ΑΠΟΨΕΙΣ

Η απαξίωση της πολιτικής πράξης και οι νέες μορφές της

Όταν ο ιστορικός χρόνος τρέχει, για την ακρίβεια καλπάζει, με την ιλιγγιώδη ταχύτητα της εποχής μας, καθίσταται ακόμα δυσκολότερο να αναστοχαστεί κανείς και να κρίνει τις εξελίξεις σε επίπεδο θεωρίας∙ συνήθως απαιτούνται χρόνια ώστε ν’ αποτυπωθούν οι μεταβολές και να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας προκειμένου στη συνέχεια να παραχθεί νέος θεωρητικός λόγος – πόσο μάλλον να υπάρξουν θεωρητικά, ακόμα και ιδεολογικά σχήματα που να πυροδοτήσουν πολιτικά γεγονότα: υπό την έννοια αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι πολιτικές πράξεις (τουλάχιστον σε επίπεδο πλήθους και όχι των κλειστών ελίτ που έχουν πρόσβαση στη διακυβέρνηση) εμφανίζονται κυρίως ως πράξεις αντίστασης, ως πράξεις κατά έναν τρόπο αποφατικές. Ασφαλώς εδώ έχει παίξει έναν μοιραίο ρόλο η οικτρή απογοήτευση που επεφύλασσε ο «εφαρμοσμένος μαρξισμός».

Η κρίση χρέους που μετατράπηκε γοργά σε δημοσιονομική και μαστίζει μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου επανέφερε την πολιτική στο προσκήνιο (σ’ ένα βαθμό, και την πολιτική οικονομία): τούτο έχει δύο αντιτιθέμενες, ως συνήθως, όψεις.

Αφενός το ξεψύχισμα του παλαιότερου ανόητου σλόγκαν «δεν ασχολούμαι με την πολιτική», συχνότατο στη χώρα μας, αλλά ταυτόχρονα την ενασχόληση του πλήθους με την πολιτική με έναν τρόπο που μόνο πολιτικός δεν μοιάζει∙ με σειρά εκτόξευσης: κατάρες, «πσόφος», «όλοι είναι ίδιοι», «διαδόστε πριν το κατεβάσουν», αλλά και την ενίσχυση φιλοφασιστικών σχηματισμών. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ενισχύονται παράλληλα και οι αντιστάσεις στα κυρίαρχα αφηγήματα: από το χαμηλότερο επίπεδο – «μικροί» αγώνες για διατήρηση εργασιακών δικαιωμάτων ή την προστασία του περιβάλλοντος- μέχρι διεθνείς που γνωρίζουν πολύ καλά τον βασικό αντίπαλο και την αιτία της κρίσης: την αύξηση των ανισοτήτων εξ αιτίας της αδηφαγίας ενός καινοφανούς, αυτοκαταστροφικού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Θα μπορούσαμε εδώ να πούμε ότι έχει πολλή πλάκα –αν δεν ήταν ιδεοληπτική και επικίνδυνη- η προσπάθεια εγχώριων υπερ-νεοφιλελεύθερων opinion leaders να μας πείσουν ότι για την κρίση ευθύνεται το τυροπιτάδικο της γειτονιάς, γενικώς οι εσωτερικές (υπαρκτές βέβαια) στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, τη στιγμή που ακόμα και κεντρώοι στοχαστές ή οικονομολόγοι την εντοπίζουν στην αύξηση των ανισοτήτων, στην επικράτηση του καπιταλισμού-καζίνο και στην (ηθελημένα;) μεροληπτική αρχιτεκτονική του ευρώ.

Η πολιτική, λοιπόν, κουτσά στραβά επιστρέφει. Είτε με τη δεξιά στροφή του ευρωπαϊκού βορρά και την αριστερίζουσα του νότου είτε με την επιτυχία «αντι-συστημικών» υποψηφίων στις προκριματικές εσωκομματικές εκλογέων Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών στις Η.ΠΑ. (Σάντερς και Τραμπ αντίστοιχα). Με τι μορφές όμως εκδηλώνεται πλέον η πολιτική; Εκείνο που υποστηρίζω, είναι πως βρισκόμαστε πιθανότατα σε μια μεταβατική φάση του τρόπου άρθρωσης της πολιτικής πράξης: η περιβόητη συζήτηση για το εάν η ουσιαστική πολιτική πράξη συμβαίνει μέσω των κομμάτων ή των κινημάτων μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ∙ τα κόμματα είναι απαξιωμένα και παρακμάζοντα, τα κινήματα εκδηλώνονται όλο και πιο συχνά αλλά συνήθως ηττώνται. Το νέο στοιχείο είναι το εξής: επισημαίνουμε την ανάπτυξη μεγάλων, επιδραστικών κινημάτων, που καταλήγουν όμως στη διοχέτευσή τους, σ’ ένα καναλιζάρισμα σε κομματικούς σχηματισμούς, παλιούς ή νέους. Τα παραδείγματα πολλά:

Το κίνημα των «αγανακτισμένων», αλλά και επί μέρους κινήματα, για το νερό, το περιβάλλον, τα δικαιώματα, στράφηκαν στην πλειοψηφία τους στον Σύριζα, παρέχοντάς του την πρώτη, και καθοριστική, εκτίναξή του προς την εξουσία. Ο Μπέρνυ Σάντερς συσπειρώνει πίσω του όλα σχεδόν τα τελευταία κινήματα που εκδηλώθηκαν στις Η.Π.Α. τα τελευταία χρόνια: κυρίως το Occupy Wall Street, αλλά και άλλα, όπως των επισφαλώς εργαζομένων στα φάστ φούντ. Ο Τζέρεμυ Κόρμπιν εκλέχθηκε στην ηγεσία των Εργατικών της Μεγάλης Βρετανίας με την ορμή των (μακροχρόνιων) αντιπολεμικών κινημάτων, εκείνων ενάντια στην αύξηση των διδάκτρων, και με εκλογική βάση τους άνεργους που ξα-ανακαλύπτουν την πολιτική οργάνωση.Το Podemos, τέλος, του Πάμπλο Ιγκλέσιας αποτελεί τo πιο ευθύ παράδειγμα άρδευσης κόμματος από κίνημα. Από το κίνημα 15 Μάρτη (αλλά και εκείνο ενάντια στις εξώσεις) στους Podemos. Την ίδια στιγμή, τα «ανθρωπιστικού» τύπου κινήματα, διοχετεύονται στον εθελοντισμό των ΜΚΟ, με επίκεντρο το μεγάλο ζήτημα της εποχής μας, το προσφυγικό.

Ζούμε λοιπόν, το τέλος των κομμάτων (υπέρ της ΤΙΝΑ και της τεχνοκρατίας) ή την αναζωογόνησή τους μέσω των κινημάτων; Οι απάντηση είναι δύσκολη καθώς οι περιπτώσεις ποικίλλουν:

Στα καθ’ ημάς, ο Σύριζα χειρίστηκε με ιδεολογική συνέπεια και επιτυχία τη σχέση κόμματος-κινημάτων, μέχρι την κατάκτησή της διακυβέρνησης. Στη συνέχεια η εν λόγω σχέση έγινε δύσθυμη και αντιφατική.

Στον διεθνή χώρο, μια γενική εκτίμηση μοιάζει δυσκολότερη. Ακόμα και παραδοσιακοί στοχαστές φίλα προσκείμενοι στον αντεξουσιαστικό χώρο όπως ο Νόαμ Τσόμσκι, τονίζουν την αναγκαιότητα της δράσης και στα δύο πεδία, θεσμικό και κινηματικό. (Να σημειώσουμε εδώ πως, σε θεωρητικό επίπεδο, η εν λόγω συζήτηση ξεκινά με τις θεωρητικές επεξεργασίες του Νέγκρι για τα κινήματα που εκπονείται σχεδόν παράλληλα με τον Μάη του 1968, αναζωπυρώνεται στις αρχές της δεκαετίας του 2000 – με κύριο πόλο συζήτησης τον Τζον Χαλλογουέι και το βιβλίο του Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, ενώ αγγίζει και τον μεταμοντέρνο πραγματισμό του Ρίτσαρντ Ρόρτυ, που φτάνει ένα βήμα παραπέρα από την παραδοχή της αναγκαιότητας των κινημάτων: προτείνει τον προσανατολισμό σε μεμονωμένες πολιτικές καμπάνιες).

Ορισμένα, λοιπόν, πρώτα – και επισφαλή – συμπεράσματα σχετικά με το δίπολο κόμμα-κίνημα ως μορφές πολιτικής πράξης είναι τα εξής:

  • Όσο το κράτος αποτελεί τον βασικό συμπυκνωτή των εξουσιών, το κόμμα θα παραμένει η βασική μορφή πολιτικής έκφρασης που θα στοχεύει στον έλεγχό του. Όμως, ταυτόχρονα, η αυξημένη εξουσία υπερεθνικών οργανισμών που δεν υπόκεινται σε δημοκρατικό έλεγχο (Ε.Ε., Ε.Κ.Τ., Δ.Ν.Τ. και άλλα τέτοια ακρωνύμια) θα δημιουργεί την αναγκαιότητα άλλου είδους κινημάτων εναντίωσης, και μάλιστα με αυτονόητο τον διεθνιστικό τους χαρακτήρα.

  • Το μεγαλύτερο μέρος των παραδοσιακών κομμάτων (ό,τι εννοούμε στην Ευρώπη κεντροδεξιά και σοσιαλδημοκρατία) μοιάζουν – τουλάχιστον ως τώρα- να βολεύονται με την απαξίωση της πολιτικής, καθώς μορφές εκδήλωσης πολιτικής δυσαρέσκειας όπως λ.χ. η αποχή από τις εκλογές, δεν είναι μόνο ακίνδυνες για αυτά, αλλά σχεδόν επιθυμητές: αποτελούν έναν παράγοντα ισοστάθμισης στη διαρκή μείωση των μελών και του μηχανισμού τους.

  • Ο «οπαδισμός» στον οποίο είναι έτοιμο να προσχωρήσει μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, έχει βρει άλλα αξιακά πεδία αναφοράς: θρησκεία (ISIS, Μπόκο Χάραμ αλλά και σ’ ένα βαθμό το αμερικάνικο Tea Party), φυλετισμός (εθνικιστικά και νεοφασιστικά μορφώματα), κόμματα μειονοτικά ή θεματικά.

  • Τα κινήματα μετεωρίζονται μεταξύ υλικού και συμβολικού χώρου: ενώ συχνά έχουν ως πεδίο αναφοράς μια συγκεκριμένη χωρικότητα (περιβάλλον, την υπεράσπιση ενός σχολείου κ.ο.κ.), το βασικό μέσο εκτίναξης και συντονισμού τους είναι πια το διαδίκτυο.

  • Τα κινήματα δικαιωμάτων έχουν να επιδείξουν περισσότερες επιτυχίες (λ.χ. δικαιώματα ομοφύλων), συνήθως σε πεδία που δεν μοιάζουν επικίνδυνα για τη ροή του οικονομικού γίγνεσθαι, ενώ εξασθενούν σε μεγάλο βαθμό σε άλλες μορφές τους (δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, διεθνές μεταναστευτικό δίκαιο κ.ο.κ.).

  • Τα κινήματα όταν διοχετεύουν μέρος της δύναμής του στην υποστήριξη θεσμικών υποψηφίων συνήθως αποδυναμώνονται∙ συνήθως, δε, εισπράττουν με περισσότερη ένταση και την πιθανή απογοήτευση μιας ενδεχόμενης πολιτικής ήττας.

Τι θα επικρατήσει ως μορφή; Άγνωστον. Η πολιτική θεωρία δεν είναι μελλοντολογία. Άλλωστε, μια από τις βασικές επωδούς του νεοφιλελευθερισμού είναι ο έλεγχος ακόμα και της τυχαιότητας ή του συγκυριακού: οι πολιτικοί πρέπει να προέρχονται από συγκεκριμένα ακαδημαϊκά ιδρύματα και να ’ναι ανεξαιρέτως πειθήνιοι θιασώτες και διεκπεραιωτές αυτής της μη-πολιτικής, της τεχνικοποιημένης οικονομοκρατίας. Την ίδια ώρα, ο πλούτος της γνώσης διαχέεται όσο ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία, παρέχοντας τη δυνατότητα σε μεγάλη μάζα ανθρώπων εφαλτήρια προς (και) πολιτική χρήση.

Το δίχως άλλο, ζούμε δύσκολους, μα και ενδιαφέροντες καιρούς. Ακόμα και σε επίπεδο πολιτικής θεωρίας.


* Ο Ιορδάνης Κουμασίδης διδάσκει φιλοσοφία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δ. Μακεδονίας

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης