πολύ πριν το 1964, όταν πια πατά ως επισκέπτρια αρχικά το πόδι της ξανά στην Ελλάδα, δεκαεφτά χρόνια μετά την ημέρα εκείνη του Μάρτη του 1947 που ξεκίνησε για τη Γαλλία. Η πατρίδα είναι ήδη στην άκρη της γραφίδας της, που χαράζει τη μνήμη της νιότης και της πατρίδας στο χαρτί, όταν επιστρέφουν οι λέξεις, που τόσο αγωνίστηκε να κρατήσει ζωντανές στις κρύες χώρες του Βορρά. Όταν απευθύνεται στον Γιάννη Ρίτσο, επιβεβαιώνει το νέο της φευγιό: τα έργα της, οι λέξεις της θα την προϋπαντήσουν.
Η αλληλογραφία της με τον Ρίτσο είναι ο δεύτερος κειμενικός σταθμός στο ταξίδι της για την Ελλάδα. Είναι το μοίρασμα του πόνου και μαζί της ελπίδας, το χέρι που απλώνεται με απελπισία αλλά και τόλμη προς το μέλλον. Εξού και το πρώτο γράμμα της, αλλά και κάμποσα υπόλοιπα, είναι απότομα, συνδυασμός φόβου κι απόφασης. Η Αξιώτη έδωσε τα πάντα για μια ιδέα και στην ιδέα αυτή, σε μια πραγμάτωσή της τουλάχιστον, η ίδια, τα γραφτά της, περίσσευαν. Ο Ρίτσος πέρασε βάσανα και εξορίες, αλλά είναι ο μεγάλος Έλληνας κομμουνιστής ποιητής, που τον τιμά και τον χαιρετίζει όλος ο προοδευτικός κόσμος. Η απάντησή του, γεμάτη ορμή και τρυφερότητα, θα ανοίξει όντως τον δρόμο μιας πολλαπλής επιστροφής. Κυρίως, θα ενθαρρύνει την Αξιώτη να συνεχίσει να γράφει, ξαναπιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει, στο γαλλικό της μυθιστόρημα που τότε εκείνος αγνοεί.

Αποσπάσματα αγαπητικού λόγου

Η Μαίρη Μικέ, που επιμελήθηκε και τεκμηρίωσε το επιστολικό αυτό σώμα το χαρακτηρίζει «σπαράγματα», καθώς πολλά γράμματα παρατίθενται χωρίς τις απαντήσεις τους. Για την ακρίβεια, στις 65 επιστολές, κάρτες και τηλεγραφήματα του Γιάννη Ρίτσου απαντούν μόλις 18 της Μέλπως Αξιώτη. Σπαράγματα λοιπόν, λόγος αποσπασματικός, του οποίου το νόημα συγκροτείται από τη σχέση ανάμεσα στους δύο μεγάλους λογοτέχνες, από την εποχή, αλλά και από τα ίδια τα κενά, που εν μέρει πληρούνται από τον σχολιασμό του εκάστοτε άλλου – συνήθως του Γιάννη Ρίτσου. Λόγος πολύτιμος, όμως, και οργανωμένος, αφού αφορά την έκδοση των έργων της Αξιώτη στην Ελλάδα. Αν δηλαδή, όπως λέει o Τσαρλς Μπέιζερμαν (Letters and the Social Grounding of Differentiated Genres, 2000), μια επιστολή είναι μια άμεση επικοινωνία «μεταξύ δύο μερών με ειδική σχέση και σε ειδικές συνθήκες» και έχει σημασία αν είναι συγκυριακή ή μέσα σε ένα πλαίσιο, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ειδική σχέση σε μια κομβική περίοδο για τη δημιουργία της Μέλπως Αξιώτη - η οποία επιστρέφει, ως δημιουργός, στην Ελλάδα με τη φροντίδα του Γιάννη Ρίτσου, που επίσης διανύει μια από τις πιο σημαντικές περιόδους στη δημιουργία του, ειδικά με την Τέταρτη διάσταση, αλλά όχι μόνο. Με τη δική του φροντίδα και πάλι θα εκδώσει και το τελευταίο της έργο, την Κάδμω, για την επανέκδοση της οποίας γίνεται επίσης μεγάλος λόγος αυτόν τον καιρό.

Υπάρχει λοιπόν συγκεκριμένος λόγος επικοινωνίας, η έκδοση των βιβλίων της Αξιώτη στην Ελλάδα, ενόσω η ίδια παραμένει στην υπερορία, την οποία ως την παραμικρή λεπτομέρεια παρακολουθεί ο Ρίτσος. Καλωσορίζει δε την παλιά του φίλη στη δημιουργία και δη στην ποίηση ξανά με ένα σχόλιο αισθητικό αλλά και βαθιά, όσο και υπόρρητα, πολιτικό: στην αγωνία της, αν «είναι» ποίημα το Κοντραμπάντο κι αν αξίζει να εκδοθεί, απαντά, μαλώνοντάς την τρυφερά:

Έχω το ποίημά σου, και βλέπω. Μα, δε ντρέπεσαι, κυρά μου, να μου λες πως «εκτός 1ον αν δεν νομίζεις πως είναι ποίημα»; Θα πρέπει λοιπόν ή ν’ αμφιβάλλεις τόσο για τον εαυτό σου (πράγμα αδύνατο – απ’ την ικανότητά σου που την ξέρω καλά: να ξέρεις), ή μ’ αμφιβάλλεις πια για μένα – για το γούστο μου, για την αίσθησή μου, για την τέχνη μου. [...] Είναι ένα αληθινό ποίημα – μη προαποφασισμένο (ξέρεις εσύ τι θα πει αυτό), που ανακαλύπτεται στο δρόμο του, διατηρώντας όλη τη θερμότητα της ίδιας του της λειτουργίας· λίγο-λίγο «συνειδητοποιείται»...

Οι πρώτες επιστολές της Αξιώτη είναι, όπως είπαμε, ψυχρές. Ως τη στιγμή που ο Ρίτσος θυμώνει, της ανταποδίδει τα ίσα και ο πάγος σπάζει. Στο συγκεκριμένο εκείνο σημείο που η Μέλπω αποφασίζει να ανοιχτεί και να παραδοθεί στην επικοινωνία, επισημαίνοντας πόσο αλλιώτικη είναι πια – «ο εαυτός μου αντίκρυ στα φαινόμενα ακατασκευάστος για να μεταπιαστεί με νέα προζύμια» - ξαναγεννιέται μια σχέση τρυφερότητας και βαθιάς εκτίμησης, σφυρηλατημένη στα δύσκολα χρόνια των διώξεων, βασισμένη στην εσώτερη ανυπακοή τους προς ό,τι περιορίζει τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη.

Πηγή: www.yannisritsos.gr

Η αλληλογραφία αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα να εκδοθούν στην Ελλάδα τα δυο ποιητικά βιβλία της Αξιώτη, να επανεκδοθούν οι Δύσκολες νύχτες, να εκδοθεί η μετάφρασή της διηγημάτων του Τσέχοφ που θα κυκλοφορήσουν με τίτλο Η κυρία με το σκυλάκι και άλλα διηγήματα και έναν εξαιρετικό πρόλογο της μεταφράστριας. Οι συζητήσεις για την Καινή Διαθήκη, όπως είναι ο πρώτος τίτλος τους αφηγήματος Το σπίτι μου, θα υποστηρίξουν τη συγγραφή του. Οι δυο δημιουργοί θα συμπορευτούν στις αναζητήσεις και τις αγωνίες τους, καθώς ο Ρίτσος θα ενημερώνει διαρκώς την Αξιώτη για τη δική του δημιουργική δουλειά και τα δικά του βάσανα. Γίνονται έτσι οι επιστολές αυτές ο τόπος συνάντησης και συν-εργασίας δύο μειζόνων ελλήνων δημιουργών, εντός και εκτός Ελλάδας, το κατώφλι του γενέθλιου τόπου, που τόσο θα απογοητεύσει σε λίγο την Αξιώτη.

Στην κουβέντα τους περνά όλος ο λογοτεχνικός κόσμος, η έγνοια για την έμπνευση, τη σχέση με τη φύση που έχει χαλαρώσει, την ασφυκτική κομματική πειθαρχία στη λογοτεχνία, τη δημοσιότητα του έργου, τη μετάφραση, η αγωνία για την επιβίωσή του: «το καλό είναι μονάχα πως ένα αληθινό έργο τέχνης, που άγγιξε τις ρίζες τα ζωής, δε χάνεται ποτέ. Κάποτε θα φανεί και θα βοηθήσει πάλι τον άνθρωπο – γνώση, παρηγοριά, και «αθανασία», γράφει ο Ρίτσος. Οι πρακτικές δυσκολίες της έκδοσης εκτίθενται αναλυτικά, αλλά και η κριτική δεν μένει στο απυρόβλητο.

Ολόκληρη η κριτική μας, παλιωμένη, καθυστερημένη, στενή, τσιγγούνα, δύσπιστη, και σχεδόν ανύπαρκτη. Μερικές εξαιρέσεις μονάχα – ελάχιστες κι αυτές – στους ποιητές, στους πεζογράφους, στους ζωγράφους. [...] Οι άνθρωποι ζητάνε την ευκολία τους, κι αυτοί που θεωρούνται «υπεύθυνοι» έχουν μείνει πολύ πίσω, δεν ανανεώθηκαν, και, το χειρότερο, στόμωσε κι η όποια ευαισθησία τους και δεκτικότητά τους, και ακόμη χειρότερο, δεν τόχουν πάρει είδηση. Δεν μας μένει πια παρά μόνο η δουλειά μας. Αν δε μπορούμε να σωθούμε μ’ αυτήν, τίποτα δε μας σώζει. Γράφε τα «Θαλασσινά» σου κι άσε το χιόνι να πέφτει και τον άνεμο και τους κριτικούς να ουρλιάζουν. [...] Άστην την καημένη τη Woolf μες στο ποτάμι. Η Μέλπω θα μείνει όρθια πάνω στο γεφύρι που έχτισε με την τέχνη της για να περνοδιαβαίνει ανεμπόδιστα απ’ το χτες στο σήμερα, απ’ το σήμερα στο αύριο – όλο σ’ ένα μακρυνότερο αύριο, ενώνοντας φιλικά τις εποχές, τους ανθρώπους, τα έργα τους, τα πράγματα. (επιστολή του Γ.Ρ., 23.1.1961, σ. 151).

Τα γράμματα της Μέλπως λιγοστά, από το Βερολίνο ή την Αλμπίσολα, στην Ιταλία, όπου περνούσε πια κάποια καλοκαίρια. Τα γράμματα του Ρίτσου πολλά, κυρίως από την Αθήνα, λιγότερο από τη Σάμο Πολύτιμο περικείμενο και τεκμήριο ιστορίας της λογοτεχνίας και όχι μόνο η παρούσα αλληλογραφία. Η έκδοση μιας αλληλογραφίας, όμως, είναι μια δύσκολη δουλειά, το γνωρίζουμε πολύ καλά. Οι επιστολές σκορπίζουν. Χάνονται. Ακρωτηριάζονται. Διαλύονται. Πουλιούνται κι αγοράζονται. Μετοικούν, όπως οι άνθρωποι. Η πρώτη δουλειά είναι λοιπόν η συγκέντρωσή τους και δεν είναι συνήθως εύκολη. Η δεύτερη είναι η μεταγραφή τους: η δυσκολία της εξαρτάται από τον γραφικό χαρακτήρα του επιστολογράφου, αλλά και τη συντήρηση του τεκμηρίου, την ποιότητα του χαρτιού και της μελάνης – κάποια στυλό, σαν αυτό που έστειλε η Αξιώτη στον Ρίτσο, γράφουν ψιλά, «έτσι που σε λίγο χώρο να χωράνε πολλά», αλλά σβήνουν ίσως και πιο εύκολα (επιστολή 9.5.62, σ. 213). Η τρίτη και τελευταία δουλειά, επίσης επίπονη, είναι η τεκμηρίωση και ο σχολιασμός των επιστολών, αφού από τη φύση τους αποτελούν κατώφλι ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο και την ανάμεσά τους σχέση κατασκευάζουν, αναλόγως με τα υλικά. Χρωστάμε χάρη λοιπόν πάντα στους φιλέρευνους φιλόλογους – εν προκειμένω στη Μαίρη Μικέ - που εκδίδουν αλληλογραφία συγγραφέων, η οποία συμπληρώνει από άλλη σκοπιά την ποιητική τους ή φωτίζει τα δίκτυα μέσα στα οποία δημιούργησαν, φωτίζοντας τους ίδιους αλλά και την εποχή. Είναι χαρακτηριστικό το εξαιρετικό πρόγραμμα χαρτογράφησης της Πολιτείας των Γραμμάτων στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ:

http://republicofletters.stanford.edu/


που πέραν της ανασυγκρότησης των δικτύων αυτών, τα οπτικοποιεί, όπως βλέπουμε στη συνέχεια, όπου παρουσιάζεται ένα δείγμα εικοσαετίας (1750-70) από την αλληλογραφία του Βολταίρου:


http://ink.designhumanities.org/voltaire/


Βεβαίως, και στις ψηφιακές λογοτεχνικές σπουδές το πιο σημαντικό στοιχείο είναι το ερευνητικό ερώτημα. Με αναφορά στην παρούσα έκδοση, το ερώτημα θα μπορούσε ενδεικτικά να είναι η χαρτογράφηση και απεικόνιση του επιστολικού δικτύου μεταξύ των εντός και εκτός των συνόρων Ελλήνων λογοτεχνών την κρίσιμη μετεμφυλιακή περίοδο, με άλλα λόγια του δικτύου που συνδέει τους παραμείναντες με τους εξόριστους. Θα μπορούσε να είναι επίσης, για αρχή, η χαρτογράφηση της επιστολογραφίας του Γιάννη Ρίτσου, η οποία έχει ήδη παρουσιαστεί και μελετηθεί εν μέρει (βλ. την αλληλογραφία του Ρίτσου με την αδελφή του Λούλα, σε επιμ. Δέσποινας Γλέζου, Λιβάνης 1997)· αλλά και τον Άρη Αλεξάνδρου και την Καίτη Δρόσου, σε επιμ. Λίζυς Τσιριμώκου, Άγρα, 2008).


Πηγή: www.yannisritsos.gr


Εν αναμονή ανάλογων εγχειρημάτων, αξίζει να διαβάσουμε την πολύ ενδιαφέρουσα αυτή αλληλογραφία, η οποία, εκτός από τη γέννηση των έργων των δύο λογοτεχνών στη συγκεκριμένη περίοδο, σχεδιάζει και τα περιγράμματα μιας εποχής. Ευχαριστώντας τη Μαίρη Μικέ που με την εισαγωγή και τις αναλυτικότατες σημειώσεις της μας επιτρέπει να την προσεγγίσουμε από πολλές οδούς, πέραν της συγκίνησης και της αναγνωστικής απόλαυσης.


* Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι Αναπληρώτρια καθηγήτρια ΑΠΘ, κριτικός λογοτεχνίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης