ΑΠΟΨΕΙΣ

Για την γαλλόφωνη καναδική λογοτεχνία, με αφορμή μια σημαντική εκπρόσωπό της

Ο δρόμος για το Αλταμόν

Gabrielle Roy, Ο δρόμος για το Αλταμόν, μτφρ. Φοίβος Πιομπίνος, εκδ. Θίνες.

Το να έχεις παιδική ηλικία σημαίνει να ζεις χίλιες ζωές πριν από τη μία, λέει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Στην περίπτωση της Γκαμπριέλ Ρουά (1909-1983), μιας από τις σημαντικότερες και διασημότερες γαλλόφωνες συγγραφείς του Καναδά, αυτό επιβεβαιώνεται πλήρως μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Τα αυτοβιογραφικά της διηγήματα στη συλλογή Ο δρόμος για το Αλταμόν (δημοσιευμένο το 1966), ειδικά στα δύο πρώτα, περιγράφουν αυτές τις χίλιες ζωές της μικρής, ασθενικής Κριστίν-Γκαμπριέλ, που στο τρίτο διήγημα ανοίγει πια τα φτερά της ( πολύ συχνά μου ερχόταν στον νου, καθώς διάβαζα, μια άλλη μικρή, εκείνη της Μάρως Δούκα στο Πού ’ναι τα φτερά, που ξεκινά την αφήγησή της με τα λαηνάκια και την ακίδα στο πόδι της).

Για να ακριβολογούμε, η μικρή Κριστίν μας εξιστορεί η `ίδια, σε πρώτο πρόσωπο και με πολύ χιούμορ, τις διαφορετικές, πραγματικές και φανταστικές, ζωές της – με το κλασικό τερτίπι του διπλού τόνου, τον σχολιασμό από την ώριμη αφηγήτρια του θησαυρού των αναμνήσεων από τη μια περίοδο που καθόρισε την ευαισθησία της. Γεννιέται στη Μανιτόμπα, σε μια κλειστή, γαλλόφωνη κοινότητα και μια οικογένεια χωρίς οικονομική άνεση, και αγαπάει τους ανοιχτούς ορίζοντες, αγαπάει την πεδιάδα.

Ήταν μια στιγμή που, ενώ ετοιμάζεται ο ήλιος να δύσει, ρίχνει στην πεδιάδα μια μεγάλη κόκκινη λάμψη, απόμακρη και παράξενη, μια λάμψη που μοιάζει να προεκτείνει κι άλλο την πεδιάδα και να την αδειάζει επίσης από κάθε ανθρώπινη παρουσία, να την παραδίδει ίσως στα άγρια όνειρα του καιρού εκείνου όπου ζούσε μες στην πλήρη απομόνωσή της. Θα έλεγε κανείς πως την ώρα εκείνη η πεδιάδα δεν θέλει πάνω της ούτε ανθρώπους ούτε σπίτια ούτε χωριά, πως πασχίζει να τα ξεφορτωθεί μεμιάς για να ξαναβρεθεί, όπως άλλοτε, υπερήφανη και μοναχική (22-23). [...]

Εγώ λάτρευα τις ανοιχτές πεδιάδες μας και δεν πίστευα πως μπορούσα ν’ ανεχτώ τους μικρούς, κλειστούς τόπους που μας τραβούν προς τα μπρος με διαδοχικές πονηριές. Η έλλειψη μυστικού ήταν αναμφίβολα εκείνο που γοήτευε περισσότερο στην πεδιάδα, το ευγενές, ακάλυπτο πρόσωπό της ή, αν θέλετε, όλη η απεραντοσύνη που καθρεφτίζεται σ’ αυτό, που ήταν το ίδιο πιο κρυφό από καθετί άλλο. Ανάμεσα σε μένα και σε αυτό το κάλεσμα ολόκληρου του αινίγματος, δεν αντιλαμβανόμουν ούτε λόφους ούτε εδαφικές ανωμαλίες, πάνω στις οποίες θα μπορούσε να προσκρούσει το βλέμμα μου κατά το πέρασμά μου από εκεί. Μου φαινόταν πως θα συναντούσε προσκόμματα, πως θα ελαττωνόταν το ακαθόριστο αλλά ισχυρό κάλεσμα που δεχόταν η ύπαρξή μου προς χίλιες δυο πιθανότητες της μοίρας (121).

Η πεδιάδα της Μανιτόμπας
https://ascendinganddescending.wordpress.com/2012/07/27/mapping-saskatchewan-geographies-of-openness-and-concealment-july-3-16/

Ένα καλοκαίρι που η μητέρα της τη στέλνει στην ιδιότροπη γιαγιά της, η μικρή, που βαριέται πολύ εύκολα και χάνεται στις σκέψεις, στα ερωτηματικά, στις φανταστικές της ιστορίες, μένει έκθαμβη μπροστά στη μεγαλειώδη αποκάλυψη μιας από τις πολλές μορφές της φαντασίας και της δημιουργικότητας: η γιαγιά που δεν βλέπει, δεν ακούει και δεν θυμάται καλά φτιάχνει μπροστά της μια κούκλα χρησιμοποιώντας παλιά, σκόρπια πράγματα και γίνεται για εκείνη ο Θεός ο ίδιος, ή τουλάχιστον μια από τις καλύτερες βοηθούς του. Η παντοδύναμη αυτή γιαγιά έρχεται από άλλον τόπο, πολύ διαφορετικό από τη Μανιτόμπα, από το μακρινό Κεμπέκ, τους λόφους, τα λουλούδια και τα ποταμάκια του, κι αυτή και η κόρη της, η μητέρα της Κριστίν τα αναπολούν καθώς κλείνουν τον κύκλο τους και περνούν πια στις ψυχές και τις καρδιές των απογόνων τους. Αναφερόμενη υπαινικτικά το θέμα της εσωτερικής μετανάστευσης και, κυρίως, στη νοσταλγία και τη θλίψη του ξεριζωμού και στις διαφορές ανάμεσα στον Άνω και τον Κάτω Καναδά, την πάλαι ποτέ Νέα Γαλλία, η Ρουά στέκεται στον τρόπο με τον οποίο οι μετακινήσεις και η απουσία τους διαμορφώνουν τις ψυχές, τους χαρακτήρες και τις οικογενειακές σχέσεις, καθορίζουν την αυτοπραγμάτωση των ανθρώπων.

Η φύση καταλαμβάνει κυρίαρχη θέση στα τρία αυτά αυτοβιογραφικά, μετρίως ηθογραφικά και εντόνως ψυχογραφικά διηγήματα, που διαβάζονται σαν μυθιστόρημα μαθητείας και περιγράφεται με μια ποιητικότητα που καταλήγει στη ζωγραφική και στη φιλοσοφία. Αυτή η ποιητικότητα αναδύεται αυθόρμητα από τη γλώσσα και σμιλεύεται από την αποστασιοποίηση, η οποία καθαρίζει τη λέξη χωρίς να διαλύει την αχλή του μύθου - και οφείλουμε χάριτας στον Φοίβο Πιομπίνο για την ωραία, ζεστή μετάφραση, όπως και για την πρώτη γνωριμία μας με την Ρουά πριν από λίγα χρόνια, με τις Ιστορίες της οδού Ντεσαμπώ (Μαΐστρος).

Το ποταμάκι Ασομψιόν, που αναπολεί η μητέρα της Κριστίν

Η τρυφερή και απολύτως αποδραματοποιημένη αποτύπωση των γηρατειών, όπως παρακολουθεί την πορεία τους η μικρή Κριστίν στη γιαγιά και στον γέρο της φίλο, στο δεύτερο διήγημα, και η μεγαλύτερη Κριστίν στη μητέρα της στο τελευταίο διήγημα που τιτλοφορεί και τη συλλογή, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία των διηγημάτων. Το γήρας παρουσιάζεται ως φυσικό γεγονός, άλλο ένα στοιχείο της κυκλικότητας της φύσης, αλλά δεν αποκλείει ούτε τη δημιουργικότητα ούτε, πολύ περισσότερο, την επικοινωνία με τα νεότερα μέλη της κοινότητας, που μαθαίνουν πλάι τους τον κόσμο.

Αυτή είναι η περίπτωση του κυρίου Σαιντ-Ιλαίρ, που είναι αποκομμένος από την οικογένειά του, αλλά συνεννοείται εξαιρετικά με την μικρή Κριστίν και πηγαίνουν μαζί να δουν τη μεγάλη λίμνη Γουίνιπεγκ. Η δημιουργικότητα του γηραιού της φίλου περνάει μέσα από το μοίρασμα των φανταστικών ζωών της και τη μύηση στα μεγάλα της ζωής διά του διαλόγου. Η γιαγιά με τα μαγικά της χέρια, ο γέρος φίλος με τις ερωταπαντήσεις του, η μητέρα με την αφήγηση της καταγωγής δείχνουν στην Κριστίν τον δρόμο της ελευθερίας και της τέχνης.

http://www.dramainnature.com/picture_lakewinnipegosis_camperville.htm

Το παλαιό θέμα της άφιξης των παππούδων μου στη Δύση υπήρξε, λοιπόν, για τη μητέρα μου ένα είδος καμβά, πάνω στον οποίο είχε εργαστεί ολόκληρη τη ζωή της, όπως εργάζεται κανείς σε μια ταπισερί, κάνοντας κόμπους με τις κλωστές και εικονογραφώντας κάποιο ριζικό, έτσι που η ιστορία παράλλαζε, διογκωνόταν και περιπλεκόταν όσο η αφηγήτρια γερνούσε και αποστασιοποιούνταν από τα γεγονότα.

Το μεγάλο μυστικό που μαθαίνει η Κριστίν από τα έξι της χρόνια είναι πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται στη φύση και στον άνθρωπο και τίποτα δεν μένει σταθερό και αμετάλλακτο. Αντιλαμβάνεται την κίνηση, τη ροή, την αλλαγή, την οποία ακόμη και η ίδια η μνήμη ενσωματώνει, καθώς ανασύρεται για να απαντήσει πάντα σε ζητούμενα του παρόντος. Κι είναι τόσο μεγάλη η δύναμη της ανάμνησης και της προσδοκίας, που μεταβάλλει και τις ίδιες των γραμμές των πραγμάτων. Στο τελευταίο διήγημα οι λόφοι του Αλταμόν, αυτής της μικρής γωνιάς στη Μανιτόμπα, που θυμίζουν στη γριά μητέρα το Κεμπέκ και τα λοφάκια σβήνουν μαζί με τη ζωτικότητά της.

Ο κύριος Σαιντ-Ιλαίρ, μαζί με τον θείο που κάνει ένα ελάχιστο πέρασμα στο τρίτο διήγημα, στη συγκομιδή που είναι σαν γιορτή τα παλιά χρόνια, συν κάποιες αναφορές σε πατεράδες, παππούδες, γιους και εγγόνια ή μετανάστες εργάτες, συγκροτούν την ελάχιστη αρσενική παρουσία μέσα σε ένα σύμπαν γυναικών, όπου η ξενότητα απεικονίζεται από ποικίλες σκοπιές και η μοναξιά είναι αμφίκοπη. Η διαδρομή της Κριστίν προς την αυτοπραγμάτωση περνάει μέσα από τις σχέσεις με τις γυναίκες της οικογένειας. Την τρομερή και παντοδύναμη γιαγιά, που δεν μπορεί παρά να είναι, αν όχι ο Θεός, ένας πολύ καλός βοηθός του, αλλά γερνάει, εντέλει, και πεθαίνει. Την μητέρα που καθώς περνά ο καιρός αποκτά όχι μόνο το πρόσωπο αλλά και τον χαρακτήρα της μητέρας της. Η Κριστίν δημιουργεί τον εαυτό καθ’ ομοίωση αλλά κατ’ αντίθεση μαζί τους και επιλέγει το φευγιό για να πάρει την απαραίτητη για τη δημιουργία απόσταση.

Τους σιωπηλούς, στους οποίους ήθελε να δώσει φωνή η δασκάλα στο επάγγελμα Ρουά, κάποιους τουλάχιστον από αυτούς, τους γνώριζε λοιπόν ήδη από μικρή: οι γυναίκες που δεν ακολούθησαν τα όνειρά τους, οι μετανάστες που δεν έπαψαν ποτέ να επιστρέφουν στον τόπο τους, οι ηλικιωμένοι που δεν ξέρουν τι να κάνουν τη ζωή τους πλάι στους νεότερους. Στη συνέχεια θα γνωρίσει τη φτωχολογιά και θα της δώσει κι αυτής φωνή. Το μυθιστόρημά της για τα βάσανα του πολέμου στις εργατικές συνοικίες του Μόντρεαλ, Ευτυχία ευκαιρίας (Bonheur d’occasion), θα της χαρίσει το βραβείο Φεμινά στη Γαλλία το 1945, θα την κάνει διάσημη και τα βιβλία της θα μεταφραστούν και θα διαβαστούν στον Καναδά και στο εξωτερικό. Η γραφή της θα παραμείνει χαμηλόφωνη, προσηλωμένη στην καθημερινότητα– μια γενική τάση στην καναδική λογοτεχνία – με τους κοινωνικούς και πολιτικούς προβληματισμούς να ενσωματώνονται με φυσικότητα στις ιστορίες, τρυφερή, με χιούμορ, αποδραματοποιημένη και ακριβής.

Η Ρουά ήθελε αρχικά να κάνει καριέρα ως ηθοποιός, στον τόπο της, όπου δούλεψε ως δασκάλα, και στο Λονδίνο – αφού στο αγαπημένο της Παρίσι δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί. Αλλά την κέρδισε το γράψιμο και μάλιστα με τον τρόπο με τον οποίο το εννοεί ο Ζακ Γκοντμπού όταν προτείνει για τους γαλλόφωνους συγγραφείς το ρήμα vécrire, από το vivre-ζω και το écrire-γράφω. Έρχεται έτσι σήμερα από μακριά κοντά μας, να μας θυμίσει πόσα ενώνουν τους ανθρώπους, πόσο μεγαλειώδης είναι ο κόσμος και πόσο η τέχνη είναι κι αυτή, κατά τον Ρίλκε και πάλι, μια παιδική ηλικία:

Συμβαίνει οι περισσότεροι άνθρωποι να αγνοούν παντελώς πόσο όμορφος είναι ο κόσμος και πόση μεγαλοπρέπεια φανερώνεται στα πιο μικρά πράγματα, σ ένα λουλούδι, σε μια πέτρα, στο φλοιό ενός δέντρου ή στο φύλλο μιας σημύδας. Οι ενήλικες, που έχουν δουλειές και έγνοιες και βασανίζονται με λεπτομέρειες και τίποτ’ άλλο, παύουν σιγά – σιγά να βλέπουν όλα ετούτη τα πλούτη που τα παιδιά, όταν είναι προσεχτικά και καλά, γρήγορα τα αντιλαμβάνονται κι αρχίζουν να τ’ αγαπούν με όλη τους τη καρδιά. Και όμως θα ήταν ό,τι πιο όμορφο, αν από την άποψη αυτή οι άνθρωποι παρέμεναν προσεχτικά και καλά παιδιά, μ’ ένα αίσθημα αγαθότητας και ευσέβειας, και αν δεν έχαναν την ικανότητα να χαίρονται το ίδιο αντικρίζοντας το φύλλο μιας σημύδας ή το φτερό ενός παγωνιού ή τη φτερούγα μιας κουρούνας, όσο και αντικρίζοντας μια μεγάλη οροσειρά ή ένα λαμπρό παλάτι. Το μικρό δεν είναι μικρό καθεαυτό, ούτε και το μεγάλο μεγάλο. Ένα κάλλος, μεγάλο και αιώνιο, διατρέχει τον κόσμο ολόκληρο κι είναι δίκαια μοιρασμένο σε μικρά και μεγάλα πράγματα, διότι ως προς τα σημαντικά και τα ουσιώδη δεν υπάρχει αδικία σ’ ολόκληρη τη γη.[....]

Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ωραιότερος τρόπος για να δοκιμάσουμε πόσο αληθινή είναι η δύναμη της ζωής απ’ το να αναγνωρίσουμε και να αδράξουμε τη χαρά, να συλλάβουμε, δίχως τίποτα παραπανήσιο και περιττό, με την ίδια τη δύναμη της χαράς, μ’ εκείνη σαν μέτρο, την πληρότητα και την αγάπη που ακτινοβολούν ορισμένες μέρες: σε τελική ανάλυση κι ένα παιδί ακριβώς αυτό κάνει, βρισκόμαστε πιο κοντά στην ουσία της ζωής όταν, με τον δικό μας τρόπο, μοιάζουμε όσο το δυνατό περισσότερο με τα παιδιά! (Η σοφία του Ρίλκε, μτφρ. Α. Νικολακοπούλου, Πατάκης, 2009).

Λίγα λόγια για την καναδική λογοτεχνία με αφορμή την Γκαμπριέλ Ρουά

Η Γκαμπριέλ Ρουά (1909-1983) είναι πολύ γνωστή στον Καναδά, ειδικά τον γαλλόφωνο, είναι επίσης αρκετά μεταφρασμένη, πράγμα όχι πολύ συνηθισμένο όσον αφορά την καναδική λογοτεχνία, μια λογοτεχνία που τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ανοίγεται στον κόσμο. Το άνοιγμα αυτό αφορά βέβαια κυρίως την αγγλόφωνη παραγωγή, όπως ξέρουμε πολύ καλά και στην Ελλάδα: από τα Μπούκερ που ξεκινούν με τον Μάικλ Ονταάτζε και τον Άγγλο ασθενή το 1992,

την Μάργκαρετ Άτγουντ το 2000, τον Γιαν Μαρτέλ και την Ζωή του Π το 2002,

την Άλις Μονρό το 2009 ως το πρώτο καναδικό Νόμπελ, στην Μονρό και πάλι, το 2013. Η οικονομία του πρεστίζ, του κύρους, όπως ονομάζει ο Τζέιμς Ίνγκλις τα βραβεία και οι διακρίσεις, ανοίγει δρόμους, τους οποίους συχνά έχει προετοιμάσει η μετάφραση.

Η Νάνσυ Χιούστον είναι άλλη μια πολύ γνωστή καναδέζα συγγραφέας, που γράφει τόσο στα αγγλικά όσο και στα γαλλικά, αξίζει να σημειώσουμε το περιστατικό με τη βράβευσή της με το ανώτατο καναδικό βραβείο λογοτεχνίας για την αυτομετάφραση του πρώτου αγγλικού της κειμένου (Plainsong) στα γαλλικά (Cantique des plaines), ένα βραβείο που προκάλεσε μεγάλη συζήτηση.

Όλοι αυτοί οι συγγραφείς, οι περισσότερες γυναίκες, ας το υπογραμμίσουμε, με εξαίρεση της δίγλωσση Χιούστον, εκπροσωπούν την αγγλόφωνη καναδική λογοτεχνία, για την οποία γράφονται χωριστές ιστορίες λογοτεχνίας σε σχέση με τη γαλλόφωνη – κατά κανόνα, που κι αυτός όμως φαίνεται να αλλάζει μάλλον σήμερα, με την πολυπολιτισμικότητα και την αναγνώριση των γλωσσών στον επισήμως δίγλωσσο Καναδά – όπου το Κεμπέκ έχει αναγνωριστεί, έστω και ανεπίσημα, από το 2007 ως έθνος. Ενώ όμως η συζήτηση για την νεοπαγή σχετικά καναδική λογοτεχνία μετράει αρκετά χρόνια ζωής, όπως διαπιστώνει κανείς από τη σχετική ομιλία του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ το 1930,

https://www.youtube.com/watch?v=QDcdKA4_KBM

https://www.youtube.com/watch?v=QDcdKA4_KBM

η γαλλόφωνη καναδέζικη λογοτεχνία παραμένει η μεγάλη άγνωστη και όχι μόνο στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, άλλωστε, δεν είμαι καν βέβαιο ότι είναι γνωστός ο ίδιος ο Καναδάς, κι ας συζητιέται έντονα τον τελευταίο καιρό της κρίσης, ως χώρα μετανάστευσης. Πόσο μάλλον οι γλωσσικές και πολιτισμικές του ιδιαιτερότητες, που πηγάζουν από τον ίδιο τον τρόπο συγκρότησής του και τη μακρά κυριαρχία του αγγλικού επί του γαλλικού στοιχείου ως την «ήρεμη επανάσταση» της δεκαετίας του 1960 και την πρόσφατη δικαίωση – έχει σημασία να τοποθετήσει κανείς τα διηγήματα της Ρουά στη δεκαετία της εθνικής διεκδίκησης και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρά της.

Η διγλωσσία στον Καναδά, όπου 1=αγγλικά, 2=αγγλικά και γαλλικά, 3=γαλλικά.
https://fr.wikipedia.org/wiki/Bilinguisme_au_Canada

Η διελκυστίνδα ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία, τις παραδόσεις, τη γλώσσα, τον πολιτισμό τους στον Καναδά κράτησε πολύ. Οι γαλλόφωνοι στερήθηκαν πολύ νωρίς τα παλαιότερα τεκμήρια της λογοτεχνικής τους καταγωγής. Η βιβλιοθήκη τους, του Κάτω Καναδά, συνενώθηκε με την αγγλική βιβλιοθήκη, του Άνω Καναδά, και μεταφέρθηκαν, μετά την ένωση του 1841, στο Κοινοβούλιο στο Μόντρεαλ, για να χαθεί όταν αυτό πυρπολήθηκε το 1849, στο πλαίσιο ταραχών για τα θετικά προς τους γαλλόφωνους μέτρα. Στην πυρκαγιά χάθηκαν τα περισσότερα παλαιά γαλλικά βιβλία και πολλά αγγλικά. Σε κάθε περίπτωση, η γλώσσα βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο του προβληματισμού της γαλλόφωνης κοινότητας, η οποία δεν τοποθετείται μόνο απέναντι στην αγγλόφωνη, αλλά και τη γαλλική μητρόπολη. Οι γαλλόφωνοι καναδοί συγγραφείς αισθάνονται ότι υπολείπονται των γάλλων ομοτέχνων τους και παραμένουν «απλοί λογοτεχνικοί άποικοι», όπως έλεγε ο ποιητής Οκτάβ Κρεμαζί το 1867.

Αυτή η «γλωσσική υπερσυνείδηση» (Λιζ Γκωβέν) των γαλλόφωνων Καναδών, άμεσα συνδεδεμένη με το χρέος της επαγρύπνησης που θεωρούν ότι έχουν σε σχέση με τη γλώσσα τους που κινδυνεύει μέσα στην ίδια τους τη χώρα, βρίσκεται στην καρδιά της γαλλόφωνης λογοτεχνικής παραγωγής. Υπ’ αυτή την έννοια, έχει μεγάλο ενδιαφέρον μια σύγκριση – τηρουμένων πάντα των αναλογιών - με την Ελλάδα και τη δική της γλωσσική υπερσυνείδηση επί σειρά ετών – ειδικά καθώς οι δύο λογοτεχνίες, η ελληνική και η καναδική, είναι νεοπαγείς και οι αισθητικές τους στοχεύσεις ιδεολογικές. Θα περάσουν πολλά χρόνια, θα γίνουν πολλά πειράματα, με το ζουάλ, την αστική, λαϊκή γλώσσα του Μοντρεάλ με τους αγγλισμούς και τους αμερικανισμούς, με την ενσωμάτωση ποικίλων τάσεων και στοιχείων, έως ότου, το 1972 μόλις, η γαλλόφωνη κοινότητα καταλήξει στη δική Απολογία και υπεράσπιση της καναδικής γλώσσας (Michèle Lalonde), της κεμπεκιανής γαλλικής γλώσσας που αντλεί τον πλούτο της από όλες τις πηγές και χειραφετείται ουσιαστικά και πρακτικά από τη γαλλική της μητρόπολης.

«Η γλώσσα εδώ δεν ήταν ποτέ κάτι δεδομένο, ένας θεσμός δηλαδή από τον οποίο κανείς ξεκινά, αλλά ένας θεσμός στον οποίο πρέπει να φτάσει. Είναι εξοντωτικό.», λέει ο ποιητής Γκαστόν Μιρόν. Φαίνεται ότι είναι και πολύ γόνιμο.

* Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι Αναπληρώτρια καθηγήτρια ΑΠΘ, κριτικός λογοτεχνίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης